Από την ελληνική δικαιοσύνη θα κριθεί, το ζήτημα της εγκατάστασης και λειτουργίας στην Ελλάδα, ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, που έχουν την έδρα τους σε χώρα της αλλοδαπής.
Αυτό αναφέρει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής στην έκθεσή της επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας με τίτλο «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων».
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «υπό το φως των ρυθμίσεων του Συντάγματος, της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΟλΣτΕ 3457/1998 και λοιπές), του γεγονότος ότι η ανώτατη εκπαίδευση ανήκει, κατ’ αρμοδιότητα, στα κράτη μέλη της Ένωσης, της νεότερης νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, [..] σε σχέση προς την ελληνική έννομη τάξη, και της ερμηνείας του Συντάγματος νοούμενης ως αντικειμενικής, το ζήτημα θα κριθεί, όπως μπορεί σχεδόν μετά βεβαιότητας να υποτεθεί, από την ελληνική δικαιοσύνη, δεδομένου ότι τα ζητήματα που μπορούν να τεθούν από την ψήφιση του υπό συζήτηση νομοσχεδίου δεν έχουν απασχολήσει, υπό τη συγκεκριμένη μορφή τους, τη δικαιοσύνη, εθνική και ενωσιακή».
Αναλυτικότερα, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής αναφέρει τα εξής: «..αναδεικνύονται δύο ενδεχόμενα, ως προς το επιτρεπτό́ της παροχής στην Ελλάδα ανώτατης εκπαίδευσης από παραρτήματα αλλοδαπών πανεπιστημίων και της ακαδημαϊκής αναγνώρισης των χορηγούμενων τίτλων:
Πρώτον, η νομολογία να επιβεβαιώσει την έως σήμερα κρατούσα σε αυτήν ερμηνεία, την οποία ασπάζεται μέρος της θεωρίας, κρίνοντας, πρώτον, ότι η γραμματική διατύπωση της συνταγματικής ρύθμισης αποδίδει σαφή αρνητική θέση, η οποία δεν δύναται να ανατραπεί στο πλαίσιο ερμηνευτικής προσαρμογής (σε αντίθεση, π.χ., με την περίπτωση της επιβολής διδάκτρων σε μεταπτυχιακές σπουδές, για την οποία η ΟλΣτΕ 2411/2012 δέχθηκε ότι ο συντακτικός νομοθέτης δεν είχε υπόψη του, το 1975, το θεσμικό πλαίσιο και το κόστος λειτουργίας των μεταπτυχιακών σπουδών (σκέψη 8)) και, δεύτερον, ότι η άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών του δικαίου της Ένωσης προστατεύεται επαρκώς με την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων στους τίτλους αλλοδαπών πανεπιστημίων που χορηγούνται για σπουδές σε ημεδαπά παραρτήματα, η λειτουργία των οποίων, άλλωστε, μπορεί να υπαχθεί σε δημόσια εποπτεία.
Δεύτερον, να υπάρξει μεταστροφή της νομολογίας, και να γίνει δεκτό ότι η παράγραφος 5 του άρθρου 16, κατά την οποία η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται «αποκλειστικά» από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, αναφέρεται μόνο στα ημεδαπά ιδρύματα, όπως δηλαδή υπέλαβε, ερμηνεύουσα την παράγραφο 8 του άρθρου 16, η μειοψηφία στην ΟλΣτΕ 3457/1998, και υποστηρίζεται από μέρος της θεωρίας.
Μια τέτοια ερμηνεία θα εμπνεόταν από το ότι, στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν συγγενή, σε σχέση με την ημεδαπή ρύθμιση, χαρακτηριστικά, σε έννομες τάξεις που ομοίως ενδιαφέρονται για την ιδιαίτερη φύση και την κοινωνική αποστολή της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε η κάμψη του καθολικού αποκλεισμού υπέρ αλλοδαπών ιδρυμάτων που φέρουν τέτοια χαρακτηριστικά να θεωρηθεί, ενδεχομένως, συμβατή με την ratio του Συντάγματος της χώρας.
Η εν λόγω ερμηνεία είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης καθώς αφορά στην κατά το άρθρο 165 ΣλΕΕ οργάνωση του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος.
Παραλλήλως, υπό την εκδοχή ότι θα είναι εφαρμοστέα η νομολογία του ΔΕΕ, όπως διαμορφώθηκε στην υπόθεση της Λεττονίας, η προστασία και τήρηση αυτών των χαρακτηριστικών, δύναται, μέσα στην Ευρωπαϊκή εκπαιδευτική και πολιτιστική ποικιλομορφία, να θεμελιώσει επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια της νομολογίας του ΔΕΕ.
Περαιτέρω, ο αποκλεισμός παροχής ανώτατης εκπαίδευσης που δεν φέρει τέτοια χαρακτηριστικά (αλλά, π.χ., ενέχει επιδίωξη κέρδους) πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν θίγεται το ισχύον σύστημα αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων που αποκτώνται διά σπουδών παρεχόμενων στο πλαίσιο κερδοσκοπικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας (βλ., συναφώς, και την παρατήρηση Γ. I. και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
ΠΗΓΗ https://hellasjournal.com/