Ευκαιρία για τους δανειολήπτες να αποπληρώσουν τις οφειλές τους αποτελεί το νομοσχέδιο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που «ξεπαγώνει», αλλά με σημαντικές αλλαγές σε σχέση με το αρχικό. Συγκεκριμένα, το μέρος της οφειλής που θα εξοφλείται σε τέσσερα χρόνια θα ορίζεται από το δικαστήριο, ενώ αρχικά προβλεπόταν ότι θα είναι αυστηρά το 10% της συνολικής οφειλής και πλέον θα είναι εμφανώς παραπάνω.
Επίσης, η αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση δεν θα έχει ως συνέπεια την αυτόματη αναστολή της καταβολής των επόμενων δόσεων ως την τελική απόφαση, αλλά ο δανειολήπτης που καθυστερεί θα είναι υποχρεωμένος να πληρώνει τις δόσεις που τρέχουν μετά την κατάθεση της αίτησής του, αλλά όχι φυσικά όσες είναι σε καθυστέρηση, οι οποίες θα αποτελούν το αντικείμενο της διαπραγμάτευσηςήταν ένα από τα βασικά αιτήματα των τραπεζών που έγινε αποδεκτό.
Εξάλλου, η υπαγωγή στη ρύθμιση δεν θα συνεπάγεται έξοδο του δανειολήπτη από τον «Τειρεσία», στον οποίο θα παραμένει για 10 χρόνια. Αντιθέτως, εάν κάνει απευθείας ρύθμιση με την τράπεζα, χωρίς την παρεμβολή του Ειρηνοδικείου, γλιτώνει τον «Τειρεσία».
Η πλήρης ανάλυση της περιουσιακής κατάστασης του δανειολήπτη θα είναι η ασφαλιστική δικλίδα ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Δεν θα υπάρχει συνεπώς ένταξη στις ρυθμίσεις με την απειλή ή με την απλή επίκληση αδυναμίας πληρωμής, αλλά μόνο με απόδειξη για ουσιαστική αδυναμία εξυπηρέτησης του δανείου. Σε όλες τις ρυθμίσεις τα στεγαστικά θα προηγούνται και θα έπονται οι κάρτες και τα καταναλωτικά δάνεια.
Με τις αλλαγές γίνονται πιο «διαυγή» τα δικαιώματα των ενυπόθηκων δανειστών, οι οποίοι θα προηγούνται οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου, όπως άλλωστε ήταν και η βασική παρατήρηση της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με κυβερνητικούς παράγοντες, μέσα στις επόμενες 15 με 20 ημέρες το νομοσχέδιο αναμένεται να έρθει στη Βουλή, προσαρμοσμένο και στις παρατηρήσεις της ΕΚΤ.
Σημαντική ένσταση των τραπεζών ήταν να μην ενταχθούν τα στεγαστικά δάνεια οψέποτε το νομοσχέδιο γίνει νόμος του κράτους, αφού οι ίδιες έχουν προχωρήσει τον τελευταίο χρόνο σε χιλιάδες ρυθμίσεις με δανειολήπτες. Επιπλέον πολλές έχουν τιτλοποιήσει δάνεια ή τα πούλησαν σε ξένες τράπεζες. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ενδοκυβερνητικές διαφωνίες για το αν τα στεγαστικά δάνεια θα υπαχθούν στις ρυθμίσεις. Η υπουργός Οικονομίας κυρία Λούκα Κατσέλη επιμένει στη ρύθμιση.
Το σχέδιο νόμου που «έχει κάνει τη διαδρομή» υπουργείο Οικονομίας- υπουργείο Οικονομικών (με τον κ. Γ. Παπακωνσταντίνου να διατυπώνει κατά καιρούς σειρά ενστάσεων)- Μέγαρο Μαξίμου αρκετές φορές και στο οποίο επήλθαν πολλές αλλαγές, αφορά δάνεια που καθυστερούν ή δεν εξυπηρετούνται καθόλου και αφορούν φυσικά πρόσωπα, επαγγελματίες ή αγρότες.
Στη διάρκεια των ενδοκυβερνητικών διαπραγματεύσεων υπήρξε η πρόταση να ενταχθεί το νομοσχέδιο στον πτωχευτικό νόμο, αλλά τελικώς η πρόταση απορρίφθηκε, αφού η λύση ήταν εξαιρετικά χρονοβόρα και θα καθυστερούσε δύο ως τρία χρόνια.
