Ο 20ετής «εναγκαλισμός» Siemens - ΟΤΕ
Να ερευνηθούν τα οικονομικά της εταιρείας από το 1990, ζητεί ο τότε υπουργός Μεταφορών κ. Γ. Κεφαλογιάννης
Του Βασιλη Νεδου
Είναι Ιούλιος του 1989. Οπως συνηθιζόταν πολλές φορές εκείνη την εποχή, ο Θεοφάνης Τόμπρας, πανίσχυρος γενικός διευθυντής του ΟΤΕ μπήκε στο γραφείο του, πέταξε πάνω ένα τσαντάκι που συνήθως κουβαλούσε και δίπλα σε αυτό ακούμπησε μαλακά το όπλο του. Με το περίστροφο στη μέση, στο σακάκι ή στο τραπέζι μπροστά του, ο Τόμπρας είχε συγκαλέσει πολλές φορές το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού. Λίγες ημέρες νωρίτερα ο ΟΤΕ ανέθετε απευθείας στις εταιρείες Siemens - Intracom 470.000 ψηφιακές παροχές αξίας 32,5 δισεκατομμυρίων δραχμών. Εκείνη την ημέρα ουσιαστικά ξεκινούσε ένας αργόσυρτος, σφιχτός εναγκαλισμός της Siemens με τον ΟΤΕ. Βέβαια οι πρώτες αναθέσεις είχαν γίνει ένα χρόνο νωρίτερα, το 1988, αλλά οι συμφωνίες του 1989 «έδεσαν» για πάντα τη μοίρα του ΟΤΕ με τη Siemens και την Intracom. Στο πέρασμα των χρόνων για χάρη των στενών σχέσεων με τον γερμανικό κολοσσό υπουργοί θυσιάστηκαν, οι ηθικές άμυνες εξέπεσαν και –όπως αναδεικνύεται τους τελευταίους μήνες– ο εναγκαλισμός υπήρξε μοιραίος για την όποια αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Πρόσφατα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Θεόδωρος Ρουσόπουλος ανακοίνωσε ότι θα ερευνηθούν τα οικονομικά της Siemens από το 1997 μέχρι σήμερα. Από τότε δηλαδή που υπεγράφησαν οι τελευταίες προγραμματικές συμφωνίες μεταξύ του ΟΤΕ και των εταιρειών Siemens και Intracom. Ωστόσο, όπως λέει, σήμερα, ο σύμβουλος του πρωθυπουργού, κ. Γιάννης Κεφαλογιάννης, ένας εκ των υπουργών που είδαν από κοντά τη γέννηση του φαινομένου, «εφόσον θέλουμε πράγματι κάθαρση του πολιτικού βίου πρέπει να ξεκινήσουμε την έρευνα από το 1990. Αν γίνει έρευνα μόνο από το 1997 τότε κουκουλώνεται όλη η προϊστορία του 1990. Αν δεν γίνει κάθαρση ούτε τώρα, δεν θα γίνει ποτέ».
Γ. Κεφαλογιάννης και η κρίση ’89 - ’90
Το 1989, λίγο πριν από την εκλογική νίκη της Ν.Δ., ο εισαγγελέας ματαίωσε τη σύμβαση που είχε υπογράψει ο ΟΤΕ με τη γερμανική Siemens και την Intracom του κ. Σωκράτη Κόκκαλη. Μετά τις εκλογές, όμως, η υπόθεση πήρε άλλη τροπή. Η πολιτική αστάθεια και οι αλλεπάλληλες κυβερνήσεις δεν δημιουργούσαν προϋποθέσεις για τη σοβαρή αντιμετώπιση οποιουδήποτε ζητήματος. Στις 20 Δεκεμβρίου 1989 και στις 31 Ιανουαρίου 1990 υπογράφονται συμβάσεις του τότε, ακόμη, κρατικού ΟΤΕ, με τις δύο εταιρείες (Intracom και Siemens) συνολικού ύψους 31,5 δισεκατομμυρίων δραχμών.
