Όπως είναι γνωστό, ο καταστρεπτικός σεισμός που έπληξε τη Σάμο στις 30 Οκτωβρίου 2020 προξένησε πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα στους ναούς του νησιού, οι οποίοι ιδιαιτέρως επλήγησαν.
Το γεγονός αυτό έγινε αιτία σειράς δυσλειτουργιών, στο εκκλησιαστικό και το κοινωνικό επίπεδο, καθώς υπάρχουν ακόμη στο νησί χωριά αλλά και πόλεις, όπως το Καρλόβασι, στο οποίο η θεία λατρεία ασκείται κατά κανόνα σε μικρά παρεκκλήσια ή κοιμητηριακούς ναούς και εκκλησιαστικές αίθουσες, δεδομένου ότι οι μεγάλοι ενοριακοί ναοί χρήζουν άμεσης επισκευής και επί του παρόντος δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Η κατάσταση αυτή συγκίνησε και παρακίνησε πολλούς κατοίκους του νησιού, αλλά και πολλούς από τους απόδημους Σαμίους, να προσπαθήσουν να βοηθήσουν στην αποκατάσταση των ναών, με τους οποίους έχουν στενό ψυχολογικό δεσμό, είτε με τη συγκέντρωση χρηματικών προσφορών, είτε με διάφορες ενέργειες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, κυρίως μέσω των συλλόγων του νησιού. Ωστόσο, και οι χρηματικές προσφορές συνολικά είναι πολύ λιγότερες αυτών που χρειάζονται για την αποκατάσταση, αλλά και η ιδιωτική πρωτοβουλία και ενέργεια δεν μπορεί να τελεσφορήσει, δεδομένου του νομικού και θεσμικού πλαισίου που υφίσταται για παρόμοια ζητήματα.
Αρχικώς πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το ζήτημα έχει ιστορικές ρίζες: τόσο οι σεισμοί του 1904, όσο και εκείνοι του 1955 έπληξαν, μεταξύ των άλλων, και τους ναούς του νησιού, οι οποίοι τότε δυστυχώς επισκευάστηκαν πρόχειρα και κατά κανόνα από εμπειροτέχνες μαστόρους, ανάλογα βέβαια και με το επίπεδο τεχνικών γνώσεων αλλά και τις ανάλογες δυνατότητες της εποχής. Με δεδομένο ότι οι μεν κατοικίες και τα υπόλοιπα κτήρια ανανεώνονται και ξαναχτίζονται κατά χρονικά διαστήματα, τα μνημεία όμως, όπως είναι οι ναοί μένουν και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται διαχρονικά, είναι κατανοητό ότι από τον τελευταίο σεισμό οι ζημιές στους ναούς ήταν τόσο μεγάλες, επειδή οι παλαιότερες δεν είχαν επισκευαστεί σωστά, με αποτέλεσμα τα κτήρια, που έχουν ένα είδος «μνήμης» να αναδείξουν τα στατικά και άλλα τεχνικά προβλήματά τους. Άλλωστε, από τις αρχειακές αναφορές τόσο του 1904 όσο και του 1955 διαπιστώνουμε ότι σχεδόν τα ίδια προβλήματα είχαν και τότε εμφανιστεί στους ίδιους ναούς, και αυτά επανεμφανίστηκαν οξύτερα το 2020 διότι δεν είχαν επαρκώς αντιμετωπιστεί τότε.
