Μεταξύ ρωσικής σφύρας και αμερικανικού άκμονα η ελληνική εξωτερική πολιτική - Πετρελαϊκές έρευνες στη Μεγαλόνησο και η απάντηση της Άγκυρας στο Καστελόριζο
Σίγουρα δεν διανύει μία από τις καλύτερες περιόδους της η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Αδράνεια ή καθυστερήσεις σε μια σειρά υποθέσεων, δύσκολες συγκυρίες, αλλά και κακές εκτιμήσεις καταστάσεων στο διεθνές περιβάλλον της χώρας, έχουν φέρει την πολιτική ηγεσία σε μια πολύ δύσκολη θέση.
Σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική υποχρεώνεται να διαπιστώσει μια δυσάρεστη πραγματικότητα: Η Ουάσινγκτον και η Μόσχα αναδεικνύουν σε σημαντικό διεθνή στρατηγικό παράγοντα την Τουρκία και υποβαθμίζουν εμμέσως την Ελλάδα, την οποία είτε ευγενικά «αγνοούν» είτε Θεωρούν «δεδομένη», άρα και όχι ενδιαφέρουσα «περίπτωση» στην περιοχή στην παρούσα συγκυρία.
Ο πρόεδρος Ομπάμα έδειξε γρήγορα ότι το επιτελείο του θεωρεί την Τουρκία το πιο χρήσιμο "εργαλείο» του στο πεδίο της «τακτοποίησης» των σχέσεων της νέας ηγεσίας των ΗΠΑ με τον μουσουλμανικό κόσμο, ενώ και η Μόσχα δημιουργεί σταθερές σχέσεις με την Άγκυρα, όπως φάνηκε καθαρά από τις συμφωνίες που υπέγραψε προ ημερών ο κ. Πούτιν με την Τουρκία, αλλά και από τις δηλώσεις του, που έφτασαν έως και να ικανοποιούν την τουρκική πλευρά, σχετικά με την υπόθεση της Κύπρου. Εννοείται ότι αυτό το «κλίμα» επηρεάζει και τη στάση ισχυρών χωρών της Ε.Ε. απέναντι στην Ελλάδα και την υπό ένταξη Τουρκία. Η Αθήνα δεν μπόρεσε να εμποδίσει αυτή την εξέλιξη ή τουλάχιστον να έχει προετοιμαστεί, ώστε να έχει κάποιες διπλωματικές απαντήσεις μπροστά σε αυτή την «καταιγίδα». Και είναι βεβαίως εντυπωσιακό το ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να κρατήσει σε ένα υψηλό επίπεδο τις σχέσεις της με τη Μόσχα (τι απέγινε εκείνος ο «έρωτας» Καραμανλή - Πούτιν;), αλλά ούτε και να έχει τη σωστή και έγκαιρη πληροφόρηση σχετικά με τα σχέδια της Μόσχας στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής.
Ρίαλ πολιτίκ
Αυτή η κατάσταση -σε συνδυασμό με το ότι π ελληνική εξωτερική πολιτική δεν έχει καμία ιδιαίτερη και διεθνώς ενδιαφέρουσα παρουσία στα Βαλκάνια, στη Μ. Ανατολή ή αλλού- περιορίζει εξαιρετικά τώρα τις κινήσεις της στη διεθνή σκηνή. Και όπως είναι φυσικό, η ιδιαιτέρως αναβαθμισμένη Τουρκία, «αγαπημένο παιδί» των δυο υπερδυνάμεων πλέον, αυξάνει ήδη την πίεση της στην Ελλάδα προκειμένου να πετύχει τους στόχους της: συνδιοίκηση στο Αιγαίο, μεταβολή των θαλάσσιων συνόρων με την Ελλάδα δυτικά της Τουρκίας, διατήρηση των «κεκτημένων» της στην Κύπρο με ακύρωση και κάθε περίπτωσης ελληνικής στήριξης της κυπριακής άμυνας, έλεγχο στρατιωτικό και οικονομικό (βλ. ενεργειακό) στην Αν. Μεσόγειο και «επιθετική» πολιτική στη Δ. Θράκη (τώρα με «παιχνίδι» και στα Δωδεκάνησα).
Στις επιδιώξεις της αυτές", η Άγκυρα υπολογίζει (όχι λανθασμένα) ότι καμία ισχυρή διεθνής δύναμη δεν θα παρεμβάλει ιδιαίτερα εμπόδια. Το πιθανότερο είναι να κληθεί κάποια στιγμή η Ελλάδα από φίλους της, εταίρους και συμμάχους, να αντιμετωπίσει με «ρεαλισμό» τις τουρκικές απαιτήσεις. Άλλωστε, η Άγκυρα για την υπόθεση του Αιγαίου διαθέτει ουκ ολίγα επιχειρήματα, νομικά και πολιτικά, τα οποία μπορεί να αντλεί από τα κείμενα της Μαδρίτης (1997) και του Ελσίνκι (1999), που φέρουν ελληνική συνυπογραφή…
Τα δύσκολα...
Το πώς θα θελήσει να κλιμακώσει η Άγκυρα την πίεση της προς την Ελλάδα στο Αιγαίο μένει να διαπιστωθεί. Αυτό πάντως που περισσότερο ανησυχεί αυτή τη στιγμή την Αθήνα είναι το πώς θα εξελιχθεί η υπόθεση των πετρελαϊκών ερευνών (από μεγάλες αμερικανικές εταιρείες) της Κυπριακής Δημοκρατίας στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της (ΑΟΖ).
Η Τουρκία έχει σφοδρές «αντιρρήσεις» γι αυτές τις έρευνες και θεωρείται βέβαιο ότι, αν τον Σεπτέμβριο οι έρευνες για λογαριασμό της Κύπρου ξεκινήσουν -όπως είναι προγραμματισμένο να γίνει-, τότε η Άγκυρα θα απαντήσει με δικό της «τρύπημα» υφαλοκρηπίδας, σε μια ΑΟΖ στην οποία δεν υφίσταται ελληνική υφαλοκρηπίδα (Καστελόριζο). Σ' αυτή την περίπτωση, τίθεται φυσικά ερώτημα τι θα κάνει η Αθήνα απέναντι σε μια τέτοια τουρκική κίνηση. Η ένταση θα είναι αναπόφευκτη στην περιοχή. Και η διαχείριση της θα είναι εξαιρετικά δύσκολη για την Αθήνα.
Κ. Ι. Αγγελόπουλος