Η διάβρωση και η χειραγώγηση της Δικαιοσύνης, η επιδημία «απάθειας» για την προστασία του Έλληνα φορολογούμενου πολίτη και η εικόνα σήψης που δεν μπορεί να συνεχιστεί
Του Γιώργου Χαρβαλιά
Η εισαγγελική πρόταση ουσιαστικής απαλλαγής του πολιτικά διαπλεκόμενου παιδοβιαστή και μαστροπού του Κολωνού δικαίως εξόργισε το πανελλήνιο, αποτελώντας θέμα «θερμής» συζήτησης στο διαδίκτυο.
Αρκετοί συμπολίτες μας αναρωτήθηκαν αν στην Ελλάδα του 2024 και του… Μωυσή Β’, το γνωστό στερεότυπο «να παρέμβει ο εισαγγελέας», που συχνά πυκνά επικαλούνται δημοσιογράφοι και δημοσιολογούντες, έχει καταντήσει το πιο σύντομο ανέκδοτο.
Εύλογη η οργή, εύλογος και ο προβληματισμός, αλλά πολύ φοβούμαι πως εδώ ισχύει αυτό που λένε οι Αγγλοσάξονες… too little, too late. Γιατί η διάβρωση και η χειραγώγηση της Δικαιοσύνης σε όλες τις βαθμίδες έχουν αρχίσει στη χώρα μας πολύ προτού εμφανιστούν όλα αυτά τα κραυγαλέα συμπτώματα. Σήμερα απλώς ζούμε την… κορύφωση του εφιάλτη.
Αν ανατρέξει κάποιος σε δημοσκοπικές έρευνες, ακόμη και λίγα χρόνια πίσω, θα διαπιστώσει ότι μαζί με τις Ένοπλες Δυνάμεις η Δικαιοσύνη ήταν ο θεσμός που οι Έλληνες περιέβαλλαν με τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Σήμερα ο ίδιος θεσμός έχει περιέλθει σε καθεστώς ανυποληψίας. Βρίσκεται στην ίδια θέση περίπου με το Κοινοβούλιο, τους πολιτικούς και τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Μειωμένο κύρος, ελάχιστη αξιοπιστία και πάνω απ’ όλα βαριές υποψίες για εξάρτηση από υπόγειους διαδρόμους της εξουσίας και εκτεταμένη διαφθορά.
Και αν αυτή η αρνητική προσλαμβάνουσα παράσταση αφορούσε τα κατώτερα κλιμάκια, όπως τα πρωτοβάθμια ποινικά δικαστήρια, σήμερα έχει επεκταθεί και στα ανώτερα όργανα της Δικαιοσύνης, το Συμβούλιο Επικρατείας και τον Άρειο Πάγο.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, πλέον, ότι μαζί με τους ασυνείδητους πολιτικούς, που διατείνονται ξεδιάντροπα ότι «μας έσωσαν», κύρια αιτία για τη μετατροπή της Ελλάδας σε failed state (μια εκδοχή ανυπόληπτης βαλκανικής μπανανίας, όπου η εξουσία ασκείται από πολλών ειδών «μαφίες») αποτελεί η δυσλειτουργία της Δικαιοσύνης.
Είναι γεγονός ότι, αν οι περιώνυμοι «δανειστές» είχαν έστω και στο πίσω μέρος του μυαλού τους να προωθήσουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα, θα είχαν αρχίσει με τη Δικαιοσύνη: Την ταχύτητα και τον τρόπο απονομής της, κυρίως όμως την επιβολή ασφαλιστικών δικλίδων, που θα απέτρεπαν τους λειτουργούς της από το να φλερτάρουν με άνομους πειρασμούς.
Στον αντίποδα, οι δανειστές δεν πείραξαν τα κακώς κείμενα, γιατί η σαπίλα βόλευε και τους ίδιους. Από ελληνικά ανώτατα δικαστήρια νομιμοποιήθηκαν οι πρωτοφανείς επιδρομές σε συντάξεις και μισθούς. Έλληνες λειτουργοί της Δικαιοσύνης δέχτηκαν απαθώς τη λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων και των κρατικών τραπεζών και στο τέλος υποχρεώθηκαν από την εκτελεστική εξουσία να ξεπλύνουν και τους τραπεζίτες, χορηγώντας αναδρομική ασυλία.
Ασφαλώς, η αντισυνταγματική ληστρική αφαίμαξη έπληξε και τους ίδιους τους δικαστικούς. Κατάντησαν να παίρνουν αναξιοπρεπείς μισθούς και συντάξεις, γεγονός που επέτεινε την απογοήτευσή τους, αλλά και την αγωνία τους να βρουν εναλλακτικές μεθόδους βιοπορισμού, ενίοτε καταπατώντας τον όρκο τους.
Το ότι η επιδημία «απάθειας» για την προστασία του Έλληνα φορολογούμενου πολίτη μεταδόθηκε και στα ανώτατα κλιμάκια της Δικαιοσύνης φάνηκε και από τον χειρισμό μεγάλων υποθέσεων δημόσιου συμφέροντος. Η ελληνική Δικαιοσύνη στάθηκε ανίκανη να εξιχνιάσει το σκάνδαλο της Siemens και της Novartis και στο τέλος οι φάκελοι μπήκαν στο αρχείο και οι εμπλεκόμενοι απηλλάγησαν λόγω παραγραφής.