Η δεύτερη σύμβαση οδήγησε τον τότε υπουργό Μεταφορών κ. Κεφαλογιάννη στα πρόθυρα της παραίτησης και σε παρασκηνιακή σύγκρουση με τον τότε πρόεδρο της Ν.Δ. κ. Κώστα Μητσοτάκη. Οπως περιγράφει στην «Κ» ο κ. Κεφαλογιάννης, πριν από την επικύρωση της σύμβασης, διαπίστωσε ότι «δεν επρόκειτο για την καλύτερη τεχνολογία αλλά και η τιμή ήταν διπλάσια απ’ ό,τι στην διεθνή αγορά». Λέει μάλιστα ότι εισηγήθηκε να πραγματοποιηθεί διαγωνισμός, τον οποίο, κατόπιν απόφασης του υπουργικού Συμβουλίου, ανέλαβε να υλοποιήσει μια τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από τον κ. Κεφαλογιάννη, τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας κ. Γιώργο Γεννηματά και τον υπουργό Προεδρίας κ. Νίκο Θέμελη. Στη συνέχεια, όπως λέει ο κ. Κεφαλογιάννης, αντί να γίνει ο διαγωνισμός, «οι τρεις αρχηγοί (Κώστας Μητσοτάκης, Ανδρέας Παπανδρέου, Χαρίλαος Φλωράκης) περιφρόνησαν την Επιτροπή, δηλαδή το θεσμικό όργανο που κατά το Σύνταγμα είχε την αρμοδιότητα διαχείρισης αυτής της υπόθεσης».
Ο κ. Κεφαλογιάννης μετά από αυτή την εξέλιξη, αποφάσισε να παραιτηθεί. Γνωστοποίησε την πρόθεσή του στον πρωθυπουργό Ζολώτα, αλλά προτού προλάβει να καταθέσει την παραίτησή του, ο κ. Μητσοτάκης του ζητά να καθυστερήσει. Λίγες ημέρες αργότερα, συμπεριλαμβανομένου του κ. Κεφαλογιάννη, παραιτήθηκαν 16 υπουργοί της Οικουμενικής Κυβέρνησης με επίσημη αιτία τη διαφωνία που υπήρχε για τις κρίσεις των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η σύμβαση «έριξε» την οικουμενική;
Ακόμη και σήμερα, 18 χρόνια μετά, ο κ. Κεφαλογιάνης θεωρεί ότι οι ψηφιακές συνδέσεις του ΟΤΕ ήταν ο πραγματικός λόγος πτώσης της τελευταίας οικουμενικής κυβέρνησης και όχι οι πολιτικές διαφωνίες για τις κρίσεις των Ενόπλων Δυνάμεων. Η σύμβαση του 1990 για τις ψηφιακές συνδέσεις είχε φέρει σε δύσκολη θέση και το ΚΚΕ, καθώς μεταξύ των τριών πολιτικών αρχηγών βρισκόταν ο Φλωράκης, «ιερή» μορφή για την ιστορία του κόμματος. Μάλιστα το 1996, όταν αμφισβητήθηκε για πρώτη φορά η πρόσδεση του ΟΤΕ στο άρμα της Siemens, το Γραφείο Τύπου του ΚΚΕ εξέδωσε και σχετική ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία η Οικουμενική ήταν αναγκασμένη να επεκτείνει την υφιστάμενη σύμβαση «προκειμένου να αντιμετωπιστούν επείγοντα αναπτυξιακά προβλήματα του τότε δημόσιου ΟΤΕ».
Οι ψηφιακές συνδέσεις βρέθηκαν τον Ιανουάριο του 1992 στο στόχαστρο του τότε 7ου τακτικού ανακριτή, Νεκτάριου Βαζαίου, ο οποίος άσκησε ποινική δίωξη εναντίον τεσσάρων στελεχών της διοίκησης του ΟΤΕ (Τάσος Μαντέλης, πρόεδρος του ΟΤΕ για την τριετία 1985 -88, Τόμπρας, Τάσος Μήνης, Κιουλάφας). Βέβαια αυτοί οι τέσσερις μαζί με τον κ. Κόκκαλη και τον εκπρόσωπο της Siemens Μπέρντχαρντ Ντόμπεκ απαλλάχθηκαν με το βούλευμα 597 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στις 10 Οκτωβρίου 1993. Ηταν η πρώτη φορά που η Δικαιοσύνη επιχειρούσε να παρέμβει στα όσα διαδραματίζονταν μεταξύ του ΟΤΕ και των μνηστήρων οι οποίοι ορέγονταν τα φιλέτα, όχι όμως και η τελευταία.
