13 Σεπτεμβρίου 2024

Αφορά και τις περιοχές Καλάμι, Νεάπολη και Κούτρα στον δήμο Ανατολικής Σάμου

 ΣτΕ: φρένο σε οριοθετήσεις, μεταβιβάσεις και οικοδομικές άδειες σε οικισμούς


Το Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας επιστρέφει με μπαράζ απορριπτικών λόγων και διορθωτικών παρατηρήσεων στο υπουργείο Περιβάλλοντος, το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος για τον καθορισμό κριτηρίων οριοθέτησης των οικισμών της χώρας.


 Το ανώτατο δικαστήριο είναι καταπέλτης για αραιοδομημένους  οικισμούς, διαβλέποντας ένταξη αραιοδομημένων ή αδόμητων εκτός σχεδίου εκτάσεων και απορριπτικό για ένταξη σε καθεστώς οικισμών, περιοχών δεύτερης κατοικίας, σεπαραλιακές περιοχές Αττικής, Εύβοιας, Κορινθίας, Θεσσαλονίκης, Πιερίας και Χαλκιδικής. 



-«Πρέπει να αναδιατυπωθεί, έτσι ώστε να καταστεί σαφές ότι οι διατάξεις του σχεδίου ΠΔ, ιδίως του κεφαλαίου Β, απευθύνονται στον μελετητή, καθώς και στα αρμόδια όργανα της Διοίκησης και αποτελούν το πλαίσιο για την οριοθέτηση και την πρόταση του πολεοδομικού κανονισμού του οικισμού, ενώ δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν ευθέως έρεισμα για την έκδοση οικοδομικών αδειών ή άλλων ατομικών διοικητικών πράξεων», τονίζεται στις γενικές παρατηρήσεις του νομοτεχνικού ελέγχου που άσκησε το ΣτΕ, στο σχέδιο ΠΔ του ΥΠΕΝ για τους οικισμούς.

Γιατί το ΥΠΕΝ έφτιαξε νέο ΠΔ για οικισμούς

Πρόκειται για το σχέδιο ΠΔ του ΥΠΕΝ με τίτλο: «Καθορισμός κριτηρίων, τρόπου και διαδικασιών οριοθέτησης των οικισμών της Χώρας με πληθυσμό κάτω των δύο χιλιάδων (2.000) κατοίκων, περιλαμβανομένων και των προϋφιστάμενων του 1923, καθώς και ο καθορισμός χρήσεων γης και γενικών όρων και περιορισμών δόμησης».

Το ΥΠΕΝ προχώρησε στην κατάρτιση του επίμαχου σχεδίου ΠΔ, επιδιώκοντας «την θέσπιση ενιαίου πλαισίου οριοθέτησης, πολεοδομικού κανονισμού και χρήσεων για όλους τους οικισμούς που έχουν δημιουργηθεί μέχρι το 1983, και με ειδική μέριμνα για την προστασία των προϋφισταμένων του 1923 τμημάτων, όπου αυτά εντοπίζονται», ενόψει του νέου πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού, που βρίσκεται σε εξέλιξη σε όλη τη χώρα με μελέτες των νέων ΤΠΣ, ΕΠΣ και οριοθέτησης οικισμών.

Ειδικότερα δε, όπως  σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το σχέδιο ΠΔ του ΥΠΕΝ,, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, μεταξύ άλλων, αποσκοπούν κυρίως:

α) στην υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και στην ενσωμάτωση σε κανόνες δικαίου των πάγιων νομολογιακών κατευθύνσεων, που αφορούν ζητήματα οριοθέτησης οικισμών, καθώς και

 β) στην εξυπηρέτηση της ανάγκης ενοποίησης των δύο διαταγμάτων περί οριοθέτησης οικισμών [από 2.3.1981 π.δ. (Δ΄138) και από 24.4.1985 π.δ. (Δ΄181)], προκειμένου να αρθούν οι τυχόν παρανοήσεις του παρελθόντος, να απλοποιηθεί η διαδικασία οριοθέτησης, να απαλειφθούν παρωχημένες διατάξεις που στην πράξη προκάλεσαν πολλές στρεβλώσεις (π.χ «κυκλικοί οικισμοί», οριοθέτηση με απόσταση από το κέντρο) κλπ.

Επιπροσθέτως το σχέδιο ΠΔ του ΥΠΕΝ συνοδεύτηκε από την 132/συν.28η/30.11.2023 γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων (ΚΕΣΥΠΟΘΑ), με την οποία υιοθετήθηκε η από 27.11.2023 κοινή εισήγηση της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Αρχιτεκτονικής, Οικοδομικών Κανονισμών και Αδειοδοτήσεων (ΔΑΟΚΑ) και του Αναπληρωτή Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πολεοδομικού Σχεδιασμού (ΔΠΣ).

