8 Δεκεμβρίου 2022

Η επικίνδυνη διολίσθηση της Τουρκίας στον αυταρχισμό: Ένα φοβερό βιβλίο που αποκαλύπτει τον πραγματικό Ερντογάν…

 


Του ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΑΠΑΡΣΕΝΟΥ*

Τι άλλαξε τόσο δραματικά και γρήγορα στην Τουρκία, ώστε η χώρα που στις αρχές της  δεκαετίας  2000 προβαλλόταν ως  μοντέλο  συνύπαρξης  Ισλάμ και  δημοκρατίας  να  υποκύψει στον αυταρχισμό,  να επιλέξει  τον μιλιταρισμό  και να  απομακρυνθεί  από τη Δύση?

Ο Ντίμιταρ Μπέτσεφ, βουλγαρικής καταγωγής λέκτορας στην Οξφόρδη, στο  βιβλίο του «Η Τουρκία υπό τον Ερντογάν» ( Εκδ.Yale University Press, 2022)  αναλύει τη ριζική μεταμόρφωση της Τουρκίας στην εικοσαετία  που την κυβερνά ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν,  όταν το όραμ α του για μια «Νέα Τουρκία» με μεγαλύτερο πλούτο, αυτοπεποίθηση, γόητρο και επιρροή συνοδεύθηκε από  ανελευθερία,  νεποτισμό, καταπίεση, πολεμοχαρή εθνικισμό και απαξίωση της Δύσης.

Το βιβλίο σκιαγραφεί τις  κοινωνικές  αλλαγές , που διευκόλυναν την άνοδο του ισλαμιστών  του κόμματος ΑΚP  στην εξουσία  το 2002 και την πορεία της χώρας, από τις αρχικές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και την ευημερία, με δέλεαρ την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), στην πολιτική της «ήπιας ισχύος», τα «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες».

Ακόμα, τα ανολοκλήρωτα  ανοίγματα  προς τους Κούρδους και τους Αρμενίους, μέχρι την υιοθέτηση της «σκληρής ισχύος» στη τελευταία δεκαετία  με την  χρήση στρατιωτικής δύναμης στην προώθηση μιας διεκδικητικής εξωτερικής πολιτικής, όπως στη  Συρία,  Λιβύη και Ναγκόρνο-Καραμπάχ  και με την παγίωση της ενός ανδρός αρχής με μαζικές διώξεις αντιφρονούντων, ιδίως  μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016.
Παράλληλα αναδύεται ο σταδιακός μετασχηματισμός του  Ερντογάν από τον «μουσουλμάνο δημοκράτη», τον  αυτοανακηρυχθέντα προστάτη του λαού  από τις ιδιοτελείς ελίτ  και  του έθνους από εχθρούς που το περικυκλώνουν, στον αδίστακτο οπορτουνιστή  , που υπονομεύει  συστηματικά το κράτος δικαίου και καταργεί τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας, υιοθετεί τον εθνικιστικό παροξυσμό του ακροδεξιού  κυβερνητικού εταίρου του και επιζητεί  ηγεμονικό ρόλο από τη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια, το Νότιο Καύκασο και την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι την υποσαχάρια Αφρική.

Σύμφωνα με τις θεωρίες συνωμοσίας  που ευδοκιμούν στην  χώρα, η Δύση δολοπλοκεί κατά της Τουρκίας και οι ΗΠΑ αποτελούν την μείζονα απειλή εθνικής ασφαλείας, γιατί αρνούνται να στηρίξουν την Αγκυρα απέναντι στους θανάσιμους εχθρούς του καθεστώτος, τον άλλοτε συνοδοιπόρο Φετουλάχ Γκιουλέν και τους «τρομοκράτες» Κούρδους της  Συρίας.

Κανείς άλλος ηγέτης μετά τον Ατατούρκ, γράφει ο Μπέτσεφ, δεν επέδειξε την τόλμη να αντιπαραταχθεί με το «βαθύ κράτος» και να  εγκαθιδρύσει μια «αυτοκρατορική προεδρία».

