25 Ιουνίου 2024

Οι δικηγόροι αντιδρούν (και) στις αλλαγές στη Δικονομία του ΣτΕ: “Ο χρόνος απονομής στη διοικητική δίκη είναι 1.239 μέρες – Το πρόβλημα δε λύνεται με λιγότερες σελίδες δικογράφων”

 

Η Ολομέλεια των Δικηγόρων μιλάει για “έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ Υπουργείου Δικαιοσύνης και Συμβουλίου της Επικρατείας” με αφορμή “τη σύνταξη” από το δικαστήριο του νομοσχεδίου, “χωρίς την συμμετοχή των δικηγόρων” και για “περιστολή των δικαιωμάτων των διαδίκων
Σφοδρά πυρά κατά του Υπουργείου Δικαιοσύνη, εξαπολύει (και) για το νομοσχέδιο σχετικά με τις δικονομικές αλλαγές στη λειτουργία του Συμβουλίου Επικρατείας, η Ολομέλεια των δικηγόρων.


 Το νομοσχέδιο που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση έως τις 18 Ιουνίου και προωθείτε προς ψήφιση, θεσπίζει όπως παρουσίασε το dikastiko.gr μεταξύ άλλων σφιχτές προθεσμίες για την συμπλήρωση των φακέλων , επ΄απειλή να χαθεί η δίκη ακόμα και για το Δημόσιο που συνήθως καθυστερεί, καθώς και μεταφορά ύλης απο το Ανώτατο Δικαστήριο στα τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια.
Προβλέπεται επίσης η επέκταση της διαδικασίας σε συμβούλιο, η ενίσχυση του ρόλου των Εισηγητών του Δικαστηρίου, ο εξορθολογισμός της κατανομής της δικαστηριακής ύλης μεταξύ των δικαστών, ο περιορισμός των αναβολών, καθώς και η συζήτηση στο ακροατήριο των πλέον σημαντικών υποθέσεων, εφόσον είναι ώριμες και εκκαθαρισμένες, ενώ παράλληλα προβλέπονται διατάξεις για τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και για τον εξορθολογισμό της πιλοτικής δίκης.

Να σημειωθεί ότι προτεινόμενες διατάξεις έχουν ήδη συζητηθεί και υιοθετηθεί και από τη Διοικητική Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Ένας εισηγητής ή πάρεδρος
– Στην επεξεργασία των υποθέσεων θα μετέχουν, δηλαδή θα εισηγούνται, και οι νεότεροι δικαστικοί, που έως τώρα έχουν τον βαθμό του εισηγητή και προς το παρόν διαδραμάτιζαν μόνον επικουρικό ρόλο. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα ότι περίπου 50 νέοι δικαστικοί, που αποτελούν το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού των ανώτατων δικαστών του ΣτΕ, θα αναλαμβάνουν υποθέσεις, αυξάνοντας κατά πολύ τον αριθμό των δικαζόμενων υποθέσεων.

-Μια υπόθεση, όταν θα εισέρχεται στο δικαστήριο, αμέσως θα χρεώνεται σε ένα δικαστή και αυτός θα την παρακολουθεί και θα έχει την ευθύνη της μέχρι το τέλος.

Αντίδραση

Με μια σκληρή ανακοίνωση η Ολομέλεια ορθώνει τείχος αντίδρασης μιλώντας για περιστολή “ως προς τις προθεσμίες άσκησης διαδικαστικών δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα οι διάδικοι επιβαρύνονται με το κόστος των επιδόσεων. Οι σχετικές ρυθμίσεις περιστέλλουν τα δικονομικά δικαιώματα των διαδίκων , οδηγούν σε στέρηση του δικαιώματος ακρόασης και φαλκιδεύουν ουσιαστικά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών. Η επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης αποτελεί αναγκαιότητα και ιδίως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο κατέχει τη χειρότερη επίδοση στις καθυστερήσεις στη διοικητική δίκη”.


Παραθέτουν δε τα εξής στοιχεία:

-Σύμφωνα με πρόσφατη Έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Euroscoreboard για το έτος 2024 ο χρόνος απονομής στην διοικητική δίκη το έτος 2022 για τον πρώτο βαθμό ήταν 464 ημέρες, για το δεύτερο βαθμό 661 ημέρες και για το ΣτΕ στον πρωτοφανή αριθμό των 1239 ημερών, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν αντίστοιχα 166, 152 και 265 ημέρες “και τούτο, παρά τις ρυθμίσεις και τις δυνατότητες που παρέχει ο ν. 3900/2010 και τα “φίλτρα” που έχουν τεθεί (πχ απαράδεκτο ενδίκου βοηθήματος στην περίπτωση αντίθεσης με νομολογία ΣτΕ)” .