Απορριπτικοί λόγοι και οι διορθωτικές παρατηρήσεις

Το ανώτατο δικαστήριο έκανε φύλλο και φτερό το σχέδιο ΠΔ του ΥΠΕΝ στο σύνολο του, όπως προκύπτει από το επίσημο Πρακτικό Επεξεργασίας 74/2024 του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ (Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου, Εισηγητής: Ζ. Θεοδωρικάκου), ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι απορριπτικοί λόγοι και οι διορθωτικές παρατηρήσεις, που διατυπώνει το ΣτΕ στο άρθρο 3 για τις κατηγορίες οικισμών. Συγκεκριμένα:

«Αραιοδομημένοι οικισμοί»

Το ΣτΕ διαπιστώνει ότι «είναι καινοφανής στην πολεοδομική νομοθεσία», ο ορισμός του σχεδίου ΠΔ των «αραιοδομημένων οικισμών», δηλαδή «όσοι προϋφίστανται του 1923 και δεν καλύπτουν τις προϋποθέσεις διάσπαρτου ή συνεκτικού οικισμού αλλά συγκροτούν σύνολο οικοδομών, οι οποίες δεν απέχουν μεταξύ τους απόσταση μεγαλύτερη των διακοσίων (200) μέτρων», υπογραμμίζοντας ότι:

-«Η εφαρμογή του εν λόγω ορισμού θα έχει ως αποτέλεσμα, εν τοις πράγμασι, την ένταξη αραιοδομημένων ή αδόμητων εκτάσεων, ευρισκόμενων εκτός σχεδίου, εντός των ορίων οικισμού, χωρίς όμως να συντρέχουν οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια του νόμου και της νομολογίας για την ύπαρξη οικισμού».  Επισημαίνει ότι ο ορισμός των «αραιοδομημένων οικισμών» έχει χρησιμοποιηθεί μόνον για τις ανάγκες της απογραφής πληθυσμού και υποδεικνύει να αντιμετωπιστεί πολεοδομικά το θέμα αυτών των οικισμών μέσω των Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων, με σχετική μελέτη και τεκμηρίωση.

Συγκεκριμένα στο πρακτικό επεξεργασίας του ΣτΕ σχετικά  με τους «αραιοδομημένους οικισμούς»σημειώνεται ότι: «ο ορισμός των «αραιοδομημένων οικισμών», δηλαδή «όσοι προϋφίστανται του 1923 και δεν καλύπτουν τις προϋποθέσεις διάσπαρτου ή συνεκτικού οικισμού αλλά συγκροτούν σύνολο οικοδομών, οι οποίες δεν απέχουν μεταξύ τους απόσταση μεγαλύτερη των διακοσίων (200) μ.» (παρ. 1 περ. ιγ) είναι καινοφανής στην πολεοδομική νομοθεσία και αντιστοιχεί στον ορισμό του άρθρου 3 του π.δ. 168/2008 (Α’ 223), περί της έννοιας του οικισμού για τις ανάγκες της απογραφής. Η εν λόγω διάταξη δεν προτείνεται νομίμως για τους εξής λόγους: i) Κατ’ αρχάς ο ορισμός αυτός δεν συνάδει με την πολεοδομική έννοια του οικισμού, όπως προκύπτει από την έννοια των οικιστικών περιοχών κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 περ. α υποπερ. αα του ν. 4447/2016 (Α’ 241) και σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία δεν αρκείται στην ύπαρξη οικισμού προ του 1923 κατά την απογραφή αλλά απαιτεί την ύπαρξη του οικισμού ως συγκεκριμένου λειτουργικού οικιστικού συνόλου, με οικοδομές, κοινοχρήστους χώρους και χώρους κοινωφελών εγκαταστάσεων, δηλαδή προϋποθέτει τη λειτουργική έννοια αυτού (βλ. ΣτΕ 1600/2023, 1974/2019, 922/2017, 1481/2015, 2128/2014, 2052/2003, ΠΕ 168/2016, 187/2011, 32/2009, 74/2008). ii) Εξάλλου, ο εν λόγω οικισμός δεν περιλαμβάνει συνεκτικό ή διάσπαρτο τμήμα, κατά τους ορισμούς του άρ. 2 του σχεδίου και ως εκ τούτου, η εφαρμογή του εν λόγω ορισμού θα έχει ως αποτέλεσμα, εν τοις πράγμασι, την ένταξη αραιοδομημένων ή αδόμητων εκτάσεων, ευρισκόμενων εκτός σχεδίου, εντός των ορίων οικισμού, χωρίς όμως να συντρέχουν οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια του νόμου και της νομολογίας για την ύπαρξη οικισμού. iii) Η θέσπιση νέας κατηγορίας οικισμού προϋποθέτει ειδική μελέτη, η οποία να τεκμηριώνει την ανάγκη πρότασης του εν λόγω νέου ορισμού. Εν προκειμένω, δε, από τα στοιχεία που συνοδεύουν το σχέδιο (γνωμοδότηση του ΚΕΣΥΠΟΘΑ και σχετική εισήγηση) δεν προκύπτει η ανάγκη που εξυπηρετείται από την προτεινόμενη ρύθμιση. iv) Εάν, τέλος, σκοπός του κανονιστικού νομοθέτη είναι η οργάνωση και περαιτέρω ανάπτυξη όλως απομακρυσμένων οικιών που έχουν καταγραφεί ως οικισμοί προϋφιστάμενοι του 1923 στην απογραφή, η προτεινόμενη ρύθμιση δεν συνιστά το κατάλληλο μέσο για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού, που είναι δυνατόν να υλοποιηθεί μόνον μέσω της θέσπισης κατάλληλων ρυθμίσεων στα ΤΠΣ και εν γένει με την πολεοδομική οργάνωση των εν λόγω εκτάσεων με τα κατάλληλα εργαλεία στο πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού, έστω και κατά ζώνες».