Στην περίπτωση της Siemens, μάλιστα, νομιμοποιήθηκε -λόγω ελληνικής Δικαιοσύνης- και ο άθλιος εξωδικαστικός συμβιβασμός με το Ελληνικό Δημόσιο, χωρίς η γερμανική εταιρία να καταβάλει ούτε δεκάρα σε ρευστό προς το Ελληνικό Δημόσιο. Έλληνες πολίτες που προσέφυγαν στο Συμβούλιο Επικρατείας, προσβάλλοντας την επαίσχυντη ρύθμιση, δικαιώθηκαν από το Δ’ Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που έκανε δεκτή την προσφυγή τρία χρόνια αργότερα, αλλά όταν η υπόθεση έφτασε στην ολομέλεια οι δικαστές έκριναν -κατά πλειοψηφία- ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν έννομο συμφέρον, καθώς η υπόθεση δεν αφορά -άκουσον άκουσον)- φορολογικό θέμα! Προς τιμήν του ο εισηγητής Κωνσταντίνος Κουσούλης χαρακτήρισε τη Siemens εγκληματική οργάνωση, αλλά οι συνάδελφοί του είχαν αντίθετη γνώμη…
Στην περίπτωση της Novartis, που μόνο για την περίπτωση του ελληνικού σκανδάλου αναγκάστηκε να πληρώσει 225.000.000 δολάρια στο αμερικανικό δημόσιο, δεν υπήρξε καν συμβιβασμός. Το Ελληνικό Δημόσιο δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να κυνηγήσει την πολυεθνική εταιρία. Και δεν βρέθηκε δικαστική Αρχή να επέμβει αυτεπαγγέλτως υπέρ της προστασίας του Έλληνα φορολογουμένου.
Στη διάρκεια της θητείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη το φαινόμενο πήρε εκρηκτικές διαστάσεις. Τα ανώτατα δικαστήρια βρέθηκαν να καλύπτουν τις δραστηριότητες των αρπακτικών funds, που εκβιάζουν τους πολίτες και λεηλατούν την περιουσία τους. Ανώτατοι λειτουργοί της Δικαιοσύνης έβαλαν εμμέσως πλάτη στο ζήτημα των υποκλοπών, διεξάγοντας έρευνες όχι για το ποιος τις έκανε, αλλά για το ποιος τις διέρρευσε στα media! Ο Άρειος Πάγος, που δεν ευαισθητοποιήθηκε στην αποικιοποίηση της χώρας, με τα εξοντωτικά Μνημόνια, συγκάλεσε εκτάκτως διοικητική ολομέλεια επειδή κάποιοι στο Ευρωκοινοβούλιο τόλμησαν να αμφισβητήσουν το κράτος δικαίου στην… ευνομούμενη Ελλάδα του Μωυσή Β’-Μητσοτάκη. Κι από την άλλη, η συγκάλυψη στο ζήτημα των Τεμπών αποδεικνύεται μνημειώδης, με ανώτατους δικαστικούς να παροτρύνουν συγγενείς των θυμάτων «να ξεχάσουν την κακιά την ώρα και να συνεχίσουν τη ζωή τους». Αν δεν ήταν αυτοί ακριβώς οι «επίμονοι» συγγενείς, με προεξάρχουσα την υπέροχη Μαρία Καρυστιανού, η υπόθεση θα είχε ήδη πάρει τον δρόμο για το αρχείο…
Την ίδια ώρα που συμβαίνουν αυτά τα εξόφθαλμα, η ζωή στα δικαστήρια έχει γίνει απολύτως απρόβλεπτη για τον μέσο νομοταγή πολίτη. Κυριολεκτικά κανείς δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει. Παιδοβιαστές, λαθροδιακινητές, έμποροι ναρκωτικών και πάσης φύσεως παραβατικά στοιχεία αφήνονται ελεύθερα, ενώ μπορεί να την πληρώσει κάποιος που προστάτευσε το σπίτι του από επιδρομή «ευπαθών ομάδων», αντί να υποδύεται -όπως σε λίγο θα… ορίζει κι ο νόμος- ότι κοιμάται.
Η πρόταση απαλλαγής Μίχου, ακόμη και από το αδίκημα της μαστροπείας, είναι απλώς ένα κερασάκι στην τούρτα, που δίνει το δικαίωμα σε υποκριτές πολιτικούς, όπως η κυρία Μπακογιάννη, να εξανίστανται, λες και δεν γνωρίζουν από ποιον χειραγωγείται σήμερα η Δικαιοσύνη.
Μόνο που αυτή η εικόνα σήψης δεν μπορεί να συνεχιστεί. Δεν πάει άλλο. Είτε θα βρεθούν αξιοπρεπείς δικαστικοί, που ασφαλώς και υπάρχουν, για να ορθώσουν το παράστημά τους και να πουν «ως εδώ» στις πιέσεις της εκτελεστικής εξουσίας είτε ο θεσμός της Δικαιοσύνης θα περάσει σε καθεστώς οριστικής απαξίωσης, κάνοντας τους πολίτες να τρέμουν αν χρειαστεί ποτέ υπόθεσή τους να φτάσει σε ελληνικό δικαστήριο…