Η πολιτεία ΜΠΟΡΕΙ, πολύ απλά και άμεσα, με μια τροπολογία, να προσθέσει τη Σάμο ως ειδική περίπτωση υπό καθεστώς προστασίας ή ως επιλέξιμη περιοχή στο πλαίσιο διεθνών συνθηκών όπως η Συνθήκη Ραμσάρ – ή έστω να χρησιμοποιήσει αντίστοιχους νομικούς μηχανισμούς, ώστε να επιδοτηθούν και να προστατευθούν οι αμπελοκαλλιεργητές.
Γιατί δεν το κάνουν;
Γιατί δεν υπάρχει πολιτική βούληση.
Το κράτος (και ειδικά αυτή η κυβέρνηση) δεν δίνει προτεραιότητα στην πραγματική, παραδοσιακή γεωργία, ούτε στην προστασία τοπικών οικοσυστημάτων που δεν "πουλάνε" πολιτικά ή τουριστικά.
Γιατί δεν υπάρχει πίεση από τους «εκπροσώπους» του νησιού.
Αν ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού και οι κυβερνητικοί βουλευτές είχαν σηκώσει πολιτικά το θέμα, αν είχαν απειλήσει με παραιτήσεις, μπλοκαρίσματα ή μαζικές κινητοποιήσεις, η τροπολογία θα είχε ήδη περάσει.
Αντί γι’ αυτό, βλέπουμε μια διαρκή διαχείριση της αδράνειας.
Γιατί η Σάμος είναι «εύκολος στόχος».
Είναι ακριτικό νησί, με φθίνουσα παραγωγή και γηρασμένο αγροτικό πληθυσμό. Η κυβέρνηση ποντάρει ότι δεν θα υπάρξουν αντιδράσεις. Ότι οι άνθρωποι θα "βγάλουν άλλη μια χρονιά" και θα σωπάσουν.
Γιατί οι επιδοτήσεις απαιτούν... φάκελο, όχι φανφάρες.
Αν υπήρχε μια σοβαρή, τεκμηριωμένη πρόταση ένταξης της Σάμου ως ειδικής ζώνης προστασίας (είτε μέσω Ραμσάρ, είτε με τροπολογία εντός εθνικού δικαίου), και αν αυτή συνοδευόταν από πολιτική πίεση, τότε το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης θα ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει θεσμικά.
Συμπέρασμα:
Φυσικά και μπορεί να περάσει τροπολογία.
Το ερώτημα είναι: ποιος θα τη γράψει, ποιος θα την καταθέσει και ποιος θα τη στηρίξει;
Αν οι τοπικοί εκπρόσωποι και οι κομματικά "διορισμένοι" πρόεδροι συνεταιρισμών ασχολούνται μόνο με επικοινωνιακά παιχνίδια, τότε δεν θα υπάρξει ποτέ καμία προστασία, καμία επιδότηση, καμία πραγματική λύση.
Και όσο το αμπέλι της Σάμου πεθαίνει, κάποιοι παριστάνουν ότι νοιάζονται – αλλά μόνο όταν αρχίζει ο τρύγος και όχι όταν γράφονται οι τροπολογίες.
.jpg)