Τελευταία φορά που τον συνάντησα, ήταν πριν λίγες εβδομάδες σε μια εκδήλωση στο ξενοδοχείο Rodos Palace. Ήταν εκεί, με τη φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη από το λαιμό του και ο ίδιος να «σέρνει τα ποδάρια του…» όπως συνήθιζε να λέει. Έσερνε στην κυριολεξία τα πόδια του, ανήμπορος από τις περιπέτειες που είχε με την υγεία του, όμως με ατσαλένια θέληση ήταν εκεί στο καθήκον. Έπρεπε να βγάλει τις φωτογραφίες από την εκδήλωση με τον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Θεόδωρο Πάγκαλο. Άλλωστε, ως γνήσιος δημοκράτης στη συνείδηση του πως θα μπορούσε να απουσιάζει από μια αυτή την εκδήλωση;
Η γράφουσα, είχα την τιμή να φιλοξενήσω, σε μια από τις πρώτες μου εκπομπές «Πρόσωπα στο … κόκκινο» στο τηλεοπτικό κανάλι red, τον Αντώνη Πάχο, τον άνθρωπο που έχει συνδέσει τη ζωή του με την σύγχρονη ιστορία του τόπου μας καθώς υπήρξε ένας λαμπρός φωτογράφος, φωτορεπόρτερ, χρονικογράφος και μάλιστα τελευταία και συγγραφέας με το βιβλίο του «Αναμνήσεις από τη Σύμη με τη νοσταλγική ματιά και το φακό του Αντώνη Πάχου». Το βιβλίο του που ευτυχώς ο Θεός τον αξίωσε να το δει τυπωμένο, το έγραψε για την ιδιαίτερη του πατρίδα τη Σύμη γιατί καθώς έλεγε ο ίδιος «δεν ήθελα να αφήσω τη Σύμη παραπονεμένη». Κι έτσι της αφιέρωσε το τελευταίο του δημιούργημα με το οποίο και σφράγισε μια ολόκληρη ζωή δημιουργίας, ανιδιοτελούς προσφοράς στη Σύμη, τη Ρόδο και τα υπόλοιπα νησιά μας.
Θυμάμαι τις ατέλειωτες ώρες που μοιραστήκαμε με τον κυρ. Αντώνη στο σπίτι του όπου φιλοξενούσε και το εργαστήριο του ή μάλλον στο εργαστήριο του όπου είχε φτιάξει κι έναν μικρό χώρο για να μένει με τη σύζυγό του, την αγαπημένη του Μαρίνα. Η ακούραστη σύντροφος της ζωής του, που όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο κυρ. Αντώνης, όλα τα χρωστούσε στη Μαρίνα του γιατί ήταν πάντα δίπλα του σιωπηλή, υπομονετική και ποτέ δεν του παραπονιόταν για τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς μέσα και έξω από το ατελιέ του.
Η συζήτηση μαζί του δεν είχε τελειωμό καθώς ο ίδιος ακούραστος και με γνώσεις ανεξάντλητες. Κοντά του μπορούσες να μάθεις όλα όσα δεν μπόρεσες να μάθεις από τα σχολεία και τα βιβλία. Λες και ήταν γεννημένος Δάσκαλος.
Κιβωτός της οπτικοακουστικής μνήμης του νησιού μας, καθώς όπως έλεγε ο ίδιος, είχε τραβήξει συνολικά πάνω από 1,5 εκ. φωτογραφίες και έχουν σωθεί γύρω στις 400.000. Μια πραγματική κιβωτός οπτικής μνήμης που αποτελεί σημαντικό χρονικό της δωδεκανησιακής επικαιρότητας από τα χρόνια του Μεσοπολέμου έως τις μέρες μας. Φωτογραφίες, που πέρα από το ρόλο του ντοκουμέντου, έπαιξαν ένα άλλο σημαντικό ρόλο την εποχή που τραβήχτηκα.
Για αυτό άλλωστε και ξεκίνησε μόνος του , στο ισόγειο του εργαστηρίου του τη δημιουργία μιας έκθεσης φωτογραφίας, την οποία μπορεί να επισκέπτεται ο καθένας και ειδικά οι νέοι γιατί εκεί μπορεί να βρει κανείς αποτυπωμένες τις πιο σημαντικές στιγμές του τόπου μας.
Όμως το όνειρο του ήταν η δημιουργία ενός φωτογραφικού-ιστορικού μουσείου που να φιλοξενεί όλο του το αρχείο. Ο ίδιος διέθετε δωρεάν το αρχείο του. Το μόνο που ζητούσε ήταν οι αρχές να αναλάβουν το κόστος της συντήρησης του και την έκθεση του σε κάποιον ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Το συνολικό κόστος αποκατάστασης του αρχείου του δεν θα ξεπερνούσε τις 30.000 €, ένα ποσό όχι ιδιαίτερα υψηλό εάν αναλογιστεί κανείς πόσες χιλιάδες ευρώ δαπανώνται από δω και από κει σε έργα ή εκθέσεις πολλές φορές αμφιβόλου ποιότητας. Εδώ μιλάμε για την ιστορία του τόπου μας, μια ιστορία αποτυπωμένη σε χιλιάδες καλλιτεχνικές φωτογραφίες που ζητούν να βρουν τη θέση που τους αξίζει. Για να «θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι…» όπως συνήθιζες να λέει ο ίδιος.
