19 Οκτωβρίου 2023

Το μακελειό της Χαμάς ανατρέπει τα σχέδια του Joe Biden στη Μέση Ανατολή



 Σημείωση του συντάκτη: Αυτό το άρθρο επικαιροποιήθηκε για να συμπεριλάβει τον τελευταίο αριθμό των Αμερικανών που επιβεβαιώθηκε ότι σκοτώθηκαν και τη στροφή της ΕΕ για το πάγωμα της βοήθειας προς την Παλαιστινιακή Αρχή.

«Η περιοχή της Μέσης Ανατολής είναι σήμερα πιο ήσυχη απ’ ό,τι τις τελευταίες δύο δεκαετίες». Τα λόγια του Jake Sullivan, του συμβούλου εθνικής ασφάλειας της Αμερικής, ακούγονται πλέον σαν ένα κακό αστείο. Μόλις οκτώ ημέρες μετά τις παραπάνω δηλώσεις του στις 29 Σεπτεμβρίου, η σφαγή των Ισραηλινών και άλλων από τη Χαμάς φέρνει τον πρόεδρο Joe Biden αντιμέτωπο με μια σοβαρότατη κρίση στη Μέση Ανατολή, εκτός από τη χρόνια κρίση στην Ουκρανία και τη διαφαινόμενη κρίση στην Ταϊβάν.

Άμεσο μέλημα της ομάδας εθνικής ασφαλείας του είναι να διαπιστωθεί πόσοι Αμερικανοί έχασαν τη ζωή τους (11 μέχρι στιγμής επιβεβαιωμένοι νεκροί) ή έχουν απαχθεί ως όμηροι (άγνωστο). Το δεύτερο είναι ο έλεγχος των πιθανών κλυδωνισμών σε ολόκληρη την περιοχή. Στις 8 Οκτωβρίου το Πεντάγωνο ανακοίνωσε ότι μια ομάδα κρούσης αεροπλανοφόρων με επικεφαλής το USS Gerald Ford θα κατευθυνθεί στα ύδατα ανοικτά του Ισραήλ. Οι μοίρες της πολεμικής αεροπορίας στη Μέση Ανατολή θα ενισχυθούν, ενώ, εντός των ημερών, θα αποσταλούν και όπλα. To Πεντάγωνο δήλωσε ότι οι κινήσεις είχαν στόχο «να ενισχύσουν τη στρατιωτική θέση των ΗΠΑ στην περιοχή για να υποστηρίξουν τις περιφερειακές προσπάθειες αποτροπής».

Για τον Martin Indyk, πρώην Αμερικανό πρεσβευτή στο Ισραήλ, πρόκειται για μια «κίνηση στυλ Kissinger», που αποσκοπεί στην ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας του Ισραήλ,  δίνοντας παράλληλα ουσία την προειδοποίηση του κ. Biden προς το Ιράν και τους πληρεξουσίους του: «Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για οποιοδήποτε εχθρική προς το Ισραήλ χώρα να εκμεταλλευτεί αυτές τις επιθέσεις». Παρ’ όλα αυτά, η δέσμευση αμερικανικών δυνάμεων να πολεμήσουν στο πλευρό του Ισραήλ αποτελεί μακρινή πιθανότητα, εκτός από την περίπτωση μιας περιφερειακής ανάφλεξης.

Καθώς το Ισραήλ κινητοποιείται για να «εκδικηθεί γι’ αυτήν τη αποφράδα ημέρα», σύμφωνα με τα λόγια του πρωθυπουργού του, Binyamin Netanyahu, ο Λευκός Οίκος δεν έκανε καμία αναφορά στην ανάγκη αυτοσυγκράτησης ή τον περιορισμό των παλαιστινιακών θυμάτων. «Το Ισραήλ έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τον λαό του. Τελεία και παύλα», δήλωσε ο κ. Biden. Ο υπουργός Εξωτερικών, Antony Blinken, μίλησε για την επιτακτική ανάγκη προστασίας των αμάχων, αλλά τα tweets του υπουργείου του που καλούσαν σε αυτοσυγκράτηση διαγράφηκαν, καθώς η ρητορική του Ισραήλ σκλήρυνε. Ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας, Yoav Gallant, διέταξε πλήρη πολιορκία της Γάζας, λέγοντας: «Δεν υπάρχει ρεύμα, δεν υπάρχει φαγητό, δεν υπάρχει αέριο, τα πάντα έκλεισαν. Πολεμάμε ανθρώπινα ζώα και ενεργούμε αναλόγως».

