Η προεκλογική περίοδος πριν από τις επαναληπτικές εκλογές προβλέπεται συναρπαστική. Ακούγεται παράδοξο, με δεδομένο –είναι περισσότερο από βέβαιο– ότι η Ν.Δ. θα καταφέρει μια άνετη αυτοδυναμία στις κάλπες της (πιθανότατα) 25ης Ιουνίου. Ομως, μια αδυσώπητη πολιτική μάχη ξεκίνησε προχθές, σχεδόν με το κλείσιμο της κάλπης, και θα κυριαρχήσει τις προσεχείς εβδομάδες: η μάχη για την κυριαρχία στον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Το 20% του ΣΥΡΙΖΑ προκαλεί εύλογα αμφιβολία για το κατά πόσο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφράζει τον σαφώς πιο ευρύ πολιτικό χώρο του Κέντρου. Το 11,5% του ΠΑΣΟΚ άνοιξε την όρεξη στον Νίκο Ανδρουλάκη και τα στελέχη του να επιδιώξουν να αξιοποιήσουν το momentum, τη ραγδαία υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ και την προσωπική πολιτική ήττα του Αλέξη Τσίπρα, για να επαναφέρουν το κόμμα τους σε ρόλο δεύτερου πόλου στην κεντρική πολιτική σκηνή. Και σε ρόλο αυθεντικού εκφραστή της Κεντροαριστεράς, της ιδεολογίας της και των προσδοκιών μιας πλατιάς μερίδας του πληθυσμού, που στο παρελθόν έδωσε στο ΠΑΣΟΚ χαρακτηριστικά πολιτικής ηγεμονίας.
Τα τροχειοδεικτικά πυρά ήδη έχουν αρχίσει να εκτοξεύονται εκατέρωθεν και η συνέχεια προδιαγράφεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, αν και η αντιπαράθεση θα είναι σκληρή. Απόλυτα λογικό, καθώς τα δύο κόμματα θα αντιπαρατεθούν σε έναν αγώνα που πιθανότατα θα κρίνει την επιβίωσή τους και τουλάχιστον στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ την επόμενη μέρα για την ηγεσία.
Από την Κουμουνδούρου χθες κατέστη σαφές ότι εγκαταλείπουν την «επίθεση φιλίας» που κυριάρχησε στην προεκλογική εκστρατεία, όταν ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε σχεδόν πεισματικά να εξασφαλίσει έστω και υπαινικτικό σινιάλο της Χαριλάου Τρικούπη για πιθανή συνεργασία μετά τις εκλογές, με τον Νίκο Ανδρουλάκη να αποκρούει πεισματικά το φλερτ της Κουμουνδούρου. Τώρα από τον ΣΥΡΙΖΑ διαμηνύουν ότι θα επιμείνουν στην προσπάθεια για ενωτικές κινήσεις στο μέλλον, αλλά ότι δεν μπορούν να μείνουν αναπάντητες οι προσπάθειες του ΠΑΣΟΚ να διευρύνει την επιρροή του. «Δεν θα του δώσουμε ούτε σπιθαμή», λέγεται χαρακτηριστικά. Την ίδια στιγμή, υιοθετείται και στρατηγική blame game με στόχο το ΠΑΣΟΚ, το οποίο η Κουμουνδούρου κατηγορεί ότι αντί να συστρατευθεί στην προσπάθεια για το «μέτωπο προοδευτικών δυνάμεων» και την ήττα της Ν.Δ., ενδιαφέρθηκε μόνο για τη δική του ενδυνάμωση και την περιχαράκωση του εκλογικού κοινού του, κάτι που δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για τη στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η απάντηση ήταν άμεση από το ΠΑΣΟΚ που έκανε λόγο για «φιλί ζωής στην κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη» από τον Αλέξη Τσίπρα. Συνοδεύτηκε με αναφορές για επικίνδυνες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ στα εθνικά θέματα, για υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης και υπενθύμιση των «τοπικών νομισμάτων». Και με την κατάληξη ότι «κύριε Τσίπρα, ο πολιτικός σας κατήφορος είναι ανάλογος με τον εκλογικό σας κατήφορο».
Στη Χαριλάου Τρικούπη ετοιμάζονται για διμέτωπο προκειμένου «να εμπεδωθεί ότι είμαστε ο στρατηγικός αντίπαλος της Ν.Δ., το αντίπαλο δέος της Δεξιάς», όπως λένε. Ετσι, θα μπουν στον δεύτερο κύκλο προεκλογικής εκστρατείας, ανεβάζοντας τους τόνους αντιδεξιάς ρητορικής για να χαράξουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές με τη Ν.Δ. και να καταστούν ο αυτονόητος υποδοχέας των ψήφων της Κεντροαριστεράς. Το βάρος, βεβαίως, θα πέσει στο λεκανοπέδιο, όπου είναι εμφανές ότι το κόμμα υπολείπεται και μπορεί να επιδιώξει σημαντική βελτίωση των ποσοστών του. Απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ το ΠΑΣΟΚ ξεκινάει με την τοποθέτηση ότι το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής «δεν είναι επιδοκιμασία της Ν.Δ., είναι πλήρης αποδοκιμασία του ΣΥΡΙΖΑ», που δείχνει ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί να αποτελέσει πειστικό αντίβαρο.
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα επιδιώξει να αναδείξει ότι μπορεί να αποτελέσει τη φρέσκια, ανανεωμένη εναλλακτική, ενώ πέρα από τα πρόσωπα που συμβολίζουν αυτή την ανανέωση, θα δοθεί βαρύτητα στην ανάδειξη του προγράμματος του κόμματος έναντι της πολιτικής που εφαρμόζει η Ν.Δ. «Θα απευθυνθούμε στους ψηφοφόρους για να δείξουμε ότι διαθέτουμε σοβαρή στρατηγική και ένα πρόγραμμα επίκαιρο και προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της εποχής. Οχι με προτάσεις που ακούστηκαν ξανά το 2015 και επανέρχονται στο προσκήνιο από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα, σαν να μην έχουν μεσολαβήσει οκτώ χρόνια, σαν να μη δοκιμάστηκαν στην πράξη για τη διακυβέρνηση της χώρας».
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΗