Ο Βουλευτής κ. Νίκος Σηφουνάκης την Παρασκευή και το Σάββατο 13-14 Μαρτίου, παρευρέθη στο Ναύπλιο, συμμετέχοντας ως ομιλητής μαζί με τους Φώτη Κουβέλη, Θεόδωρο Πάγκαλο, Ι. Δραγασάκη κ.α., στις τιμητικές εκδηλώσεις για τον Γρηγόρη Φαράκο, που διοργανώθηκαν δύο χρόνια μετά το θάνατο του στη γενέθλια πόλη του, στην ιστορική αίθουσα του Βουλευτικού Ναυπλίου. Το θέμα της ομιλίας του κ. Νίκου Σηφουνάκη για τον αγωνιστή της Αριστεράς και πρώην Γενικό Γραμματέα Κ.Κ.Ε. Γρηγόρη Φαράκο, είχε τίτλο «Μια δύσκολη πορεία με αυτογνωσία, σε μια δύσκολη εποχή».
Στην ομιλία του ο κ. Σηφουνάκης μεταξύ άλλων σημείωσε:
«Πριν περίπου πέντε χρόνια, τον Δεκέμβριο του 2004, δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από ένα άνθρωπο που τιμούσα για την ακεραιότητα του και την αφοσίωση στην ιδεολογία του, την οποία τίμησε με αγώνες και πλήρωσε με κακουχίες, όσο λίγοι Έλληνες. Ο Γρηγόρης Φαράκος, επέλεξε τότε να είμαι ένας εκ των παρουσιαστών, του τελευταίου όπως αποδείχτηκε βιβλίου του, με τίτλο «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Σχέσεις Κ.Κ.Ε και Κομμουνιστικού Κέντρου».
Αποδέχτηκα την τιμητική για μένα πρόσκληση και όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο – ντοκουμέντο, ξαναναψηλάφησα και ξανατένισα – με την σχετικά ικανή χρονική πλέον απόσταση - μια από τις πλέον πολυτάραχες και πολύπαθες περιόδους της νεότερης πολιτικής μας ιστορίας, που είχε πολλαπλές και σημαντικές επιπτώσεις στα χρόνια που ακολούθησαν τον καταστροφικό εμφύλιο.
Ο Γρηγόρης Φαράκος, φοιτητής στο Ε.Μ.Π. το 1940, στρατευμένος όπως χιλιάδες νέοι στο ΕΑΜ και αργότερα στο ΚΚΕ, παρών στην αντίσταση για την απελευθέρωση της πατρίδας, βρέθηκε και αυτός στην δίνη του εμφυλίου που ακολούθησε και με την λήξη του εισέπραξε τα επίχειρα των ηττημένων. Εξορία, προσφυγιά, φυλακή, βασανιστήρια. Στα δεκαοκτώ χρόνια που ακολούθησαν, 1949-1967, μιας έωλης περιόδου αναμονής αλλά και προσμονής, μιας δικαίωσης που δεν ερχόταν, και που το όπλο είχε αποκλίνει από την «παράποδα θέση» που πρόσταζε η ηγεσία, ο Γ. Φαράκος ήταν μεταξύ εκείνων που εξακολουθούσαν να πιστεύουν στην δυνατότητα της δημιουργίας των κατάλληλων συνθηκών ανατροπής του νέοαποικιακού συστήματος της Ελλάδας.
Η διαδρομή του Γρηγόρη Φαράκου από τότε μέχρι το 1991 υπήρξε δύσκολη, ίσως αντιφατική. Πως αλλιώς όμως θα πορευόταν ένα δρών στέλεχος; Και πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να λιχνίσει μια ολόκληρη πορεία. Είχε το χάρισμα της νηφάλιας πειθούς που παρέπεμπε και προσέβλεπε στην καταλληλότερη στιγμή που όμως δεν ήλθε και φυσικά δεν θα ερχόταν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφού εξάντλησε κάθε τρόπο και εξαντλήθηκε η υπομονή του, πήρε τη θέση που του ταίριαζε, ως πολιτικός, ως διανοούμενος, ως μαχητής.
Ενώ άλλοι με τον ερχομό της χούντας επέλεξαν την συνέχιση των ατέρμονων αναλύσεων και μιας καταστροφικής κριτικής και εσωστρέφειας με κορωνίδα το δόγμα πρώτα θα «ωριμάσουν οι συνθήκες» για το νέο λαϊκό κίνημα που θα φέρει τον σοσιαλισμό και μετά θα ενεργοποιηθούμε, ο Γρηγόρης Φαράκος προτίμησε την δράση. Την άμεση εμπλοκή του. Εισήλθε παράνομα στην Ελλάδα, δραστηριοποιήθηκε στην αντίσταση, συνελήφθηκε, βασανίστηκε και έμεινε στην απομόνωση μέχρι την μεταπολίτευση.
