Ο στρατός πιέζει να βρει τον ρόλο του
Του Χρίστου Χριστοδούλου*
Οι κλιμακούμενες προκλήσεις της Τουρκίας, πέραν των όποιων αστάθμητων κινδύνων τους για την περιοχή, καθώς επίσης και οι εντεινόμενες τριβές της κυβέρνησης με τις ένοπλες δυνάμεις, φαίνεται ότι εμπεριέχουν και μια παράπλευρη εξέλιξη: Το ότι ο δυσαρεστημένος στρατιωτικός παράγοντας διεκδικεί τον ρόλο που δεν απεμπόλησε ποτέ: Τον έλεγχο της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.Εδώ και μισόν τουλάχιστο αιώνα ο τουρκικός στρατός λειτουργεί αυτόνομα μέσα στο πολιτικό σύστημα της χώρας (και της κοινωνίας των πολιτών της). Οι στρατιωτικοί θεωρούν εαυτούς αλλά και θεωρούνται επίσης από την κοινή γνώμη της Τουρκίας ως οι επίλεκτοι του έθνους.
Χάρη στο υψηλό γόητρο που απολαμβάνουν ως εκφραστές των κοσμικών και πατριωτικών αρχών του Κεμαλισμού, και τη διαρκή παρέμβασή τους στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας, επέβαλαν το πλαίσιο, μέσα στο οποίο υποχρεώθηκαν να κινούνται τα κόμματα και οι φορείς τόσο στην άσκηση της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Το «σύστημα» αυτό προνοεί ότι η πολιτική εξουσία μπορεί μεν να χαράσσει την εξωτερική πολιτική, αλλά τους κύριους άξονές της τούς καθορίζει ο τουρκικός στρατός. Με άλλα λόγια -σύμφωνα μάλιστα με παλαιότερη γραπτή θέση του πανίσχυρου Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας-, οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας θεωρούν την εξωτερική πολιτική πεδίο εκτός πολιτικής, υπεράνω συζήτησης, πέρα από κόμματα, και πάνω από πολιτικούς και κυβερνήσεις που έρχονται και παρέρχονται.
Ανάμεσα στα θέματα που ο τουρκικός στρατός θεωρούσε οιονεί «δικά του», συγκαταλέγονται το Κουρδικό, η πολιτική στο Β. Ιράκ, το ΝΑΤΟ, η ενεργειακή πολιτική, το Αρμενικό, οι σχέσεις της χώρας με την Ε.Ε. και το Ισραήλ, το Κυπριακό και οι ελληνο-τουρκικές διαφορές στο Αιγαίο, τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι εξοπλισμοί. Μάλιστα για όλα τα παραπάνω «κεφάλαια», οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, πέραν των καθαρά στρατιωτικών σχεδιασμών τους, έχουν επίσης συγκροτήσει ειδικά κέντρα μελέτης. Πρόκειται για εξειδικευμένες «μονάδες εργασίας», έργο των οποίων είναι η εκπόνηση αναλύσεων και σεναρίων, η συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού σχετικά με διάφορες απειλές και η κατάρτιση προτάσεων χάραξης πολιτικής αποκλειστικά για στρατιωτική χρήση, ανεξάρτητα από το τουρκικό ΥΠΕΞ. Σε αυτές τις αξιόλογες όντως «δεξαμενές σκέψης» ανήκουν η «Υπηρεσία για το Κυπριακό και το Αιγαίο», το «Κέντρο Στρατηγικών Ερευνών και Μελετών» (διεθνή θέματα), η Ανατολική Ομάδα Εργασίας (Κουρδικό), η Δυτική Ομάδα Εργασίας (θρησκευτική αντίδραση) κ.λπ.
Πάμπολλα παραδείγματα επιβεβαιώνουν την αδιαμφισβήτητη δικαιοδοσία του στρατού να διαχειρίζεται κατά το δοκούν θέματα εσωτερικής ή διεθνούς σημασίας, μέσω μιας διασταλτικής ερμηνείας του όρου «εθνική ασφάλεια» της χώρας. λ.χ. επί κυβερνήσεως του ισλαμιστή Ερμπακάν, η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας ενημερώθηκε εκ των υστέρων από τους πασάδες, για την πλέον σημαντική τότε επιχείρηση των ενόπλων δυνάμεων στο Β. Ιράκ εναντίον των Κούρδων. Το ίδιο συνέβη και με την εκτός Τουρκίας σύλληψη ενός εκ των υπαρχηγών του Οτσαλάν. Είναι επίσης γνωστό ότι σε αρκετές περιπτώσεις που το τουρκικό ΥΠΕΞ «αποπειράθηκε» να ενημερώσει τον στρατό με εκθέσεις του για το Αρμενικό, τη ΝΑ Τουρκία και το Κουρδικό, έλαβε την απάντηση «να αφήσει την υπόθεση στο Γενικό Επιτελείο».
Τα τελευταία 20 χρόνια, άλλωστε, πρωτοβουλίες όπως εκείνες του Οζάλ, της Τσιλέρ και του Ισμαήλ Τζέμ στο Κουρδικό, το Κυπριακό, (και όχι μόνο), εμποδίστηκαν, και επικρίθηκαν δημόσια από τους στρατιωτικούς. Το πλέον ακατανόητο για τον Δυτικό παρατηρητή είναι ότι οι διάφορες κυβερνήσεις της χώρας με εξαίρεση τον μακαρίτη Τουργκούτ Οζάλ (και τώρα τον κ. Ερντογάν), αποδέχτηκαν ως κάτι φυσιολογικό την κατάσταση αυτή και δεν αποτόλμησαν να την αλλάξουν.
Ετσι τώρα, η προφανής κρίση στις σχέσεις των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας με το πολιτικό Ισλάμ της χώρας, οι ανοιχτές επιφυλάξεις του στρατού στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια της κυβέρνησης του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, οι εις βάρος των στρατιωτικών αποκαλύψεις της δίκης της υπόθεσης Εργκένεκον και η προνομιακή αναβάθμιση του στρατηγικού ρόλου της Τουρκίας (και του κ. Ερντογάν) από τις ΗΠΑ, έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα «αναμονής εξελίξεων» στη γείτονα. Παρ' ότι η εργώδης δραστηριότητα του κ. Νταβούτογλου και του υπουργείου των Εξωτερικών της Τουρκίας δεν παραπέμπει σε ποδηγέτηση της «βαθιάς στρατηγικής» του από τις ένοπλες δυνάμεις, εν τούτοις οι τραυματικές πολιτικές εμπειρίες του παρελθόντος, από τον τρόπο που εκφράστηκε εκάστοτε η δυσαρέσκεια του στρατού, κάνουν την κατάσταση στο εσωτερικό της Τουρκίας ανήσυχη, το status στην πέριξ της περιοχή ασταθές και την εκ νέου στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής της πιθανή.
* Δημοσιογράφος - Συγγραφέας