20 Ιουλίου 2008

«Δεν ξεχνώ γιατί δεν θέλω»




Hταν Τετάρτη. Ωρα επτά το πρωί. Μύριζε παντού μπαρούτι. Πήρα την εντολή να βγω με το άρμα μου στους δρόμους και να κινηθώ προς το Προεδρικό Μέγαρο. Μαζί μου ήταν άλλοι τρεις Ελληνοκύπριοι. Οταν άρχισε η επίθεση των Τούρκων, εμείς ξεκινήσαμε για το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Εντολή ήταν να επιτεθούμε στο Κιόνελι. Βρέθηκα αποκλεισμένος από τους Τούρκους. Οι σφαίρες περνούσαν ξυστά από το κεφάλι μου. Δίπλα μου νεκροί. Με ρώτησε ένας δικός μας τι έκαναν όλοι αυτοί ξαπλωμένοι... Του απάντησα ότι κοιμούνται. Με πίστεψε…».

Κύπρος, Ιούλιος του 1974
Ο 54χρονος, σήμερα, Γιώργος Σταφυλάς, «βετεράνος» της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) «τα είδε και τα έζησε όλα από κοντά». Τότε ήταν ένας από τους πολλούς 20χρονους στρατιώτες που βρέθηκε στην Κύπρο χωρίς να γνωρίζει πολλά...

Σήμερα, 34 χρόνια μετά, είναι πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αγωνιστών Κύπρου και θυμάται ακόμα λεπτό προς λεπτό τις στιγμές έντασης, τις μάχες, το θάνατο στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974. «Δεν ξεχνώ γιατί δεν θέλω», τη λέει και την ξαναλέει αυτή τη φράση, κάτι σαν σύνθημα.

«Ημουν 20 χρόνων όταν αποβιβάστηκα στο νησί. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Απλά πολεμούσα. Υπήρχαν και άλλοι που δεν γνώριζαν καν πού πέφτει η Κύπρος. Ούτε είχαμε αντίληψη για το τι πρέπει να κάνουμε. Δεν είχαμε την πείρα. Ακόμα και στη λέξη “πυρ” ελάχιστοι αντιδρούσαν». Ο ίδιος, όπως λένε οι συμπολεμιστές του, δεν φοβόταν ή «τουλάχιστον δεν έδειχνε ότι φοβάται. Ηταν ψύχραιμος και δυνατός. Στήριζε τους περισσοτέρους γιατί απλά εντολές μέσα στο γενικό χάος δεν έρχονταν από πουθενά».

Και αυτό το χάος το βίωσε ο ίδιος με τραγικό τρόπο. «Επί τρεις μέρες ήμουν μόνος σε ένα φυλάκιο, χωρίς νερό. Για ψωμί δεν συζητάμε, απέναντι ακριβώς από την ΤΟΥΡΔΥΚ (Τουρκικές Δυνάμεις Κύπρου), χωρίς καμία εντολή από κανέναν. Τα κατάφερα. Στο Πυρόι ήμουν πάλι τυχερός.

Χτυπήθηκε το άρμα μου και δεν κατάλαβα πώς πετάχτηκα έξω από αυτό. Εζησα. Επικρατούσαν σύγχυση και πανικός. Αναγκάστηκα να στραφώ κατά των αξιωματικών μου. Εστρεψα το όπλο μου εναντίον τους… Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Δεν υπήρχαν συζητήσεις τότε. Ακρη δεν έβγαζες. Ημουν ανυπάκουος; Ισως. Επρεπε όμως να βρω τρόπο να επιζήσω και να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Ημαστε 20χρονοι και ξαφνικά ήταν σαν να γεράσαμε σε λίγες ώρες».

Μέσα στο γενικό πανικό δεν έλειψαν και κάποιες στιγμές «που μας έπαιρναν από το χέρι και μας έβγαζαν από τη φρίκη του πολέμου. Τότε είχα ένα ποντίκι μαζί μου. Το έβγαζα βόλτα. Το φρόντιζα. Αισθανόμουν την αγάπη του. Αυτό με έκανε άνθρωπο. Ενιωθα. Και όταν πέθανε, φτιάξαμε κανονικό τάφο, ρίξαμε πυροβολισμούς στον αέρα. Κηδεία με όλες τις τιμές για ένα ποντίκι».

