Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Περιοδεύοντας σήμερα στη δυτική Μακεδονία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι βέβαιο ότι θα προσπαθήσει με νέου τύπου κορόνες να παραπλανήσει τους κατοίκους (και ψηφοφόρους της Ν.Δ.) για τις Πρέσπες. Η καινούργια «καραμέλα» είναι ότι δεν θα προχωρήσει στην κύρωση των τριών μνημονίων της Συμφωνίας. Δυστυχώς για αυτόν, όμως, υπάρχουν ακόμη στη μνήμη όσα έλεγε ακριβώς στα ίδια μέρη προτού γίνει πρωθυπουργός.
«Εκατόν πενήντα τρεις πρόθυμοι βουλευτές επικύρωσαν την τελευταία πράξη μιας μεγάλης εθνικής υποχώρησης. Δεν πρόκειται να απεμπολήσω το δικαίωμα της Ελλάδος να βάλει βέτο στην ενταξιακή διαδικασία των Σκοπίων εφόσον κρίνω ότι δεν εξυπηρετούνται τα εθνικά συμφέροντα» διακήρυσσε καταχειροκροτούμενος στη Σιάτιστα, στις 10 Φεβρουαρίου 2019.
Τα ίδια επανέλαβε αυθημερόν και από την Κοζάνη, όπου, κλείνοντας την αναφορά του στα εθνικά θέματα, φρόντισε να αναφερθεί στον παππού του Κυριάκο «που πολέμησε στη Σιάτιστα το 1912 για να παραμείνει η Μακεδονία σε ελληνικά χέρια». Σήμερα θα τολμήσει άραγε να «υπενθυμίσει» κάτι τέτοιο, έχοντας συμπράξει στο μεταξύ στην παράδοση της Μακεδονίας σε ξένα χέρια;
«Λίγα χιλιόμετρα από εδώ βρίσκεται μια άλλη λίμνη, των Πρεσπών, η οποία είναι πια γνωστή σήμερα στην ελληνική κοινωνία όχι για την απαράμιλλη φυσική της ομορφιά αλλά για την επαίσχυντη Συμφωνία των Πρεσπών» έλεγε και από την Καστοριά.
«Να μην πάει καμιά ψήφος χαμένη, να μη σπαταληθούν ψήφοι σε μικρά κόμματα τα οποία δεν θα έχουν λόγο και ρόλο την επόμενη μέρα. Μην ξεχνάτε ποτέ ότι εμείς είμαστε η πραγματική πατριωτική παράταξη αυτού του τόπου. Και για το ζήτημα της Μακεδονίας και για το ζήτημα των Πρεσπών μόνο εμείς δώσαμε πραγματικό αγώνα με επιχειρήματα και θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για να απαλύνουμε τις αρνητικές συνέπειες αυτής της κακής Συμφωνίας» βροντοφώναζε από την πλατεία Τημενιδών στην Έδεσσα, στις 24 Μαΐου 2019, λίγα εικοσιτετράωρα πριν από τις πρώτες εθνικές κάλπες εκείνης της χρονιάς.
Διόλου τυχαία είχε κλείσει εκείνη την προεκλογική του εκστρατεία από την ιδιαίτερα ευαίσθητη Φλώρινα. «Είναι μια κακή Συμφωνία, η οποία προσέβαλε τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων και δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα» τόνιζε, ξιφουλκώντας κατά της τότε κυβέρνησης. Κι ακόμη φρόντιζε να επισημάνει ότι «από την πρώτη στιγμή βγήκαμε απέναντι και συγκρουστήκαμε και στην Ευρώπη. Ήμασταν απολύτως ξεκάθαροι ότι η Συμφωνία αυτή δεν εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα. Είμαστε απέναντι σε αυτή τη συμφωνία και θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να απαλύνουμε τις αρνητικές της συνέπειες».
Σήμερα τι θα πει, άραγε, στους ίδιους ανθρώπους, ζητώντας (παραπλανητικά πάλι) να τον εμπιστευτούν; Διότι ούτε καν για το «ό,τι περνάει από το χέρι μας για να απαλύνουμε τις αρνητικές της συνέπειες» έχει να παρουσιάσει κάποιον θετικό απολογισμό. Αντιθέτως, τώρα εκλιπαρεί για την «πιστή εφαρμογή» μιας συμφωνίας η οποία «πλήγωσε όλους τους Έλληνες», κατά τα τότε λεγόμενά του.