Η Γενική Γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κα Νίκη Γκοτσοπούλου συμμετείχε , σε ημερίδα του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών με θέμα «Ανάπτυξη Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης του Λαϊκού Πολιτισμού». Στον εναρκτήριο χαιρετισμό της, η Γενική Γραμματέας του ΥΠ.Ε.Π.Θ. ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Οι συνθήκες συγκρότησης και ανάπτυξης της λαογραφίας, συναρτώνται με το ζήτημα του προσδιορισμού της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας και των προσανατολισμών του νεοσύστατου Ελληνικού Εθνικού κράτους το 19ο αιώνα. Η έννοια του λαού μπήκε στο στόχαστρο πολλών ιδεολογικών διενέξεων. Η Ελληνική λαογραφία γεννήθηκε και απέκτησε εθνοκεντρικό χαρακτήρα εξαιτίας των απόψεων και ισχυρισμών του Fallmerayer, για την καταγωγή του Ελληνικού πολιτισμού.
Στην αρχή για λόγους πατριωτικούς, και αργότερα για καθαρά επιστημονικούς, η επίθεση αυτή αποτέλεσε πρόκληση στη συνείδηση την πνευματικά προικισμένων Ελλήνων και Φιλελλήνων, όπως π.χ του Σπυρίδων Ζαμπέλιου και Κων/νου Παπαρρηγόπουλου των οποίων το ενδιαφέρον για τον ελληνικό λαό και την εθνική του υπόσταση έφερε στο φως τα πρώτα λαογραφικά στοιχεία του ελληνικού έθνους.
Ο Νικόλαος Πολίτης, στη συνέχεια, με το πολυσύνθετο έργο και την πολύπλευρη προσωπικότητά του, συνέβαλε καθοριστικά στη συγκρότηση μιας πολυσυζητημένης εθνικής ιδεολογίας, εδραιώνοντας παράλληλα στην Ελλάδα, την επιστήμη της Λαογραφίας.
Οι συνεχιστές του έργου του, στενοί συνεργάτες και μαθητές του, Κυριακίδης και Μέγας, συστηματοποίησαν το αντικείμενο της επιστήμης με τη διαίρεση της λαογραφικής ύλης στις φυσικές, πνευματικές και κοινωνικές δραστηριότητες του ανθρώπου.
Η ίδρυση του Λαογραφικού Αρχείου το 1918 και η μετονομασία του το 1966 ως Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας δίνει τεράστια ώθηση στην επιστήμη της Λαογραφίας στην χώρα μας, συλλέγοντας σπάνιο και πλούσιο πρωτογενές υλικό. Σύντομα εξελίσσεται σε θεματοφύλακα της εθνικής συνείδησης και της πολιτισμικής ταυτότητας του Ελληνισμού.
Σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από το άγχος, την αστάθεια, την κρίση των αξιών, τις επιφανειακές ανθρώπινες σχέσεις και την μοναξιά. Καιροί απρόσωποι, όπου ο άνθρωπος χάνεται στην ανωνυμία και την μονοτονία της πόλης και αποπροσανατολίζεται από τις αναρίθμητες πληροφορίες. Σε αυτή την εποχή κυριαρχίας της ύλης, της ταχύτητας, της απόλυτης εξειδίκευσης περιφρονήσαμε, ή στην καλύτερη περίπτωση αμφισβητήσαμε την πολιτιστική μας παράδοση και τις αξίες της. Υποτιμήσαμε τις ανθρωπιστικές επιστήμες, την παιδεία προς χάριν της εκπαίδευσης .
Η παράδοση όπως είναι γνωστό παραδίδεται από γενιά σε γενιά και ενσωματώνεται στην κοινωνική μνήμη, μέσω διαφόρων μηχανισμών κοινωνικοποίησης κυρίως με την δημοσιοποίησή της και την ένταξή της στο ιδιωτική και δημόσια καθημερινή ζωή. Η αργή διαδικασία ένταξης εξωτερικών στοιχείων στον παραδοσιακό πολιτισμό εξασφάλιζε κατά το παρελθόν μια λογική συνέχεια. Αυτή η ισορροπημένη συνέχεια απειλείται σήμερα από την ταχύτητα αλλαγής των κοινωνικών δεδομένων και την παγκοσμιοποίηση. Χρέος μας λοιπόν, είναι η διατήρηση των στοιχείων εκείνων που εκφράζουν πανανθρώπινες διαχρονικές αξίες και ιδανικά, χρησιμοποιώντας μάλιστα το ίδιο όπλο που μας απειλεί: τις νέες τεχνολογίες.
Με το υψίστης σημασίας έργο, που ολοκληρώθηκε και παρουσιάζεται σήμερα, μέσω του Επιχειρησιακού προγράμματος Κοινωνία της Πληροφορίας, θα δοθεί η δυνατότητα στο Κέντρο, να συντηρήσει αποτελεσματικά το πολύτιμο υλικό του, (πάνω από 1 εκατομμύριο τεκμήρια, καθώς και το σύνολο των εκδόσεών του) ακολούθως δε, να λειτουργήσει ως παγκόσμιος πρεσβευτής του Ελληνισμού μέσω του κόμβου, αλλά και μέσω των επαφών του με διεθνή ιδρύματα και φορείς, όπως π.χ. η πρόσφατη συνεργασία με το «Μουσείο των Πολιτισμών της Ευρώπης» της Μασσαλίας ή την διοργάνωση του 15ου συνεδρίου της Διεθνούς Εταιρείας Λαϊκής αφηγηματολογικής Έρευνας τον Ιούνιο στην Αθήνα.
Ταυτόχρονα με το εκπαιδευτικό λογισμικό, το Κέντρο θα μπορεί πλέον να λειτουργεί παιδευτικά προς κάθε μαθητή ή απλό επισκέπτη, ενώ κομβικής σημασίας αποτελεί η δυνατότητα σύνδεσής του με εθνοτοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους που αυτόματα το μετατρέπουν στον πιο αξιόπιστο φορέα έρευνας και βήμα θεωρητικού και μεθοδολογικού προβληματισμού καθώς μέσω της διαδικτυακής πύλης εξασφαλίζεται η πρόσβαση στο περιεχόμενο των συλλογών, στην επιστημονική επετηρίδα και στα δημοσιεύματά του.
Ειλικρινά αποτέλεσε μέγιστη τιμή προς το πρόσωπό μου η πρόσκλησή σας αυτή. Με μεγάλη χαρά αλλά και συγκίνηση θα ήθελα να εκφράσω προς το Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας και κατ’ επέκταση στην Ακαδημία Αθηνών τα θερμά μου συγχαρητήρια για το εύρος του έργου που επιτελείτε σε Εθνική και Επιστημονική διάσταση. Θεωρώ απαραίτητο συνάμα να υπογραμμίσω την δεδομένη συμπαράσταση της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΠΘ στο έργο αυτό. Εξυπακούεται ότι θα είμαστε αρρωγοί σε κάθε μελλοντική αντίστοιχη ενέργειά σας κυρίως στον τομέα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης του Κέντρου είτε μέσω Εθνικών είτε μέσω Ευρωπαϊκών πόρων στα πλαίσια πάντα του εφικτού.»