Συνέπεια του μακελειού είναι η επαναπροσέγγιση των ηγετών της Αμερικής και του Ισραήλ. Ανησυχώντας για τη στροφή του Ισραήλ προς την εθνικιστική δεξιά, ο κ. Biden είχε ελαχιστοποιήσει τις άμεσες επαφές με τον κ. Netanyahu τους τελευταίους μήνες. Τώρα, μεγάλο μέρος της στρατηγικής του προέδρου για τη Μέση Ανατολή έχει ανατραπεί. Η προσπάθειά του να μεσολαβήσει για μια ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, του σημαντικότερου, αναμφισβήτητα, αραβικού κράτους, έχει ανασταλεί. Η προοπτική της λύσης των «δύο κρατών», που υποστηρίζει για τη διευθέτηση του παλαιστινιακού ζητήματος, έχει απομακρυνθεί όσο ποτέ πριν. Η ελπίδα του για μια λιγότερο εχθρική σχέση με το Ιράν έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες, ενώ οι ελπίδες του να απομακρυνθεί από τη Μέση Ανατολή και να επικεντρωθεί στις κόντρες με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, τη Ρωσία και κυρίως την Κίνα, έχουν εξανεμιστεί.

Κατά την εμφάνισή του σε συνέδριο που διοργάνωσε το περιοδικό Atlantic, ο κ. Sullivan είχε σημειώσει με ικανοποίηση: «Ο χρόνος που αφιερώνω σήμερα για την κρίση και τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, σε σύγκριση με οποιονδήποτε προκάτοχό μου μετά την 11η Σεπτεμβρίου, είναι σημαντικά μειωμένος». Για να είμαστε δίκαιοι, ο κ. Sullivan δεν εφησυχάσει εντελώς, αναγνωρίζοντας ότι «όλα μπορεί να αλλάξουν». Ωστόσο, η ελπίδα του να «αποσυμπιέσει, να αποκλιμακώσει και τελικά να ενοποιήσει την περιοχή της Μέσης Ανατολής» κινδυνεύει πλέον να αντιστραφεί: η επίθεση της Χαμάς προκάλεσε τον θαυμασμό σε ορισμένους Άραβες και μουσουλμάνους, ενώ η αναμενόμενη ανταπόδοση του Ισραήλ θα προκαλέσει αναπόφευκτα οργή και οι Άραβες ηγέτες θα τρομάξουν μπροστά στον κίνδυνο ευρύτερων ταραχών.

Ο Muhammad Deif, ο ηγέτης της στρατιωτικής πτέρυγας της Χαμάς των Ταξιαρχιών Κασάμ, προέτρεψε τους Άραβες και τους μουσουλμάνους: «Σήμερα, όποιος έχει όπλο, ας το αδράξει». Προς το παρόν, όμως, οι μάζες δεν έχουν κινηθεί σχεδόν καθόλου. Πέρα από συμβολικά πυρά όλμων και ρουκετών στα αγροκτήματα Σεμπάα, ένα αμφισβητούμενο κομμάτι εδάφους στα σύνορα με τον Λίβανο και τη Συρία, η Χεζμπολάχ δεν έχει ακολουθήσει το κάλεσμα της Χαμάς να ανοίξει ένα βόρειο μέτωπο εναντίον του Ισραήλ, όπως έκανε σε έναν προηγούμενο γύρο μαχών το 2006. Ούτε οι Παλαιστίνιοι στη Δυτική Όχθη, την Ιερουσαλήμ ή το ίδιο το Ισραήλ εξεγέρθηκαν, αν και παλαιστινιακές πηγές ανέφεραν ότι τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν  σε συγκρούσεις διαδηλωτών που πετούσαν πέτρες σε Ισραηλινούς στρατιώτες έξω από την Ιερουσαλήμ. Αλλού, στην Αίγυπτο, ένας αστυνομικός σκότωσε δύο Ισραηλινούς τουρίστες και τον ξεναγό τους. Όμως, όσο περισσότερο διαρκούν οι μάχες στη Γάζα, τόσο πιθανότερο είναι η βία να εξαπλωθεί. Στις 9 Οκτωβρίου το Ισραήλ δήλωσε ότι είχε σκοτώσει τουλάχιστον δύο κατασκόπους που διέσχιζαν τα σύνορα από τον Λίβανο, αλλά η Χεζμπολάχ αρνήθηκε την εμπλοκή της.