Κράτσας - Κιουλάφας στη σύγκρουση του ’90
Η πτώση της Οικουμενικής δεν έφερε και την «έξωση» της Siemens από το κτίριο του ΟΤΕ. Αντίθετα ο εναγκαλισμός συνεχίστηκε και μάλιστα πιο έντονα. Το υπουργείο Μεταφορών ανέλαβε τον Απρίλιο του 1990 ο κ. Νίκος Γκελεστάθης και υφυπουργός αρμόδιος για τις τηλεπικοινωνίες ορίστηκε ο κ. Απόστολος Κράτσας. Επρόκειτο για μια περίοδο στην οποία η Ελλάδα έπρεπε να κάνει ένα άλμα από τον... «αραμπά» της συμβατικής τηλεφωνίας στην ψηφιακή τεχνολογία. Οι επιχειρηματίες ήταν διατεθειμένοι να αγοράσουν οικόπεδο με βάση το σχεδιασμό του ΟΤΕ για τις οπτικές ίνες. Οπου έμπαιναν οπτικές ίνες, ξεφύτρωναν –αν δεν υπήρχαν– νέα κτίρια γραφείων. Ηταν σαφές σε όσους είχαν κάποια στοιχειώδη επαφή με την αγορά ότι όποιος κατόρθωνε να πάρει τα ψηφιακά θα γινόταν ο πλέον προνομιακός συνεταίρος του Δημοσίου.
Στις 5 Δεκεμβρίου του 1990 η Siemens κατόρθωσε, παρότι δεν είχε παρά ελάχιστη σχετική προϋπηρεσία, να κερδίσει το έργο της βύθισης του υποβρυχίου καλωδίου Αιγαίου, το οποίο συνέδεε με οπτικές ίνες τα νησιά. Ο κ. Κράτσας είχε διαφωνήσει τότε και στις «συγκρούσεις» που ακολούθησαν, έδιωξε κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα τον τότε γενικό διευθυντή του ΟΤΕ κ. Κυριάκο Κιουλάφα, τον οποίο ο κ. Κεφαλογιάννης έχει χαρακτηρίσει «τυφλοπόντικα της διαπλοκής». Βέβαια, ο μακροπρόθεσμα «χαμένος» της υπόθεσης ήταν ο κ. Κράτσας. Στον ανασχηματισμό της 8ης Αυγούστου 1991 έμεινε εκτός κυβέρνησης και η θέση του υφυπουργού έμεινε κενή. Η πολιτική τύχη του κ. Κράτσα είναι επίσης γνωστή. Δεν κατόρθωσε να εκλεγεί πότε ξανά βουλευτής, παρότι ήταν μέλος του Κοινοβουλίου ανελλιπώς από το 1974 έως και το 1993.
Ο τρόπος αντιμετώπισης των πολιτικών προσώπων εκ μέρους των εκπροσώπων της Siemens φαίνεται και από τον απαξιωτικό τρόπο που αναφερόταν σε αυτά. Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρονται σε σημείωμα του μέχρι το 1998 οικονομικού διευθυντή της Siemens Hellas κ. Χρήστου Καραβέλα προς τον τότε γενικό διευθυντή της εταιρείας κ. Ηλία Γεωργίου. «Ηλία μου» λέει ο κ. Καραβέλας «η Ν.Δ. και ο Κράτσας συνεχίζουν την ίδια επιπολαιότητα και αυτοί μεν καλά να πάθουν αν δεν ξαναβγούν, εμείς όμως τι φταίμε;».
