Μετεκλογικά θα ανακοινωθούν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες που βάζουν ταβάνι στις δαπάνες. Ο Χατζηδάκης αρνείται να αποκαλύψει το οικονομικό σχέδιό τους
Εν αναμονή του «κόφτη» δαπανών, ο οποίος θα βρεθεί στα «χέρια» της κυβέρνησης της Ν.Δ. που κρατά κρυφή την οικονομική της ατζέντα, με κίνδυνο να υπάρξουν αρνητικά μέτρα τα επόμενα χρόνια, βρίσκεται η χώρα μας.
Κι αυτό γιατί μέσα στον Ιούνιο θα καθοριστούν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες που θα ισχύσουν από το 2025, σημαίνοντας το τέλος της δημοσιονομικής χαλαρότητας της πανδημικής και μετέπειτα περιόδου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πιο κρίσιμη παράμετρος είναι αυτή του «κόφτη» δαπανών, η οποία θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ελληνική οικονομία τουλάχιστον μέχρι το 2027. Παράλληλα, τίθεται και το ζήτημα της επίτευξης των πρωτογενών πλεονασμάτων, με την Ελλάδα να πρέπει να παράγει πάνω από 2% κάθε έτος. Αυτό το οποίο αναμένει η Ελλάδα είναι πού θα… κάτσει η «μπίλια» του πλαφόν μεταβολής των καθαρών δαπανών για το διάστημα 2025-2028.
Το κρυφό σχέδιο
Στις 30 Απριλίου το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κατέθεσε στην Κομισιόν το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα χωρίς να εμπεριέχει προβλέψεις μέχρι και το 2027, όπως υποχρεούται, αλλά μόνο για τη φετινή χρονιά και το 2025, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν καταθέσει ένα τετραετές πλαίσιο, όπως προβλέπουν οι κανόνες, κάτι το οποίο δείχνει τη σπουδή που επιδεικνύει η κυβέρνηση της Ν.Δ. να μην αποτυπώσει το οικονομικό της σχέδιο προ των ευρωεκλογών. Μάλιστα, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης δεν έχει απαντήσει στις απανωτές ερωτήσεις του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου και τομεάρχη Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Νίκου Παππά, κάτι που δείχνει πως ο πρώτος έχει λόγους να κρατά κλειστά τα χαρτιά του. Μάλιστα, ο κύριος Χατζηδάκης έχει παραπέμψει προς τον Σεπτέμβριο την παρουσίαση του τετραετούς πλάνου της κυβέρνησης με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες. Ουσιαστικά, ο Κ. Χατζηδάκης θα δημοσιοποιήσει τους επόμενους τέσσερις προϋπολογισμούς του ελληνικού κράτους, οι οποίοι θα συνταχθούν με βάση αυτά τα ποσοστά του «κόφτη» δαπανών που θα ανακοινωθούν από την Κομισιόν τις επόμενες ημέρες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αρμόδιων παραγόντων, το πιθανότερο είναι ότι το ποσοστό αύξησης των δαπανών για την Ελλάδα θα κυμανθεί στην περιοχή του 2,5% με 3%. Πρακτικά, αυτό το ποσοστό θα αφήσει πολύ περιορισμένα περιθώρια για αυξήσεις δαπανών την επόμενη χρονιά, πέραν των ήδη δρομολογημένων. Το πλαφόν στις δαπάνες ουσιαστικά θα αφορά τον ρυθμό μεταβολής τους από τη μία χρονιά στην επόμενη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το τελικό ποσοστό προκύπτει από «ασκήσεις» για τη βιωσιμότητα του χρέους κάθε χώρας-μέλους. Υπό αυτήν την έννοια, το πρωτογενές πλεόνασμα περνά σε «δεύτερη μοίρα», αλλά παραμένει σημαντικό.
Το πρόβλημα με το πλεόνασμα
Η εξίσωση των πρωτογενών πλεονασμάτων φαντάζει, επίσης, δύσκολη για τα επόμενα χρόνια, καθότι η χώρα μας καλείται να παράγει με υψηλό ρυθμό, ως σύνδεση με τη μείωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Για όσες χώρες το χρέος τους ξεπερνά το 60% ο προηγούμενος κανόνας προέβλεπε πως οι χώρες κράτη-μέλη θα έπρεπε να μειώνουν κάθε χρόνο κατά 1/20 το χρέος τους. Αυτό θα σήμαινε για την περίπτωση της Ελλάδας μια μείωση της τάξης του 5% ετησίως. Ο νέος κανόνας προβλέπει καλύτερους όρους μείωσης, καθώς οι χώρες με χρέος πάνω από 90% του ΑΕΠ θα πρέπει να παρουσιάζουν ετήσια μείωση του χρέους κατ’ ελάχιστο 1% του ΑΕΠ. Στις χώρες με χρέος μεταξύ 60% και 90% του ΑΕΠ η ετήσια μείωση του χρέους θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ. Επιπλέον, με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες μειώνονται οι ελάχιστες απαιτήσεις για περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Ειδικότερα, τόσο οι υφιστάμενοι όσο και οι νέοι κανόνες προβλέπουν ότι τα κράτη θα πρέπει κατά κανόνα να θέτουν στόχους για το δημοσιονομικό έλλειμμα οι οποίοι να είναι πιο φιλόδοξοι από το ανώτατο όριο 3% που ορίζει η Συνθήκη. Στο υφιστάμενο πλαίσιο υπάρχουν δύο τέτοια ανώτατα όρια, τα οποία στην περίπτωση της Ελλάδας συνεπάγονται μέγιστο έλλειμμα ίσο με το 0,8% του ΑΕΠ. Με τους νέους κανόνες τίθεται ένα ενιαίο ανώτατο όριο ελλείμματος, το οποίο προβλέπει ότι το έλλειμμα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 1,5% του ΑΕΠ.
ΠΗΓΗ ΑΥΓΗ