Η βία της Χαμάς αποτελεί επίσης μεγάλο πρόβλημα για τον Mahmoud Abbas, τον ηγέτη της Παλαιστινιακής Αρχής στη Δυτική Όχθη. Οι ενέργειες της Χαμάς αναδεικνύουν τις αποτυχίες της ειρηνευτικής διαδικασίας και αμφισβητούν την αξίωσή του να ηγείται ολόκληρου του παλαιστινιακού κινήματος. Ταυτόχρονα, η αδυναμία του να σταματήσει εντελώς τη βία -για παράδειγμα, υποστηρίζοντας τις οικογένειες των Παλαιστίνιων κρατουμένων- τον δυσφημεί στα μάτια του Ισραήλ και ορισμένων στη Δύση. Προκαλεί επίσης διχασμό στην Ευρώπη. Στις 9 Οκτωβρίου ο επίτροπος διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Oliver Varhelyi, ανακοίνωσε ότι η βοήθεια προς την Παλαιστινιακή Αρχή ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων θα παγώσει, εν αναμονή της εξέτασης του κατά πόσον χρησιμοποιείται για υποκίνηση μίσους και τρομοκρατίας. Αμέσως τον αντέκρουσε ο κορυφαίος διπλωμάτης της ΕΕ, Josep Borrell, ο οποίος δήλωσε ότι «η τιμωρία όλου του παλαιστινιακού λαού» θα έβλαπτε την ΕΕ. Η επανεξέταση θα συνεχιστεί, αλλά οι πληρωμές θα διατηρηθούν, είπε.

Οι ειδικοί θα διαφωνήσουν σχετικά με τον βαθμό στον οποίο το τελευταίο μακελειό της Χαμάς ήταν σκόπιμα προγραμματισμένο για να καταστρέψει τις προσπάθειες εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας και αν καθοδηγήθηκε από το Ιράν. Η Χαμάς δεν χρειάστηκε καμία από τις δύο παροτρύνσεις για να οργανώσει την επιχείρηση. Ωστόσο, ο Ismail Haniyeh, ένας από τους ανώτερους ηγέτες της Χαμάς, δήλωσε: «Λέμε σε όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Αράβων αδελφών μας, ότι αυτή η οντότητα, η οποία δεν μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό της απέναντι στους αντιστασιακούς, δεν μπορεί να σας παράσχει καμία προστασία». Οι κληρικοί ηγέτες του Ιράν και η Χεζμπολάχ χάρηκαν επίσης.

Τον περασμένο μήνα ο Σαουδάραβας πρίγκιπας διάδοχος και de facto κυβερνήτης, Muhammad bin Salman, είχε δηλώσει σε Αμερικανό δημοσιογράφο ότι μια συμφωνία με το Ισραήλ ήταν στα σκαριά: «Κάθε μέρα βρισκόμαστε όλο και πιο κοντά». Ωστόσο, το υπουργείο Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας κατηγόρησε ανοιχτά το Ισραήλ για την επίθεση της Χαμάς λόγω «της συνεχιζόμενης κατοχής, της στέρησης των νόμιμων δικαιωμάτων του παλαιστινιακού λαού και της επανάληψης συστηματικών προκλήσεων κατά των ιερών του».

Η συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία θα επέκτεινε τις υφιστάμενες συμφωνίες του Αβραάμ μεταξύ του Ισραήλ και τεσσάρων αραβικών κρατών: των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, του Μπαχρέιν, του Μαρόκου και του Σουδάν. Ωστόσο, δεν ήταν ποτέ εύκολο να εξασφαλιστεί, δεδομένων των απαιτήσεων του πρίγκιπα για, μεταξύ άλλων, μια επίσημη αμυντική συνθήκη με την Αμερική και τα μέσα για τον εμπλουτισμό ουρανίου. Ο κ. Netanyahu κινδύνευε να χάσει τους ακροδεξιούς συμμάχους του αν έκανε οποιαδήποτε παραχώρηση στους Παλαιστινίους. Τώρα, λέει ο Aaron David Miller του Carnegie Endowment for International Peace, ενός κέντρου μελετών, η ικανότητα της Αμερικής να επιτύχει μια συμφωνία Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας «έχει μηδενιστεί», τουλάχιστον προς το παρόν: κανένας Ισραηλινός ηγέτης δεν θα κάνει παραχωρήσεις στους Παλαιστινίους εν μέσω αιματοχυσίας. Η Σαουδική Αραβία θα έρθει αντιμέτωπη με ανάλογους περιορισμούς και ο πρίγκιπας Muhammad μπορεί σε κάθε περίπτωση να είναι απρόθυμος να σπεύσει σε μια συμφωνία με Αμερικανούς και Ισραηλινούς ηγέτες που μπορεί σύντομα να χάσουν την εξουσία. Η κυβέρνηση Biden φαίνεται να έχει δεχθεί μια επ’ αόριστον καθυστέρηση. «Αυτή η διαδικασία έχει  ακόμα δρόμο μπροστά της», δήλωσε ανώτερος Αμερικανός αξιωματούχος.

Ο μεγαλύτερος πολιτικός κίνδυνος για τον κ. Biden είναι η οργή κατά του Ιράν. Η αμερικανική και η ισραηλινή κυβέρνηση λένε ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για άμεση ιρανική εμπλοκή στον σχεδιασμό της επιχείρησης, αν και το Ιράν είναι σημαντικός υποστηρικτής της Χαμάς. Παρ’ όλα αυτά, οι Ρεπουμπλικανοί συνδέουν άμεσα την επίθεση κατά του Ισραήλ με την πολιτική του κ. Biden απέναντι στο θεοκρατικό καθεστώς. Ανέλαβε τα καθήκοντά του ελπίζοντας να αναβιώσει μια συμφωνία για τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, την οποία υπέγραψε ο Barack Obama, παρά τις αντιρρήσεις του κ. Netanyahu, και την έσπασε ο Donald Trump. Δεν υπήρξε συμφωνία και το Ιράν είναι τώρα πολύ πιο κοντά στο να μπορέσει να κατασκευάσει πυρηνική βόμβα.

Οι Ρεπουμπλικανοί επικρίνουν τη χαλάρωση της πολιτικής «μέγιστης πίεσης» του κ. Biden προς το Ιράν, ιδίως τη συμφωνία του για την απελευθέρωση τον Σεπτέμβριο πέντε φυλακισμένων Αμερικανών. Αυτή περιελάμβανε το ξεπάγωμα των 6 δισ. δολαρίων από τα έσοδα του ιρανικού πετρελαίου στη Νότια Κορέα, τα οποία τώρα βρίσκονται σε μεσεγγύηση στο Κατάρ. Η κυβέρνηση λέει ότι τα χρήματα δεν έχουν ακόμη εκταμιευθεί και θα χρησιμοποιηθούν μόνο για την πληρωμή μη Ιρανών εργολάβων για τρόφιμα και άλλες ανθρωπιστικές προμήθειες. «Κανείς στο Ιράν δεν θα αγγίξει ποτέ ούτε ένα δηνάριο ή σεντ ή ριάλ από αυτά τα κεφάλαια», επέμεινε ανώτερος αξιωματούχος.