Παραθεριστικές παραλιακές περιοχές

Το ΣτΕ κρίνει ότι «δεν προτείνεται νομίμως» ρύθμιση στο σχέδιο ΠΔ του ΥΠΕΝ, που αφορά σε παραθεριστικές παραλιακές περιοχές που καθορίζονται μέσα σε ΖΟΕ στους ν. Αττικής, Εύβοιας, Κορινθίας, Θεσσαλονίκης, Πιερίας και Χαλκιδικής.

Και υποδεικνύει στο ΥΠΕΝ «να προτείνει νέα ρητή διάταξη περί υπαγωγής των ως άνω οικισμών στις διατάξεις του παρόντος, η οποία θα πρέπει να υποβληθεί προς επεξεργασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας, συνοδευόμενη από την προσήκουσα τεκμηρίωση, προκειμένου να κριθεί η νομιμότητα της ρύθμισης».

Συγκεκριμένα στο πρακτικό επεξεργασίας του ΣτΕ σχετικά  με τις συγκεκριμένες παραθεριστικές παραλιακές περιοχές σημειώνεται ότι: «σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και ειδικότερα κατά το άρθρο 82 παρ. 1 περ. β του ΚΒΠΝ δεν υπάγονται στις διατάξεις περί οριοθέτησης οικισμών με πληθυσμό κάτω των 2000 κατοίκων οικισμοί σε παραθεριστικές παραλιακές περιοχές που καθορίζονται μέσα σε ΖΟΕ στους ν. Αττικής, Εύβοιας, Κορινθίας, Θεσσαλονίκης, Πιερίας και Χαλκιδικής. Επιπλέον, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου οι οικισμοί αυτοί κατά την πολεοδόμησή τους ακολουθούν τις διατάξεις του κεφαλαίου Δ` Μέρους II, δηλαδή τις διατάξεις των άρθρων 116 επ. του ΚΒΠΝ περί πολεοδόμησης περιοχών δεύτερης κατοικίας. Συνεπώς, οι εν λόγω οικισμοί, κατά το ισχύον δίκαιο, δηλαδή υπό την ισχύ του ΚΒΠΝ, έχουν εξαιρεθεί από τις γενικές ρυθμίσεις για τους παραλιακούς οικισμούς και έχουν υπαχθεί σε ειδικό πολεοδομικό καθεστώς, όπως κρίθηκε επιβεβλημένο από τον τυπικό και κανονιστικό νομοθέτη για πολεοδομικούς λόγους που συνδέονται με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία των οικισμών αυτών και την ανάγκη για την κατά προτεραιότητα πολεοδόμησή τους βάσει ειδικών διατάξεων. Ήδη στην προτεινόμενη ρύθμιση δεν περιλαμβάνεται η εξαίρεση των εν λόγω παραλιακών οικισμών, χωρίς όμως να προκύπτουν οι λόγοι που να δικαιολογούν τη νέα ρύθμιση από τα στοιχεία που συνοδεύουν το σχέδιο. Με αυτά τα δεδομένα, η προτεινόμενη διάταξη περί παραλιακών οικισμών δεν προτείνεται νομίμως και πρέπει να συμπληρωθεί βάσει της ισχύουσας ρύθμισης περί εξαίρεσης των ανωτέρω οικισμών. Εξάλλου, εάν η Διοίκηση επιθυμεί να μην επαναλάβει την εν λόγω εξαίρεση υπό το νέο καθεστώς οριοθέτησης των οικισμών που τίθεται με το παρόν σχέδιο, ενδείκνυται να προτείνει νέα ρητή διάταξη περί υπαγωγής των ως άνω οικισμών στις διατάξεις του παρόντος, η οποία θα πρέπει να υποβληθεί προς επεξεργασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας, συνοδευόμενη από την προσήκουσα τεκμηρίωση, προκειμένου να κριθεί η νομιμότητα της ρύθμισης».