Η Ιστορία όμως γράφτηκε έτσι όπως γράφτηκε και αυτό δεν αλλάζει. Εκείνος όμως άλλαξε. Ζει,
όπως λέει, χωρίς καμία ηθική (και χρηματική) απολαβή. Απλά στο περιθώριο.

«Η ιστορική εκείνη περίοδος χωρίζεται σε τρεις υποπεριόδους. Το διάστημα μέχρι τις 15 Ιουλίου, που έφτασαν στη Μεγαλόνησο οι περισσότεροι στρατευμένοι. Το δεύτερο από τις 15 έως τις 20 Ιουλίου, που είναι το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Και το τρίτο από τις 20 Ιουλίου έως τις 20 Αυγούστου, που περιλαμβάνει την τουρκική εισβολή και τη συνέχιση των συγκρούσεων. Από τότε και μέχρι σήμερα ζούμε τη δική μας μαύρη περίοδο… Κανείς δεν ασχολείται μαζί μας. Ζούμε ξεχασμένοι. Αλλά το κακό είναι ότι εμείς θυμόμαστε. Και δεν ξεχνάμε πραγματικά. Και δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε την αδικία που μας πνίγει:

Ολα όσα ζήσαμε τότε τα σκεφτήκαμε εκ των υστέρων. Το μόνο που μπορώ να ισχυριστώ με
βεβαιότητα τώρα είναι ότι χάθηκαν άδικα πολλοί από εμάς». Χαρακτηριστικό παράδειγμα λάθους ήταν και το αεροπλάνο που έπεσε στον Τύμβο. «Θάφτηκαν ζωντανά τα παιδιά που επέβαιναν σε αυτό. Ομως στον πόλεμο γίνονται λάθη». Την τραγικότητα της κατάστασης συμπλήρωνε η παντελής έλλειψη δυνατότητας επικοινωνίας με τους δικούς του. «Για περίπου εννιά μήνες δεν είχα επαφή με κανέναν. Αλλωστε, δεν είχαμε ούτε τηλεπικοινωνίες για ενδοσυνεννόηση μεταξύ μας».

Ο κ. Σταφυλάς μαζί με τους περισσότερους στρατιώτες–συμπολεμιστές θυμούνται κάθε χρόνο την τραγική εκείνη περίοδο, τιμώντας τη μνήμη πολλών συναγωνιστών τους, Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων, που έπεσαν άδικα στο πεδίο της μάχης. «Ανοργάνωτη κατάσταση», επαναλαμβάνει συνεχώς.

Τώρα πολεμάμε για τα αυτονόητα…
Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αγωνιστών Κύπρου. Συστάθηκε το 1976. Αρχικός στόχος ήταν να διατηρηθούν στενοί δεσμοί μεταξύ των φαντάρων-αγωνιστών που βρέθηκαν στην Κύπρο, που έζησαν την αγριότητα του πολέμου, που βίωσαν κάθε είδους βιαιότητες. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τοπικοί σύλλογοι στους οποίους είναι εγγεγραμμένα συνολικά 2.000 μέλη. «Θέλαμε να μη χάσουμε επαφή. Να παραμείνουμε κοντά ο ένας με τον άλλο. Να βλεπόμαστε. Να υπάρχει ένα κοινό σημείο συνάντησης, ένα κοινό σημείο αναφοράς για να διηγούμαστε τις ιστορίες μας, τις εμπειρίες μας. Το πετύχαμε».

Μόνο που ο σκοπός πλέον «παρέκκλινε» της αρχικής του πορείας. «Τώρα συγκεντρωνόμαστε για να διεκδικήσουμε τα “κεκτημένα”, τα αυτονόητα… Το δικαίωμά μας να αναγνωριστούμε ως αγωνιστές-πολεμιστές στο πραξικόπημα στην Κύπρο. Να αποτελούμε μέλη του λεγόμενου “Γενναίου Τάγματος”. Μας το είχαν υποσχεθεί. Προσφέραμε στην πατρίδα και κανείς δεν το αναγνωρίζει. Κανείς δεν προτίθεται να το παραδεχτεί. Δεν είναι ειρωνικό;». Ο κ. Γιώργος Σταφυλάς δεν χάνει το χιούμορ του και βγάζει από το συρτάρι του γραφείου του ημερολόγια του Συλλόγου που εξέδωσε μόνος του με τίτλο «Δεν ξεχνώ!». Τα κάνει όλα με χρήματα από την τσέπη του, αφού, όπως υποστηρίζει, «δεν έχει υποχρεώσεις, παιδιά, οικογένεια. Πάλι καλά». Αλλωστε, ο Σύλλογος δεν έχει δικό του ταμείο. «Θα μπορούσε. Αλλά έχουμε πιο σημαντικά πράγματα να κάνουμε».