Συνεπώς βρισκόμαστε ενώπιον ενός διλήμματος: είτε οι ναοί θα επισκευαστούν εκ των ενόντων, με ορατό τον κίνδυνο να καταρρεύσουν στον επόμενο ισχυρό σεισμό, που είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι θα έρθει κάποτε, είτε θα επισκευαστούν σωστά, με τους κανόνες της επιστήμης, ώστε να προφυλαχθούν από ανάλογες φυσικές καταστροφές και να επιβιώσουν στο μέλλον, όσο αυτό είναι ανθρωπίνως δυνατό. Τούτο γνωρίζοντας και η Πολιτεία έχει θεσπίσει σειρά κανόνων και διαδικασιών για την επισκευή μνημείων από σεισμικές φθορές, που μπορεί μεν να είναι αργοί και εν μέρει γραφειοκρατικοί – γενικότερο άλλωστε χαρακτηριστικό του ελληνικού κράτους – αλλά στην ουσία τους είναι σωστοί και επαρκείς.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η τοπική Εκκλησία συνεργάζεται με την Πολιτεία και όσους φορείς της Αυτοδιοίκησης έχουν επιλέξει να στηρίξουν το έργο της επισκευής των ναών της Σάμου, ώστε να ακολουθηθούν οι διαδικασίες αυτές. Τούτο βέβαια συχνά προκαλεί αντιδράσεις ανυπομονησίας από τους κατοίκους του νησιού, που βλέπουν τα χρόνια να περνούν και τους ναούς να μην αποκαθίστανται, με τους ρυθμούς που οι ίδιοι είχαν φανταστεί. Όλοι αυτοί όμως πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν αρκούν οι όποιες εισφορές και προσφορές, που μικρό μέρος της δαπάνης μπορούν να καλύψουν, αλλά χρειάζεται συντονισμός και υπομονή, η οποία μπορεί να φτάσει και σε βάθος δεκαετίας, για να γίνει σωστά το έργο της αποκατάστασης.
Αυτή τη στιγμή έχει τελειώσει σχεδόν το έργο της υποστύλωσης των πληγέντων ναών, απαραίτητο για να μην καταρρεύσουν τα μνημεία σε επόμενο σεισμό, και βρισκόμαστε στη φάση της σύνταξης των μελετών, Οι μελέτες αυτές, η χρηματοδότηση των οποίων γίνεται κυρίως με κρατικούς οικονομικούς πόρους, είναι απαραίτητες για την στήριξη, θωράκιση και αποκατάσταση των ναών μας. Εν προκειμένω δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και η φιλοτιμία των τοπικών παραγόντων και των μαστόρων. Χρειάζεται εξειδικευμένη τεχνική γνώση και εμπειρία, ώστε στη συνέχεια η εφαρμογή των μελετών αυτών να ολοκληρώσει την αποκατάσταση κάθε ναού.
Κι έτσι, θα περάσουμε στην τρίτη και τελευταία φάση της αποκατάστασης των πληγέντων ναών, όπου και πάλι για την εφαρμογή των μελετών θα χρειαστούν νέες πηγές. Συνεπώς πρόκειται για έργο πολυδάπανα και σύνθετο, που δεν είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και αυτό πρέπει να το λάβουν υπόψη όλοι όσοι θέλουν μεν να δουν τους ναούς τους αποκαταστημένους «εις το πρότερον κλέος», βιάζονται όμως και αποδίδουν ευκαίρως ακαίρως ευθύνες σε εκείνους που συνεχώς μοχθούν για να επιτύχουν το έργο αυτό, το οποίο όπως είπαμε δυστυχώς δεν μπορεί παρά να επιμηκυνθεί πολύ, αναλόγως βέβαια και των ζημιών που έχει κάθε ναός, άρα και της εργασίας που χρειάζεται να γίνει στην κάθε περίπτωση.
Ο καθηγητής Μανόλης Γερ. Βαρβούνης
Όσοι έχουν αρχίσει να επισκευάζουν όμως τους ναούς τους, επειδή είχαν λίγες ζημιές ή επειδή οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι άμεσα και με τη συλλογή ιδιωτικών προσφορών επισκευάσιμοι, αν υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να έχουν υπόψη τους ορισμένες παραμέτρους. Αυτές έχουν να κάνουν με την εκκλησιαστική και ναοδομική παράδοση του νησιού μας, που δεν επιτρέπεται να αλλοιώνεται ή να παραμορφώνεται κατά το δοκούν. Άλλωστε, όπως και με άλλες ευκαιρίες συχνά έχουμε σημειώσει, αν κάτι έχει να επιδείξει η Σάμος, πέρα από τις αρχαιότητες, είναι τα μεταβυζαντινά εκκλησιαστικά μνημεία της, αυτά δηλαδή ακριβώς που επλήγησαν από τον σεισμό, και αυτό συνιστά μια αξιοσημείωτη πολιτιστική κληρονομιά, η προστασία και διαφύλαξη της οποίας είναι απαραίτητη.