Ακόμη το ΣτΕ κρίνει ότι:

-«Νομίμως προτείνονται ως νέες κατηγορίες οικισμών οι ορεινοί, ημιορεινοί και πεδινοί οικισμοί, ανάλογα με το υψόμετρο στο οποίο βρίσκονται». Σημειώνεται σχετικά δε ότι  «αυτή η διαφοροποίηση απαιτείται λόγω της κλιματικής απορρύθμισης προκειμένου να υπάρχει κατ’ ελάχιστον διαφοροποίηση των όρων δόμησης» στους οικισμούς με βάση το υψόμετρο τους.

-«Είναι αόριστος ο ορισμός των παραδοσιακών οικισμών όπως διατυπώνεται στην προτεινόμενη ρύθμιση,  (οικισμοί που έχουν τεθεί σε ειδικό καθεστώς προστασίας)». Σημειώνεται ότι  «πρόκειται για οικισμούς που έχουν χαρακτηρισθεί ως παραδοσιακοί με σκοπό τη διατήρηση και ανάδειξη της ιδιαίτερης ιστορικής, πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής, λαογραφικής, κοινωνικής και αισθητικής φυσιογνωμίας τους (βλ. ιδίως άρθρο 6 ν. 4067/2012 και αντίστοιχες διατάξεις ΓΟΚ 1985 και 1973)» Και υποδεικνύεται στο ΥΠΕΝ «εάν δε κριθεί από τη Διοίκηση σκόπιμο, πρέπει να διευκρινισθεί ο εν λόγω ορισμός είτε με αναφορά στα σχετικά νομοθετικά καθεστώτα είτε με άλλη κατάλληλη διατύπωση που να περιλαμβάνει τα ως άνω στοιχεία».

Ακόμη το ΣτΕ ζητά αναδιατύπωση άρθρων του σχεδίου ΠΔ και προχωρά σε σειρά άλλων νομοτεχνικών παρατηρήσεων για προσαρμογή στα προβλεπόμενα στον Κανονισμό Βασικής Πολεοδμικής Νομοθεσίας και σε δικαστικές αποφάσεις.

Τι περιλαμβάνει το σχέδιο ΠΔ του ΥΠΕΝ για τους οικισμούς

Το σχέδιο ΠΔ του ΥΠΕΝ που έτυχε νομοτεχνικής επεξεργασίας από το ΣτΕ περιλαμβάνει τα εξής κεφάλαια:

 α) Κεφάλαιο Α με τίτλο “Καθορισμός ορίου οικισμού”, με 8 άρθρα που αφορούν:

– το αντικείμενο του σχεδίου (άρθρο 1),

-τους ορισμούς (άρθρο 2),

-τις κατηγορίες οικισμών (άρθρο 3),

-τα στοιχεία εκτίμησης για τον προσδιορισμό ορίου και ζωνών οικισμού (άρθρο 4),

-τον τρόπο και τα κριτήρια καθορισμού Ζωνών και ορίου οικισμού (άρθρο 5),

-τα κριτήρια αποκλεισμού από την οριοθέτηση (άρθρο 6),

-τη διαδικασία οριοθέτησης (άρθρο 7). Kαι

-το περιεχόμενο του φακέλου μελέτης οριοθέτησης (άρθρο 8).

β) Κεφάλαιο Β με τίτλο “Όροι και περιορισμοί δόμησης-επιτρεπόμενες χρήσεις”, με 7 άρθρα που αφορούν:

-την αρτιότητα (άρθρο 9),

-το μέγιστο ποσοστό κάλυψης και συντελεστή δόμησης (άρθρο 10),

-το μέγιστο ύψος κτιρίων-μέγιστο αριθμό ορόφων (άρθρο 11),

-τη γραμμή δόμησης-θέση κτιρίου στο οικόπεδο (άρθρο 12),

-τη γραμμή δόμησης παραλιακών οικισμών (άρθρο 13),

-τις χρήσεις γης (άρθρο 14). Και

-τους ειδικούς όρους και περιορισμούς δόμησης (άρθρο 15).

 γ) Κεφάλαιο Γ, με 5 άρθρα, συγκεκριμένα:

-γενικές διατάξεις (άρθρο 16),

-μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 17), το άρθρο 18 με

-τελικές διατάξεις (άρθρο 18),

-Παράρτημα-Δελτίο αναγνώρισης οικισμού (άρθρο 19) και

-το άρθρο 20 που ορίζει τον χρόνο έναρξης ισχύος του σχεδίου.
Του Αργύρη Δεμερτζή/
ΠΗΓΗ https://ecopress.gr/