Συνδέθηκα μαζί του σε μια άλλη σχετικά δύσκολη πολιτική στιγμή. Τον Ιούνιο του 1989, νέος βουλευτής εγώ του απολογούμενου και διωκώμενου ΠΑΣΟΚ και του ηγέτη του, βουλευτής και στέλεχος εκείνος του Κ.Κ.Ε και αργότερα του ενιαίου ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ. Δύσκολη περίοδος για μας αλλά δύσκολη και για κείνον που ανεξάρτητα αν ο ίδιος ξεχώριζε με την πανθομολογούμενη σεμνότητα, χωρίς ηθικολογικές εκρήξεις, από την άλλη βρισκόταν σ’ ένα κόμμα που μετά το λάθος της αποχής του 1946, οδηγείτο και πάλι σε παρόμοιο λάθος. Και αυτήν την φορά δεν ετίθεντο σημαντικά πολιτικά διλήμματα και δεν διακυβεύονταν μεγάλα λαϊκά συμφέροντα.
Κρατώ καλά στη μνήμη μου όμορφες στιγμές και εμπειρίες που έζησα μαζί του, όπως ένα ταξίδι μας, το 1990 στην Αμερική, όταν συνοδεύαμε μια άλλη μεγάλη μορφή της Ελληνικής Αριστεράς, τον Μάρκο Βαφειάδη. Συμμετείχαμε στο αφιέρωμα που έκανε η Ένωση Αμερικάνων Δημοσιογράφων για την πολύκροτη υπόθεση της δολοφονίας του δημοσιογράφου Πόλκ στην Ελλάδα, τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, όπου τιμώμενο πρόσωπο και κύριος ομιλητής ήταν ο Μάρκος. Ο Γρηγόρης πατούσε για πρώτη φορά το πόδι του στην Μέκκα του καπιταλισμού, με επίσημο καλεσμένο τον «δαιμονισμένο Πρωθυπουργό του βουνού». Είχαν απαιτηθεί πολλές προσπάθειες, πολλές δημοσιογραφικές έρευνες για να πεισθούν οι Αμερικάνοι συνάδελφοι του Πόλκ, πως δεν δολοφονήθηκε ο διακεκριμένος Αμερικανός στα βουνά της Ελλάδας από τους διωκόμενους τότε αριστερούς και πως η όλη υπόθεση, μάλλον ήταν μια καλοσχεδιασμένη προβοκάτσια για να δυσφημίσουν την πλευρά των ηττημένων του εμφυλίου. Ο Μάρκος μόλις είχε εκλεγεί Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και παρότι το άσμα δεν τον βοηθούσε να εκφράζεται με καθαρότητα και ανέπνεε με δυσκολία, η επαναλαμβανόμενη φράση του ήταν: «Γρηγόρη άστα δεν τα γνωρίζεις, δεν έζησες ό,τι εγώ βίωσα». Ο Γρηγόρης έγνεφε το κεφάλι και ρουφούσε μανιωδώς την πίπα που κρατούσε στο χέρι.
Για τους περισσότερους συντρόφους του και όχι μόνο ο Γρηγόρης Φαράκος επί περίπου μισό αιώνα, ως υψηλό στέλεχος στο κόμμα, πορεύθηκε ως «ορθόδοξος Κομμουνιστής», ως σταθερός ιδεολόγος, αλλά και ως άνθρωπος της αυταπάρνησης και της λιτότητας που δεν έκανε ποτέ εκπτώσεις στις θέσεις του. Όπως σημείωσα και στην αρχή αυτό δεν υπήρξε κατ΄ ανάγκη κάτι αρνητικό.
Ήταν όμως τελικά μόνο αυτό ο Γρηγόρης Φαράκος; Θα περιορίζαμε κατά πολύ την προσφορά του, τη πορεία του, αλλά και την επιστημονική εργασία του, αν καταλήγαμε μόνο σ’ αυτή τη μονοσήμαντη διαπίστωση.
Ο Γρηγόρης Φαράκος είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανιδιοτελής πολιτικής στράτευσης. Ας αναλογιστούμε ότι εκείνα τα χρόνια, η ιδεολογία αποτελούσε ασπίδα και διέξοδο για τουλάχιστον τρεις γενιές σε κάθε γωνιά της γης ενάντια στην καταπίεση και την αδικία. Απεδείχθη όμως ότι όσο περνούσε ο καιρός, αντιλαμβανόταν τα όρια της αντοχής ενός θνήσκοντος συστήματος και την ανάγκη ανανέωσης και αναπροσαρμογής του, προκειμένου ν’ ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες.
Ολοκληρώνοντας χωρίς επιφύλαξη μπορώ να ισχυριστώ ότι ο ίδιος ποτέ δεν θα θριαμβολογούσε αυτάρεσκα για την εκ των υστέρων δικαίωση δεν ήταν του ήθους του να ξεκόψει από το πολιτικό του παρελθόν ή να αναθεωρήσει την ιστορία του. Αποπειράθηκε νηφάλια και σεμνά με το ειδικό βάρος που είχε να πει αυτό που ο ίδιος κατέληξε και να ξανανοίξει τη συζήτηση απαλλαγμένος από τις ξερές κομματικές γραμμές.»