Πόσο να απέχει άραγε το όνειρο σου κυρ Αντώνη μου από το να γίνει πραγματικότητα; Εύχομαι, έστω και τώρα να αφυπνιστούν όλοι οι αρμόδιοι και να πράξουν το καθήκον τους απέναντι σε εσένα, απέναντι στην ιστορία του τόπου μας, απέναντι στη νέα γενιά και να γίνει το όνειρό σου πραγματικότητα. Έστω και μετά θάνατον…
Άλλωστε, πάντα το φοβόσουν αυτό. Πάντα μου έλεγες ότι δεν θα προκάμεις να το δεις τελειωμένο το φωτογραφικό μουσείο. Το ένιωθες πως ο θάνατος σε παραμόνευε, το ήξερες πως η καρδιά σου δεν θα βάσταγε πολύ και για αυτό αγωνιούσες και όποιον συναντούσες δεν ξεχνούσες να του θυμίσεις αυτή την εκκρεμότητα. Τη διάσωση του αρχείου σου …
Καλό σου ταξίδι, αγαπημένε μας. Να είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, η μνήμη σου πάντα ζωντανή μες στις καρδιές μας και το αρχείο σου να αξιωθούμε σύντομα να το καμαρώσουμε όλοι οι ροδίτες αλλά και όσοι επισκέπτονται το νησί μας.
Αλησμόνητος…
Σύντομο βιογραφικό
Γεννήθηκε στη Σύμη στις 24 Μαρτίου 1925 από γονείς Συμιακούς, το Φιλήρατο Πάχο και τη Μαγδαληνή Παντελιάδη. Αδέλφια του είναι ο Κώστας και η Μαρία. Η Σύμη τότε ζούσε κάτω από την ιταλική κατοχή, όπως όλα τα Δωδεκάνησα. Ο πατέρας του ήταν έμπορος υφασμάτων και ψιλικών με έμφυτη κλίση στη μάθηση.
Φωτογράφος έγινε τυχαία το 1913 όταν ένας φραγκοσμυρνιός που δούλευες στο ταχυδρομείο της Σύμης του έδωσε κάποια βιβλία και συμβουλές για την πρώτη του μηχανή. Μέχρι τότε δεν υπήρχαν φωτογράφοι στη Σύμη, έρχονταν κάπου- κάπου από την Αίγυπτο. Μικρό παιδί ο Αντώνης τον ακολουθούσε παντού, όπου κι αν πήγαινε γιατί τον τραβούσε η τέχνη της φωτογραφίας κι ήθελε να μάθει. Τα γονίδια, το μεράκι, ποιος ξέρει;
Φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο της Σύμης και στη συνέχεια στο Πανορμίτειο Γυμνάσιο, όμως στη Τρίτη τάξη, όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, το 1940 τα σχολεία έκλεισαν. Από το 1912 όλα τα Δωδεκάνησα περιήλθαν στην ιταλική κυριαρχία, στρατιωτική αρχικά και πολιτική μετά το 1923. Από το 1913 ο πατέρας του και από το 1935 ο ίδιος ο Αντώνης Πάχος φωτογράφιζαν με πρωτόγονα μέσα τους μελανοχίτωνες κατακτητές, σε αναμνηστικές πόζες, παρελάσεις ή στρατιωτικά γυμνάσια. Ήταν φωτογραφίες «επί παραγγελία» που προορίζονταν για τις οικογένειες των Ιταλών.
Στις 8 Μαίου 1945 υπογράφηκε στη Σύμη η παράδοση της Δωδεκανήσου στις συμμαχικές δυνάμεις. Ο φωτογράφος του νησιού ήταν φυσικά παρόν για να τραβήξει την τελευταία φωτογραφία του, μια φωτογραφία ντοκουμέντο που επισφράγιζε το τέλος του πολέμου.
Στη Ρόδο ήλθε το 1946, μόνος του αρχικά. Ο Παναγιώτης Σακελλαρίδης, ένας από τους πιο παλιούς φωτογράφους, είχε ένα φωτογραφείο στην Αγία Αναστασία. Την τέχνη την έμαθε από τον πατέρα του Φιλήρατο Πάχο, όπως ο Βασίλης Κοζάς και ο Γιαλλουράκης. Με υποδείξεις το υ πατέρα εργάστηκε εκεί για ένα χρόνο. Την εποχή εκείνη οι δουλειές στη Σύμη δεν πήγαιναν καλά και είπε του πατέρα του να έλθει στη Ρόδο. Άνοιξαν το πρώτο μαγαζάκι τους στο Αη- Νικόλα σε ένα νοικιασμένο μαγαζάκι, στην πλατεία Σπόργιτα. Δύσκολα χρόνια, τα παλέψανε. Δούλευαν νύχτα μέρα, με τα σχολεία, τις εκδρομές και τις παρελάσεις. Το 1948 μετακόμισαν σε ένα μαγαζί στη σημερινή πλατεία Κύπρου.
Μίλησε με τους σπουδαιότερους πολιτικούς της εποχής, το Νικόλαο Πλαστήρα, το Γεώργιο Παπανδρέου την εποχή του ανένδοτου αγώνα, τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Καραμανλή που ήταν ερασιτέχνης φωτογράφος και είχε πάντα προτίμηση στον Αντώνη τον Πάχο. Ήταν φίλος του όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος…
Για την πολύτιμη προσφορά του η Πολιτεία τον βράβευσε ως αντιστασιακό. Τον βράβευσε επίσης ο Δήμος Ρόδου με το Αργυρό Μετάλλιο της πόλης καθώς και ο Δήμος Αθηναίων. Δίκαιη αναγνώριση αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που έπαιξε με τη φωτιά.
Είναι παντρεμένος με την Μαρίνα Κατσιμπρή με την οποία και απέκτησαν δυο γιούς, τον Φιλήρατο και τον Νικήτα που με τη σειρά τους ακολούθησαν τα χνάρια του παππού και του πατέρα τους. Είναι και οι δύο φωτογράφοι….
πηγή γνωμη