Επισημαίνουν μάλιστα πως “η επίλυση του ζητήματος της επιτάχυνσης συνδέεται πρώτα από όλα με την έγκαιρη έκδοση των αποφάσεων και την πλήρη ψηφιοποίηση των υπηρεσιών. Δεν μπορεί να συνδέεται μονοδιάστατα με την περιστολή των δικονομικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων των διαδίκων και την αύξηση του κόστους πρόσβασης στη Δικαιοσύνη και δεν αντιμετωπίζεται με προβλέψεις τύπου περιορισμού των σελίδων των δικογράφων, επιλογής γραμματοσειράς κοκ. Η ενεργοποίηση των (κατά βαθμό) Εισηγητών ως εισηγητών της υπόθεσης- η οποία είναι θετική ρύθμιση, δεν αρκεί”.


Συνεργασία
Η Ολομέλεια εκτοξεύει φαρμακερά βέλη για “την έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ Υπουργείου Δικαιοσύνης και Συμβουλίου της Επικρατείας”, αφού “τούτο συντάχθηκε αποκλειστικά και μόνο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, έγινε αποδεκτό από το Υπουργείο και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη ενημέρωση ή διαβούλευση με το δικηγορικό σώμα και τους λοιπούς εμπλεκόμενους στη διοικητική δίκη φορείς”.


Ολόκληρη η ανακοίνωση έχει ως εξής:

“Η Ολομέλεια εκφράζει την έντονη αντίθεσή της τόσο ως προς το περιεχόμενο του υπό δημόσια διαβούλευση Σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την τροποποίηση του ΠΔ 18/1982, που αφορά στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και ως προς τη διαδικασία διαβούλευσης.



Ειδικότερα, το άνω Σχέδιο Νόμου υποβαθμίζει την προφορικότητα της διαδικασίας και στερεί σε αρκετές περιπτώσεις το δικαίωμα παράστασης των πληρεξουσίων δικηγόρων.

Ταυτόχρονα, τίθενται στους διαδίκους περιορισμοί ως προς τις προθεσμίες άσκησης διαδικαστικών δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα οι διάδικοι επιβαρύνονται με το κόστος των επιδόσεων.

Οι σχετικές ρυθμίσεις περιστέλλουν τα δικονομικά δικαιώματα των διαδίκων , οδηγούν σε στέρηση του δικαιώματος ακρόασης και φαλκιδεύουν ουσιαστικά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών. Η επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης αποτελεί αναγκαιότητα και ιδίως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο κατέχει τη χειρότερη επίδοση στις καθυστερήσεις στη διοικητική δίκη.

Σύμφωνα με πρόσφατη Έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Euroscoreboard για το έτος 2024 ο χρόνος απονομής στην διοικητική δίκη το έτος 2022 για τον πρώτο βαθμό ήταν 464 ημέρες, για το δεύτερο βαθμό 661 ημέρες και για το ΣτΕ στον πρωτοφανή αριθμό των 1239 ημερών, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν αντίστοιχα 166, 152 και 265 ημέρες και τούτο, παρά τις ρυθμίσεις και τις δυνατότητες που παρέχει ο ν. 3900/2010 και τα “φίλτρα” που έχουν τεθεί (πχ απαράδεκτο ενδίκου βοηθήματος στην περίπτωση αντίθεσης με νομολογία ΣτΕ) .


Η επίλυση του ζητήματος της επιτάχυνσης συνδέεται πρώτα από όλα με την έγκαιρη έκδοση των αποφάσεων και την πλήρη ψηφιοποίηση των υπηρεσιών. Δεν μπορεί να

συνδέεται μονοδιάστατα με την περιστολή των δικονομικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων των διαδίκων και την αύξηση του κόστους πρόσβασης στη Δικαιοσύνη και δεν αντιμετωπίζεται με προβλέψεις τύπου περιορισμού των σελίδων των δικογράφων, επιλογής γραμματοσειράς κοκ. Η ενεργοποίηση των (κατά βαθμό) Εισηγητών ως εισηγητών της υπόθεσης- η οποία που είναι θετική ρύθμιση, δεν αρκεί.

Ως προς τη διαδικασία διαβούλευσης του Σχεδίου Νόμου, επισημαίνουμε ότι τούτο συντάχθηκε αποκλειστικά και μόνο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, έγινε αποδεκτό από το Υπουργείο και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη ενημέρωση ή διαβούλευση με το δικηγορικό σώμα και τους λοιπούς εμπλεκόμενους στη διοικητική δίκη φορείς.


Παρακολουθούμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτή την έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ Υπουργείου Δικαιοσύνης και Συμβουλίου της Επικρατείας.

Διαμηνύουμε δε, προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν θα αποδεχθούμε νομοθετικές πρωτοβουλίες σε ζητήματα που μας αφορούν , χωρίς τη συμμετοχή μας”.
ΠΗΓΗ https://www.dikastiko.gr/