Προϋπόθεση είναι οι οφειλές να έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μετά τον Ιανουάριο του 2008 και μέχρι τη δημοσίευση του νόμου. Για οφειλές της τριετίας 2005 ως 2007 μπορεί επίσης να γίνει ρύθμιση, αλλά με προκαταβολή του 20% του οφειλόμενου ποσού. Για τις ενήμερες οφειλές θα υπάρχουν πρόνοιες ακόμη πιο αυστηρών όρων ένταξης στη ρύθμιση, ώστε να μην υπάρξει, για λόγους μιμητισμού και όχι πραγματικής ανάγκης, αδικαιολόγητο κύμα ένταξης δανειοληπτών στις ρυθμίσεις.
Στην περίπτωση που η σύμβαση δεν έχει καταγγελθεί, προϋπόθεση για τη ρύθμιση είναι να υπάρχει ληξιπρόθεσμη οφειλή με καθυστέρηση τουλάχιστον τεσσάρων μηνών. Το σύνολο της οφειλής που υπάγεται σε ρύθμιση δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το ποσόν του ενός εκατομμυρίου ευρώ ανά πιστωτικό ίδρυμα και των τριών εκατομμυρίων ευρώ στο σύνολο των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η διαφορά προσέγγισης του νομοσχεδίου στη νέα του μορφή είναι ότι η προσφυγή στο Ειρηνοδικείο για επίλυση των διαφορών θα αποτελεί «τελευταίο καταφύγιο», ενώ πριν θα έχουν εξαντληθεί όλες οι προσπάθειες ρύθμισης του καθυστερούμενου δανείου απευθείας μεταξύ τράπεζας και δανειολήπτη, ενδεχομένως και χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου που θεωρείται από τις τράπεζες «κόκκινο πανί». Οι τραπεζίτες υποστηρίζουν ότι οι δικηγόροι έχουν κάθε συμφέρον να οδηγούν σε ναυάγιο τις διαπραγματεύσεις ώστε αυτές να λύνονται στα Ειρηνοδικεία και οι ίδιοι να εισπράττουν αμοιβές.
Η αποπληρωμή της οφειλής που προκύπτει μετά τη ρύθμιση πρέπει να έχει διάρκεια ίση με αυτή που απομένει μέχρι τη λήξη της σύμβασης, προσαυξημένη κατά ένα ή δύο χρόνια, ενώ μπορεί να υπάρξει και ετήσια περίοδος χάριτος στο ξεκίνημα της ρύθμισης. Από το συνολικά οφειλόμενο ποσό θα αφαιρούνται οι τόκοι υπερημερίας και ανατοκισμού.
Η ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗ ΤΩΝ ΧΡΕΩΝ
Οι τρόποι διακανονισμού Εξωδικαστική ρύθμιση με βοηθό τον Συνήγορο του Καταναλωτή.
Δεύτερη απόπειρα εξωδικαστικής ρύθμισης, με βάση πρόταση της τράπεζας.
Εάν αποτύχει, προσφυγή σε Ειρηνοδικείο. Η δικαστική ρύθμιση Ο δανειολήπτης παρουσιάζει περιουσία και οφειλές στο δικαστήριο.
Η περιουσία του πωλείται.
ΕΞΑΙΡΕΙΤΑΙ η πρώτη κατοικία. Ο δανειολήπτης εξοφλεί σε 20 χρόνια το 85% της εμπορικής αξίας της πρώτης κατοικίας. Το Ειρηνοδικείο αποφασίζει τη μηνιαία δόση του δανειολήπτη για 4 χρόνια.
Πληρώνεται μέρος των οφειλών που κρίνει το δικαστήριο.
Μετά το τέλος της 5ετίας τα υπόλοιπα χρέη ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ. Τι άλλαξε σε σχέση με το αρχικό σχέδιο Η αίτηση δεν θα επιφέρει αυτόματη αναστολή δόσεων. Ο δανειολήπτης πρέπει να πληρώνει τις δόσειςμετά την κατάθεση της αίτησης (όχι τις καθυστερούμενες). Η ρύθμισηδενεπιφέρει έξοδο απο τον ΤΕΙΡΕΣΙΑ. Θα μένει στη λίστα για 10 χρόνια.
Πλήρης ανάλυση περιουσίας, ως ασφαλιστική δικλίδα ότι δεν μπορεί ο δανειολήπτης να πληρώσει.
Δεν θα υπάρχει ένταξη στη ρύθμιση με απειλή αδυναμίας πληρωμής, αλλά μόνο με ουσιαστική αδυναμία πληρωμής. Το Ειρηνοδικείο θα αποφασίζει για το μέρος της οφειλής που θα εξοφληθεί (προβλεπόταν προκαταβολή 10% της οφειλής).