Τώρα περιμένει με ανυπομονησία να βρεθεί στην Κύπρο για την επετειακή εορτή. «Θα ξεκινήσουμε όλοι από εδώ, τους περιμένω».

«Θα μπορούσα να ήμουν περήφανος αλλά δεν με άφησαν»
Πείνα, δίψα, σκοτωμοί. «Ο πόλεμος προκαλεί έντονα συναισθήματα. Παρ’ όλα αυτά δεν καταλάβαινα πολλά. Δεν φοβόμουν. Πολέμησα τίμια». Και τώρα τι απέμεινε; «Τίποτα. Μόνο άσχημες αναμνήσεις. Θα μπορούσα να θυμάμαι εκείνη την περίοδο και να ήμουν περήφανος για όλα όσα έζησα, όσα προσέφερα. Αλλά δεν με άφησαν».

Η ελληνική Πολιτεία δεν αναγνώρισε ποτέ αυτό που «όφειλε» να αναγνωρίσει. Ή, πιο σωστά, αυτό που ήταν «καθήκον» της να αναγνωρίσει. Την πολεμική ιδιότητα χιλιάδων νέων που βρέθηκαν στην Τύμβο, στο Κιόνελι, στην Πράσινη Γραμμή. Και έδωσαν την ψυχή τους. Δεν ενέταξε ποτέ τους ανθρώπους αυτούς στην κατηγορία των αγωνιστών-υπερασπιστών της πατρίδας. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν προσέφερε ούτε πρώτες βοήθειες στους τραυματίες. Δεν παρείχε φαγητό, νερό ή ακόμη και όπλα. «Oλα μόνοι μας. Τίποτα δεν μας χαρίστηκε. Παλέψαμε πολύ».

Ο κ. Σταφυλάς αισθάνεται προδομένος και καμιά φορά συμπεριφέρεται ακραία. «Μου αφήνει πικρία όλο αυτό. Θα μπορούσαμε να έχουμε μία καλή σύνταξη και να ζούμε πιο ανθρώπινα. Δεν έχουμε όμως τίποτα. Δυστυχώς, αυτό βγαίνει “από μέσα μου” στην καθημερινή ζωή μου. Συμπεριφέρομαι απότομα στους ανθρώπους που συναναστρέφομαι». Το ίδιο και οι υπόλοιποι συμπολεμιστές του.

«Γυναίκες πρώην αξιωματικών Στρατού με παίρνουν τηλέφωνο κλαίγοντας. Με κατηγορούν ότι δεν προσπαθώ αρκετά για να πείσω τις εκάστοτε κυβερνήσεις να πάψουν να μας έχουν στο περιθώριο. Δεν έχουν να φάνε και αισθάνομαι υπεύθυνος για αυτό. Αλλά τι άλλο πια να κάνω;». Καθημερινά οι περισσότεροι από αυτούς παλεύουν να επιβιώσουν. Πενηντάρηδες σήμερα οι «μάρτυρες» του πραξικοπήματος του Σαμψών, ζουν άνεργοι. Πριν από λίγες μέρες πέθανε ένας συμπολεμιστής τους. «Δεν άφησε τίποτα στην οικογένειά του. Ζούσε κάτω από αντίξοες συνθήκες».

Αλλοι πάλι αυτοκτόνησαν. Κάποιοι αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα και ακολουθούν θεραπευτική αγωγή. Ο κύριος Γιώργος σήμερα είναι ελεύθερος επαγγελματίας. «Είμαι υδραυλικός. Ετσι οργανώνω το χρόνο μου, όπως εγώ επιθυμώ. Θέλω να ασχολούμαι με το Σύλλογο. Μου δίνει δύναμη και κουράγιο να συνεχίσω να προσπαθώ. Να επιμένω».
ελευθερος τυπος