1,2 εκατομμύρια ψηφιακές παροχές
Στα χρόνια που ακολούθησαν η Siemens και η Intracom δεν έπαψαν ποτέ να αναλαμβάνουν έργα είτε επικρατώντας σε διαγωνισμούς, είτε με απευθείας αναθέσεις. Το μεγαλύτερο έργο της εποχής ήταν οι 1,2 εκατομμύρια ψηφιακές παροχές, οι οποίες θα μετέτρεπαν το νικητή του διαγωνισμού από απλό ανάδοχο, σε στρατηγικό εταίρο του ΟΤΕ. Στις 7 Μαΐου του 1993 ανοίχτηκαν από το Δ.Σ. του ΟΤΕ οι οικονομικές προσφορές των πέντε εταιρειών που συμμετείχαν στο διαγωνισμό. Ακολούθησε ένας αμείλικτος παρασκηνιακός πόλεμος, ο οποίος είχε αποτέλεσμα να αναβληθεί η κύρωση του διαγωνισμού. Δέκα μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1994 με κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ο διαγωνισμός κατακυρώνεται στη Siemens και την Intracom.
Η ανεξάρτητη αρχή και ο Χ. Καστανίδης
Εν τω μεταξύ η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης είχε λάβει προθεσμία να αναθέτει προγραμματικές συμφωνίες έως και τις 31 Δεκεμβρίου 1997. Από την πρώτη ημέρα του 1998 γίνονταν υποχρεωτικοί οι διεθνείς διαγωνισμοί. Υπουργός Μεταφορών ήδη από τον Ιανουάριο του 1996 ήταν ο κ. Χάρης Καστανίδης, βουλευτής με καλές αλλά τυπικές σχέσεις με τον τότε πρωθυπουργό κ. Κώστα Σημίτη. Εχοντας δει πώς λειτουργεί το σύστημα υπογραφής συμβάσεων και καταβολής προμηθειών σε ένα υπουργείο που αγόραζε βαγόνια, λεωφορεία, αεροπλάνα και ψηφιακές παροχές προτείνει στον τότε πρωθυπουργό κ. Κώστα Σημίτη την ίδρυση ανεξάρτητης αρχής με έργο την αξιολόγηση των έργων.
Ο κ. Σημίτης ενθουσιάστηκε με την ιδέα και το «Συμβούλιο Ελέγχου Προμηθειών και Εργων του Δημοσίου» (όπως θα ονομαζόταν η Ανεξάρτητη Αρχή) μπήκε στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ για τις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου 1996. Μετά τις θριαμβευτικές –για το ΠΑΣΟΚ– εκλογές το θέμα μπήκε στο «ψυγείο». Ενα ωραίο πρωί του Απριλίου του 1997 και ενώ ο εισηγητής της ιδέας κ. Καστανίδης βρισκόταν εκτός Ελλάδος, έγινε έκτακτη σύγκλιση του υπουργικού Συμβουλίου, όπου αποφασίστηκε ότι οι υπάρχουσες δικλείδες διαφάνειας του Δημοσίου είναι αρκετές και η «ανεξάρτητη αρχή» έμεινε στα χαρτιά.
Μετά από ένα δύσκολο καλοκαίρι και συγκεκριμένα στις 30 Αυγούστου του 1997 ο κ. Καστανίδης παραιτήθηκε, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, στην επιστολή του προς τον πρωθυπουργό ότι «ορισμένοι εκλαμβάνουν την παρουσία μου στο υπουργείο Μεταφορών ως εμπόδιο στην ελεύθερη άσκηση των παιγνίων τους». Στην ίδια επιστολή ο κ. Καστανίδης παραδεχόταν, εμμέσως πλην σαφώς, ότι δεν μπορεί να ελέγξει αποτελεσματικά όσα διαδραματίζονται στο χώρο ευθύνης του. «Το εγχείρημα να αναδιοργανώσεις το μέλλον», έγραφε ο κ. Καστανίδης, «προϋποθέτει στοιχειώδους όρους λειτουργίας των προσώπων και των πρωταγωνιστών. Αν εκλείψουν, κινδυνεύει το εγχείρημα». Ο κ. Καστανίδης ήταν ο έκτος υπουργός Μεταφορών που έφευγε υπό ανώμαλες συνθήκες, σε ένα χρονικό διάστημα μόλις τεσσάρων ετών.
