Ευθεία επίθεση εναντίον του τραπεζικού συστήματος της χώρας, σε μια στιγμή κρίσιμη για την οικονομία και την κοινωνία, εξαπέλυσε χθες η υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας κυρία Λούκα Κατσέλη.
Η κυρία Κατσέλη κατηγόρησε τις ελληνικές τράπεζες ότι παρ΄ όλο που δεν θίχτηκαν ιδιαίτερα από την παγκόσμια κρίση και έλαβαν ρευστότητα από το Ελληνικό Δημόσιο, όχι μόνον δεν διοχέτευσαν χρήματα στην ελληνική αγορά, αλλά αντίθετα μείωσαν τα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά « μετακυλίοντας το βάρος της προσαρμογής στην πραγματική οικονομία » όπως είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι « οι τράπεζες χρηματοδότησαν τον τελευταίο χρόνο ό,τι ήταν πλήρως εξασφαλισμένο ». Η υπουργός Οικονομίας συμπέρανε ότι από αυτές τις ενέργειες των τραπεζών προκλήθηκε « ανεπάρκεια ρευστότητας και πιστωτική ασφυξία οξύνοντας τις αρνητικές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα ».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας της η κυρία Κατσέλη υπονόησε ότι οι τράπεζες χρησιμοποίησαν τις κρατικές ενέσεις ρευστότητας με τα 28 δισ. προς ίδιον όφελος, καθώς όπως είπε « από τα 28 δισ. ευρώ που διατέθηκαν στις τράπεζες είναι γνωστό ότι αυτές χρησιμοποίησαν μόλις 12-13 δισ. Από αυτά τα 4 ενίσχυσαν τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειάς τους, ενώ τα 9 στο σύνολό τους σχεδόν χρησιμοποιήθηκαν για την επαναχρηματοδότηση του Δημοσίου μέσω της αγοράς τίτλων, στηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο και την κερδοφορία των τραπεζών. Αγοράζοντας τίτλους του Δημοσίου με επιτόκια από 3%-5,5%, οι τράπεζες επαναχρηματοδοτήθηκαν μέσω της ΕΚΤ με 1%-1,5%. Η διαφορά αποτέλεσε το κέρδος τους, μια πηγή εσόδων μη επαναλαμβανόμενη » είπε. Τραπεζικοί κύκλοι σχολιάζοντας την ομιλία της κυρίας Κατσέλη δήλωσαν πως « απέχει μακράν από την αλήθεια αφού οι τράπεζες ήταν και παραμένουν η ατμομηχανή της οικονομίας και εξακολουθούν να παρέχουν ρευστότητα στην αγορά » και υπενθύμισαν ότι «οι ελληνικές τράπεζες δεν αναμείχθηκαν σε τοξικά προϊόντα, γι΄ αυτό δεν κινδύνευσαν».
Πρόσθεσαν μάλιστα ότι με τα νομοσχέδια για υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις η κυρία Κατσέλη θα δημιουργήσει κλίμα «ανυπακοής» ακόμη και συνεπών οφειλετών, επιχειρήσεων και καταναλωτών.