Οι δύο όψεις της εσωκομματικής σύγκρουσης στη Ν.Δ.
Το πρόσφατο δημοσίευμα φωτίζει με σαφήνεια μια βαθύτερη εσωκομματική διεργασία στη Νέα Δημοκρατία, η οποία δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες υποψηφιότητες, αλλά αποτυπώνει μια ευρύτερη στρατηγική αναδιάταξης και ελέγχου. Στο επίκεντρο βρίσκονται δύο πρόσωπα: ο Μανώλης Λογοθέτης και ο νυν βουλευτής Χριστόδουλος Στεφανάδης.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Μανώλης Λογοθέτης ορίστηκε υποψήφιος βουλευτής με απευθείας απόφαση του πρωθυπουργού. Η επιλογή αυτή παρουσιάζεται όχι ως αποτέλεσμα εσωκομματικής διαδικασίας ή κοινωνικής δυναμικής, αλλά ως κεντρική πολιτική απόφαση. Το στοιχείο αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς έρχεται σε μια χρονική συγκυρία όπου η κυβερνητική παράταξη επιχειρεί να ελέγξει πλήρως το εσωτερικό της, ενόψει πολιτικών και εκλογικών εξελίξεων.
Αντίθετα, στο κάτω μέρος της ίδιας εικόνας –και στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης– βρίσκεται ο Χριστόδουλος Στεφανάδης, εν ενεργεία βουλευτής. Η παρουσία του στο δημοσίευμα δεν είναι τυχαία. Αντιπροσωπεύει την κατηγορία των «σαμαρικών» βουλευτών, οι οποίοι, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, βρίσκονται στο στόχαστρο μιας ευρύτερης επιχείρησης εσωκομματικού «κλαδέματος».
Το δημοσίευμα περιγράφει μια στρατηγική σταδιακής αποδυνάμωσης και περιθωριοποίησης όσων δεν θεωρούνται απολύτως ελεγχόμενοι ή πολιτικά ευθυγραμμισμένοι με το πρωθυπουργικό επιτελείο. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάδειξη νέων υποψηφίων –όπως ο Μανώλης Λογοθέτης– λειτουργεί συμπληρωματικά προς την απομάκρυνση ή υποβάθμιση υφιστάμενων βουλευτών, όπως ο Χριστόδουλος Στεφανάδης.
Το κεντρικό μήνυμα του δημοσιεύματος είναι σαφές: δεν πρόκειται απλώς για ανανέωση προσώπων, αλλά για ανακατανομή ισχύος. Η επιλογή «εκ των άνω» υποψηφίων και η ταυτόχρονη πίεση προς εν ενεργεία βουλευτές συνθέτουν ένα μοντέλο πολιτικής λειτουργίας όπου η πειθαρχία υπερισχύει της εκπροσώπησης.
Η σύγκριση των δύο προσώπων δεν γίνεται σε προσωπικό επίπεδο, αλλά σε πολιτικό. Ο ένας ενσαρκώνει την πρωθυπουργική επιλογή, ο άλλος τη φθίνουσα ανοχή στη διαφοροποίηση. Και αυτή ακριβώς η αντίθεση αποκαλύπτει τον πυρήνα του προβλήματος που αναδεικνύει το δημοσίευμα: τη μετατόπιση της κοινοβουλευτικής λειτουργίας από τη συλλογικότητα προς τον απόλυτο έλεγχο.
Όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ, η πρακτική αυτή ενδέχεται να έχει βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα εσωτερικής πειθαρχίας, όμως μακροπρόθεσμα δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για τη λειτουργία της δημοκρατικής εκπροσώπησης. Όταν οι βουλευτές αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμοι και οι υποψηφιότητες ως διορισμοί, τότε η πολιτική σύγκρουση μεταφέρεται από την κοινωνία στο εσωτερικό του κόμματος.
Το δημοσίευμα, μέσα από τα δύο πρόσωπα που προβάλλει, δεν καταγράφει απλώς μια εσωκομματική ένταση. Καταγράφει ένα μοντέλο εξουσίας. Και αυτό είναι που το καθιστά πολιτικά αποκαλυπτικό.