Για παράδειγμα, έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια, ιδίως σε ιδιωτικές κατασκευές, η αισθητή της εμφανούς τοιχοδομίας, η οποία αρμολογείται και μένει ασοβάτιστη. Όμως αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί στους ναούς της Σάμου, οι οποίοι, τουλάχιστον στο εσωτερικό τους, ήταν πάντοτε σοβατισμένοι. Η διαφύλαξη της αισθητικής μορφής και της παράδοσης των εκκλησιαστικών μνημείων είναι όχι δυνατότητα ή επιλογή αλλά ανελαστική υποχρέωση μας. Κι αυτό πρέπει όλοι να το έχουν υπόψη τους, ιερείς, εφημέριοι, επίτροποι και μάστορες που εμπλέκονται ή θα εμπλακούν σε παρόμοια έργα.
Δεν αποτελεί επιλέξιμη λύση δηλαδή να μείνουν οι εσωτερικοί τοίχοι ενός ναού ασοβάτιστοι και αρμολογημένοι, διότι αυτό παραμορφώνει και αλλοιώνει την αισθητική και την παράδοσή τους. Και όπως είπαμε παραπάνω, τα μνημεία αυτά ευτυχώς επιτηρούνται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους, οι οποίες είναι μάλιστα αυστηρές στην επιβολή σχετικών κυρώσεων. Και βέβαια, θα πρέπει όλοι να γνωρίζουν ότι ανάλογες περιπτώσεις, ιδίως σε μεγάλους ενοριακούς ναούς δεν θα παραμείνουν κρυφές, αλλά θα αποκαλυφθούν και θα γνωστοποιηθούν στις αρμόδιες αρχές, δεδομένου ότι πρόκειται για μνημεία της κοινής πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς μας, για την διαφύλαξη των οποίων είμαστε όλοι υπεύθυνοι.
Αλλά και το γεγονός ότι σε όσες περιπτώσεις αφαιρούνται οι σοβάδες προκύπτουν χτισίματα ενίοτε πρόχειρα και με τα διαθέσιμα κατά περίπτωση υλικά, δείχνει ότι πρόθεση εκείνων που έχτισαν τα μνημεία αυτά ήταν η κάλυψη των τοίχων με σοβά, όπως επί αιώνες γίνεται, και όχι η εμφανής τοιχοποιία. Στα μνημεία, και βέβαια και στους παλαιούς και μνημειώδεις ναούς μας, δεν υπάρχει η έννοια του αισθητικού συρμού, αλλά η πρακτική της παράδοσης, και οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουμε περιπτώσεις κατά τις οποίες εκκλησιαστικά πρόσωπα ενεπλάκησαν σε δικαστικές περιπέτειες, και καταδικάστηκαν ακόμη, επειδή ανέπτυξαν ιδιοκτησιακές λογικές και πρακτικές, κάνοντας αυθαίρετες επεμβάσεις κατά την δική τους άποψη και αισθητική σε εκκλησιαστικά μνημεία και ναούς, τα οποία βέβαια δεν τους ανήκαν, και των οποίων είναι απλοί διαχειριστές.
Αυτά νομίζω ότι είναι χρήσιμο να τα έχουμε όλοι υπόψη μας, ώστε εκ των υστέρων να μην υπάρχουν περιπέτειες τόσο για τα μνημεία όσο και για τους ανθρώπους που θα αυθαιρετήσουν επ’ αυτών, ούτε βεβαίως παράπονα και παραπικρασμοί για την κίνηση σχετικών διαδικασιών, στην απίθανη περίπτωση που και στη Σάμο θα έχουμε παρόμοια φαινόμενα, κατά την επισκευή των πληγέντων από τον πρόσφατο σεισμό ναών μας, τους οποίους όλοι πονούμε και αγαπούμε εξίσου.
* Καθηγητής Λαογραφίας
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης / Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας
Από την έντυπη έκδοση του «Σαμιακού Βήματος»