Υπογραφή συμβάσεων επί Τάσου Μαντέλη
Τη θέση του κ. Καστανίδη ανέλαβε ο κ. Τάσος Μαντέλης, ο οποίος υπέγραψε τον Δεκέμβριο του 1997, λίγο πριν εκπνεύσει η διορία της Ε.Ε., την ανάθεση έργων ύψους 222,7 δισεκατομμυρίων δραχμών στην Intracom και 150 δισ. στη Siemens. Ο κ. Μαντέλης ήταν ο πρώτος υπουργός Μεταφορών μετά από πολλά χρόνια, ο οποίος κατόρθωνε να μείνει στη θέση του μέχρι και τη λήξη της κυβερνητικής θητείας του, στις 13 Απριλίου 2000. Μέχρι και το 2002, τελευταίο έτος υλοποίησης των προγραμματικών συμφωνιών, με τις επεκτάσεις που έγιναν τα ενδιάμεση έτη, το συνολικό κόστος τους είχε αγγίξει τα 565 δισ. δραχμές. Πρόσφατα ο κ. Μαντέλης δήλωσε ότι ο ίδιος δεν φέρει καμιά ευθύνη για την υπογραφή των προγραμματικών συμφωνιών. Υπεύθυνοι, λέει, είναι οι υπηρεσιακοί παράγοντες του ΟΤΕ, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο, τη διαπραγμάτευση της σύμβασης καθώς επίσης και την επιλογή του προμηθευτή. Ο ίδιος, αναφέρει ο κ. Μαντέλης απλά υπέγραψε μια σύμβαση την οποία του είχαν εισηγηθεί.
Εισαγγελικές έρευνες και βουλεύματα
Οι ψηφιακές συνδέσεις έφθασαν μέχρι τα χέρια των εισαγγελικών αρχών πολλές φορές. Μετά το 1993 και το πρώτο απαλλακτικό βούλευμα, χρειάστηκε να διερευνηθεί αρκετές φορές ακόμη ο τρόπος ανάθεσής τους. Στις 27 Ιουνίου 1995 ύστερα από μήνυση που κατέθεσε τότε ο πρώην υπουργός κ. Ανδρέας Ανδριανόπουλος, ο τότε εισαγγελέας Εφετών κ. Γιώργος Ζορμπάς έκρινε παράνομη την προμήθεια των ψηφιακών. Πριν τελειώσει ο Ιούνιος, ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών κ. Χριστόφορος Τζανακάκης αφαίρεσε από τον κ. Ζορμπά την υπόθεση και ζήτησε από τον συνάδελφό του κ. Λ. Καράμπελα να κάνει νέα έρευνα. Εκείνος παρέπεμψε την υπόθεση στο Ελεγκτικό Συνέδριο το οποίο έκρινε τον διαγωνισμό άκυρο. Με βάση και το πόρισμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο κ. Καράμπελας άσκησε τότε ποινική δίωξη κατά παντός υπευθύνου για τρία κακουργήματα και τρία πλημμελήματα. Μεταξύ των κατηγορουμένων ήταν ο κ. Κόκκαλης της Intracom και ο κ. Ηλίας Γεωργίου της Siemens. Στις 10 Δεκεμβρίου 1997 (δηλαδή την ίδια περίοδο που υπογράφονταν οι προγραμματικές συμφωνίες του ΟΤΕ) ο κ. Καράμπελας προτείνει να απαλλαγούν όλοι οι κατηγορούμενοι. Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 27 Μαρτίου του 1998 το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το βούλευμα 685, απλώς επικύρωσε την πρόταση του κ. Καράμπελα, ο οποίος είχε κρίνει ότι όχι μόνον δεν ζημιώθηκε, αλλ’ αντίθετα, ωφελήθηκε το Δημόσιο από τη σύμβαση του ΟΤΕ με τις εταιρείες Siemens και Intracom.