Μία μεγάλη αδικία που διέπραξαν οι τράπεζες σε βάρος όσων είχαν λάβει στεγαστικό δάνειο μέχρι τις αρχές του 2003 αποκαθίσταται με πλήθος δικαστικών αποφάσεων που στο σύνολό τους δικαιώνουν τους καταναλωτές. Πρόκειται για μία αδικία που παραμένει επίκαιρη, στο βαθμό που οι τράπεζες εξακολουθούν να μην αποδίδουν στους δανειολήπτες αυτούς την μείωση του επιτοκίου που δικαιούνται με βάση τις μειώσεις των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στις συμβάσεις των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο που είχαν χορηγηθεί μέχρι το 2003 οι τράπεζες δεν ανέφεραν κριτήρια ή δείκτες, με βάση τα οποία θα έπρεπε να διακυμαίνεται το επιτόκιο των δανείων. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκαν για να διαμορφώνουν κατά βούληση τα επιτόκια των δανειοληπτών, τα οποία κρατούσαν αδικαιολόγητα σε υψηλότερα επίπεδα. Ο μονομερής αυτός προσδιορισμός του κυμαινόμενου επιτοκίου κρίθηκε, όμως, επανειλημμένα με αποφάσεις ανώτερων δικαστηρίων αλλά και του Αρείου Πάγου που εκδόθηκαν επί συλλογικών αγωγών της ΕΚΠΟΙΖΩ καταχρηστικός. Σύμφωνα με αυτές τις αποφάσεις, οι τράπεζες θα έπρεπε να αναφέρουν στις συμβάσεις τους συγκεκριμένα, εύλογα για τον καταναλωτή, κριτήρια με βάση τα οποία θα διακυμαίνεται το επιτόκιο του δανείου.
Το ζήτημα απέκτησε εξαιρετική σημασία για τους παλαιότερους δανειολήπτες. Την περίοδο 2001-2003 υπήρξε μία ραγδαία πτώση του κόστους του χρήματος για τις τράπεζες. Τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τα διατραπεζικά επιτόκια μειώθηκαν την περίοδο αυτή κατά 2,75 εκατοστιαίες μονάδες. Ωστόσο, οι τράπεζες δεν απέδωσαν το όφελος στους δανειολήπτες αυτούς, καθώς αυτές δεν μείωσαν ή προέβησαν σε μικρότερες μειώσεις των κυμαινόμενων επιτοκίων των στεγαστικών δανείων. Το αποτέλεσμα ήταν όσοι είχαν στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο την παραπάνω περίοδο (ιδίως 2001, 2002, 2003) να πληρώσουν τα επόμενα χρόνια, και μάλιστα - όσοι δεν έχουν μετατρέψει ή μεταφέρει με ευνοϊκότερους
όρους τα δάνειά τους - να πληρώνουν ακόμη και σήμερα, περισσότερους τόκους από όσους θα όφειλαν να πληρώσουν.
Μάλιστα, όταν από τα τέλη του 2005 άρχισαν να ανεβαίνουν και πάλι τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν δίστασαν πολλές από τις τράπεζες αυτές να προβούν και σε περαιτέρω αυξήσεις παρά το γεγονός ότι χρωστούσαν στους δανειολήπτες τις παραπάνω μειώσεις. Το πρόβλημα οξύνθηκε τους τελευταίους έξι μήνες όπου και πάλι τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είχαν μία ραγδαία μείωση ύψους 2,75 ποσοστιαίων μονάδων που ομοίως οι τράπεζες δεν απέδωσαν ανάλογα στους παλιούς δανειολήπτες. Το αποτέλεσμα είναι να εκτοκίζονται και σήμερα τα δάνειά τους με επιτόκιο που είναι αδικαιολόγητα υψηλότερο μέχρι και τρεις εκατοστιαίες μονάδες.
Πλήθος καταναλωτών προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη, ζητώντας να τους επιστραφούν τα ποσά των τόκων που αδικαιολόγητα κατέβαλαν εξαιτίας της μη (επαρκούς) μείωσης των επιτοκίων. Ήδη έχουν εκδοθεί συνολικά 20 δικαστικές αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών (ενδεικτικά 52/2009, 164/2009, 294/2009, 470/2009, 604/2009, 605/2009, 646/2009) και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (απόφαση 346/2009) που όλες δικαιώνουν στο ακέραιο τους δανειολήπτες. Όλες δέχονται, ειδικότερα, ότι ακόμη και αν οι τράπεζες δεν αναφέρουν στις συμβάσεις στεγαστικών δανείων κριτήρια διακύμανσης του επιτοκίου, θα πρέπει το επιτόκιο να παρακολουθεί τις διακυμάνσεις των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Τα ποσά τα οποία επιστρέφονται στους δανειολήπτες ως αδικαιολογήτως καταβληθέντα είναι ιδιαίτερα σημαντικά (σε ορισμένες από τις είκοσι περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσόν των 10.000 ευρώ). Το δικαιούμενο ποσόν αποζημίωσης είναι συνάρτηση του ύψους του δανείου, του χρόνου χορήγησής του, της έκτασης και της διάρκειας της καταστρατήγησης της υποχρέωσης της κάθε τράπεζας να μειώσει τα επιτόκια. Ενδεικτικά, μπορεί να αναφερθεί, με βάση και τα μερίδια της σχετικής αγοράς, ότι στην περίπτωση ενός δανείου ύψους 100.000 ευρώ που χορηγήθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2001 η αποζημίωση που δικαιούται ο δανειολήπτης για το χρονικό διάστημα που έτρεξε το δάνειο μέχρι το 2006 υπερβαίνει το ποσόν των 7.000 ευρώ. Σημαντική αποζημίωση δικαιούνται λοιπόν και όσοι έχουν ήδη τα τελευταία χρόνια μεταφέρει ή επέτυχαν να τροποποιήσουν τα δάνειά τους. Αν μάλιστα το δάνειο αυτό δεν έχει μετατραπεί με μεταγενέστερη συμφωνία ή μεταφερθεί σε άλλη τράπεζα η απαίτηση του δανειολήπτη μπορεί να υπερβαίνει σήμερα το ποσόν των 10.000 ευρώ. Πέραν της επιστροφής ποσών οι δανειολήπτες της παραπάνω περιόδου δικαιούνται μάλιστα να έχουν σήμερα πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από
αυτό που οι ίδιοι πληρώνουν ή ακόμη και από αυτό που προσφέρουν οι τράπεζες στις νέες τους χορηγήσεις.
Με δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των δανειοληπτών είχε λάβει κατά την παραπάνω περίοδο δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, είναι φανερό ότι είναι δεκάδες χιλιάδες οι δανειολήπτες που δικαιούνται επιστροφή χρημάτων εξαιτίας του γεγονότος ότι οι δόσεις που κατέβαλαν έχουν υπολογισθεί με υψηλότερο επιτόκιο. Εξάλλου, είναι φανερό από τα παραπάνω ότι σοβαρές αξιώσεις αποζημίωσης κατά των τραπεζών έχει το Ελληνικό Δημόσιο και ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, όταν και κατά την αναλογία που επιδοτούσαν το επιτόκιο στεγαστικών δανείων.
Παρακάτω επισυνάπτονται ενδεικτικά δύο πίνακες που αποδίδουν αφενός σε συγκεκριμένο παράδειγμα το ποσόν κατά το οποίο οι τράπεζες επιβάρυναν αδικαιολόγητα τον δανειολήπτη, αφετέρου την αδικαιολόγητη διαφορά που εμφανίζουν τα επιτόκια των δανείων αυτών σήμερα σε σχέση με το επιτόκιο που θα έπρεπε να εφαρμόζεται. Αντίστοιχα ισχύουν και για όλες τις τράπεζες που δεν συμπεριλαμβάνονται στους πίνακες.
Για περισσότερες πληροφορίες: τηλεφωνικό κέντρο 210 330.44.44,
e-mail: info@ekpizo..gr , Ιστοσελίδα: www.ekpizo..gr