Για τον κ. Trump, τον πιθανό υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών για τις προεδρικές εκλογές, «τα δολάρια των Αμερικανών φορολογουμένων βοήθησαν στη χρηματοδότηση αυτών των επιθέσεων». Αργότερα δήλωσε περίλυπος ότι «μας θεωρούν αδύναμους και αναποτελεσματικούς, με έναν πραγματικά αδύναμο ηγέτη». Η λεπτομέρεια έχει μικρή σημασία για τους επικριτές του κ. Biden. Αισθάνονται ότι ο πρόεδρος είναι ευάλωτος επειδή προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με το Ιράν, τον κύριο χορηγό των τρομοκρατών που έχουν σκοτώσει άσκοπα εκατοντάδες αθώους Ισραηλινούς.

Τούτου λεχθέντος, οι Ρεπουμπλικανοί δεν βοηθούν πολύ το Ισραήλ. Οι διαιρέσεις τους και ο πυρετός των εκλογών του 2024, που πλησιάζουν, έχουν καταστήσει το Κογκρέσο δυσλειτουργικό. Η Γερουσία δεν έχει επικυρώσει τον υποψήφιο του κ. Biden για πρεσβευτή στο Ισραήλ, ούτε εκατοντάδες ανώτερους στρατιωτικούς διορισμούς. Η εκπαραθύρωση του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων την περασμένη εβδομάδα σημαίνει ότι η διαδικασία του προϋπολογισμού -συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής βοήθειας για την Ουκρανία και ενδεχομένως για το Ισραήλ- βρίσκεται σε αδιέξοδο, ενώ τον Νοέμβριο ελλοχεύει η αναστολή λειτουργίας της κυβέρνησης.

Τα όπλα και τα πυρομαχικά που χρειάζεται επειγόντως το Ισραήλ -αναχαιτιστικά για το σύστημα αεράμυνας Iron Dome και κατευθυνόμενα πυρομαχικά ακριβείας- είναι ως επί το πλείστον διαφορετικά από εκείνα που παρέχονται στην Ουκρανία ή που θα μπορούσε να χρειαστεί η Αμερική σε έναν πόλεμο για την Ταϊβάν. Παρ’ όλα αυτά, υπογραμμίζει το γεγονός ότι η Αμερική βρίσκεται αντιμέτωπη με τεράστιες απαιτήσεις για πόρους, πυρομαχικά,  ένοπλες δυνάμεις και εθνική ασφάλεια. Ο κομματισμός και η παράλυση στην Ουάσινγκτον το μόνο που κάνουν είναι να εμποδίσουν μια συνεκτική απάντηση.

Προς το παρόν, τόσο από ειλικρινή πεποίθηση, όσο και από πολιτική ανάγκη, ο κ. Biden θα αγκαλιάσει και θα στηρίξει το Ισραήλ. Ο κ. Netanyahu εμφανίστηκε να τον ευχαριστεί για την παραχώρηση «ελευθερίας δράσης στο Ισραήλ». Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η Χαμάς μπορεί να εξαρθρωθεί, ούτε ο κ. Biden, ούτε ο κ. Netanyahu μπορούν να απαντήσουν στα δύσκολα ερωτήματα του τι θα συμβεί μετά την ανταπόδοση του χτυπήματος από το Ισραήλ: ποιος θα διοικεί τη Γάζα και ποιο θα είναι το καθεστώς των Παλαιστινίων που βρίσκονται ανάμεσά μας; Όπως έμαθε το Ισραήλ κατά την άστοχη εισβολή του στον Λίβανο το 1982 και όπως διαπίστωσε η Αμερική στο Αφγανιστάν και το Ιράκ μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, το να παρασυρθεί κανείς σε έναν πόλεμο εναντίον τρομοκρατών είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να απεμπλακεί.

 

© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com