Περιγράφει πως η Τουρκία απομακρύνθηκε σταδιακά από τη Δύση, προσέγγισε  τη Ρωσία του Πούτιν λόγω Συρίας και ενέργειας,   αποδίδοντας όμως μερίδιο ευθύνης και στην ΕΕ, γιατί απέφυγε να πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ της ένταξης της Τουρκίας  στους κόλπους της.

Πιστεύει πάντως ότι παρά τους κομπασμούς της η Τουρκία δεν έχει καταφέρει να ικανοποιήσει τις νεοοθωμανικες βλέψεις της, θα αναγκασθεί να παραμείνει στο ΝΑΤΟ και  να μη κόψει τον ομφάλιο λώρο  με την Ευρώπη, που παραμένει ο κύριος εμπορικός και επενδυτικός εταίρος της, ιδίως με τη σημερινή φτωχοποίηση του πληθυσμού από ένα καλπαζοντα πληθωρισμό, παζαρεύοντας  πάντως οφέλη από όλες τις πλευρές.

Στο ερώτημα πως θα μοιάζει η Τουρκία στα επόμενα 20 χρόνια, παρότι παραδέχεται ότι  η εικοτολογία για το μέλλον  της είναι παρακινδυνευμένη,  προβλέπει ότι  και  χωρίς τον Ερντογάν  στην εξουσία ο «ερντογανισμός» θα επιβιώσει, καθώς το αφήγημα της  οικονομικής ανάπτυξης,  της ανύψωσης του Ισλάμ στο κέντρο της δημόσιας ζωής και της ανάδειξης   της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη θα συνεχίσει να έχει απήχηση  στο συντηρητικό εκλογικό σώμα.

Οταν  πάντως έλθει η ώρα της αποτίμησης της ιστορικής κληρονομιάς του Ερντογάν, ο μισός πληθυσμός θα νοσταλγεί την «χρυσή εποχή» και ο άλλος μισός θα αισθάνεται αποστροφή για τη σκοτεινή περίοδο βίας και αυταρχισμού.

Παρά την οπισθοδρόμηση όμως ο συγγραφέας  είναι αισιόδοξος  ότι  η εκκοσμίκευση  και το δημοκρατικό ένστικτο έχουν ανθεκτικές ρίζες στην Τουρκία  και το οριστικό διαζύγιο με τη Δύση δεν φαίνεται πιθανό. Και μπορεί μεν οι Βρυξέλλες  να μην διαθέτουν πλέον την επιρροή που είχαν κάποτε στα πολιτικά  πράγματα της Τουρκίας και να δυσφορούν με τη συγκρουσιακή ρητορική του Ερντογάν, τον εναγκαλισμό του  με τον Πούτιν, την εργαλειοποίηση του προσφυγικού  και την ένταση που πυροδοτεί στην Ανατολική Μεσόγειο  εναντίον  της Ελλάδας και της Κύπρου, η αναπόδραστη κατάληξη όμως είναι ότι η ΕΕ και η Τουρκία χρειάζονται η μία την άλλη.

Ο Μπέτσεφ εκτιμά  ότι σε δύο δεκαετίες από σήμερα η Τουρκία  θα εξακολουθήσει   να αποτελεί σημαντική περιφερειακή δύναμη με παρουσία στη βόρεια Συρία και στο βόρειο Ιράκ, όμως οι φιλοδοξίες της θα μετριασθούν από  μια ρεαλιστικότερη αποτίμηση των δυνατοτήτων της  και των συμφερόντων άλλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή.

Το ίδιο ισχύει για τα Βαλκάνια, όπου η Αγκυρα δεν είναι σε θέση να υποκαταστήσει το θέλγητρο της ΕΕ ή για το Νότιο Καύκασο, όπου η Ρωσία εξακολουθεί να παίζει πρωταγωνιστικό  ρόλο.

Για να μπορέσει όμως να εδραιώσει την επιρροή της, η Τουρκία  πρέπει πρώτα να τακτοποιήσει τα του οίκου της,  να  προχωρήσει στην αποκατάσταση της δημοκρατίας και στην εξυγίανση της οικονομίας της, καταλήγει.

*Ο Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου ως προιστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας.

ΠΗΓΗ https://hellasjournal.com/