Παράδοξη (και μάλλον σπάνια) “συναστρία”: το 2023 είναι εκλογική χρονιά τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Τουρκία. Το γεγονός ρίχνει μια σκιά αβεβαιότητας πάνω από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σε μια στιγμή κατά την οποία αυτές διανύουν περίοδο μεγάλης έντασης. Και το κυριότερο: το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσονταν αυτές οι σχέσεις τις προηγούμενες δεκαετίες έχει ρευστοποιηθεί.
Ο ουκρανικός πόλεμος κανονικοποιεί κάθε είδους αναθεωρητικές βλέψεις και βυθίζει την παγκόσμια οικονομία σε κρίση. Η σχέση της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ γίνεται όλο και πιο “συναλλακτική”, εν μέσω παράλληλων ανοιγμάτων της γείτονος προς τη Ρωσία, ενώ η ευρωπαϊκή της προοπτική, που οριοθετούσε τα πράγματα για περίπου είκοσι χρόνια, ανήκει πλέον στη σφαίρα της φαντασίας. Η πολεμική ρητορική (“Θα έρθουμε νύχτα”) και η ευθεία αμφισβήτηση των συνόρων (πρβ. τα περί κυριαρχίας των ελληνικών νησιών) έχουν μπει στο καθημερινό ρεπερτόριο της τουρκικής ηγεσίας, την ίδια στιγμή που αυτή ετοιμάζεται για μία ακόμη στρατιωτική επιχείρηση εκτός συνόρων, με στόχο τους Κούρδους της Συρίας.
Πόσο θα μπορούσε η προεκλογική συγκυρία και δη η ανάγκη τόνωσης του τουρκικού εκλογικού ακροατηρίου με “εθνικές νίκες” να επηρεάσει και τα ελληνοτουρκικά;
Η εσωτερική κρίση
Υπό κανονικές συνθήκες, η περίοδος μέχρι τις κάλπες, πόσω μάλλον όταν αυτές πρόκειται να στηθούν και στις δύο μεριές του Αιγαίου, προσιδιάζει λιγότερο σε κινήσεις αλλαγής του σκηνικού και περισσότερο σε εξαγορά διπλωματικού χρόνου. Όμως οι συνθήκες στην Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν κάθε άλλο παρά είναι κανονικές. Οι βουλευτικές και προεδρικές εκλογές που πρόκειται να διεξαχθούν το αργότερο τον ερχόμενο Ιούνιο (αν και η διεξαγωγή των εισαγωγικών εξετάσεων για τα πανεπιστήμια και η εορτή του Μπαϊραμιού προϊδεάζουν για επίσπευση) δεν αποτελούν μια τετριμμένη δημοκρατική διαδικασία, αλλά μια “υπαρξιακή μάχη για τους κυβερνώντες”. Το είδος της κυριαρχίας που έχει οικοδομήσει ο Τούρκος πρόεδρος, ιδίως μετά την αμφιλεγόμενη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, ο βαθιά ιδεολογικοποιημένος χαρακτήρας αυτής της εξουσίας των άλλοτε παραγκωνισμένων ισλαμιστών, τα συμφέροντα (συχνά άνομα) που έχουν συνασπιστεί γύρω από το “Παλάτι” του Ερντογάν και οι ποινικές κατηγορίες που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ο τελευταίος μόλις αποστερηθεί την προεδρική ασυλία, καθιστούν σχεδόν ανέφικτη μιαν ομαλή δημοκρατική εναλλαγή. Και τούτο μολονότι η κοινωνική συμμαχία που έφερε στα πράγματα τον Ερντογάν το 2002 εμφανίζει σημαντικές ρωγμές, με την οικονομική κρίση να ροκανίζει το δημοσκοπικό του προβάδισμα και με τη νεολαία να του γυρίζει την πλάτη, αποζητώντας μια πιο ανοιχτή κοινωνία.
Απέναντι σε όλα αυτά, η δημιουργία κλίματος “εθνικού συναγερμού” αποτελεί για τον ισχυρό άνδρα της Άγκυρας ένα πολύτιμο όπλο. Και ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιήθηκε η αγνώστου πατρότητας τρομοκρατική επίθεση της 13ης Νοεμβρίου στο Πέραν είναι απολύτως χαρακτηριστικός. Η άμεση επίρριψη της ευθύνης στο ΡΚΚ και τη συριακή θυγατρική του αναζωπυρώνει την “κουρδική απειλή”, προκειμένου να ενταθεί η πίεση στο υπό διωγμόν φιλοκουρδικό κοινοβουλευτικό κόμμα HDP και να αποτραπεί τυχόν συνεργασία του, έστω και σιωπηρή, με τη λοιπή αντιπολίτευση, όπως συνέβη κατά τις οδυνηρές για τους κυβερνώντες τελευταίες δημοτικές εκλογές. Η καλλιέργεια πολεμικής ατμόσφαιρας αλλάζει την ατζέντα, απομακρύνοντάς την από τη δύσκολη καθημερινότητα του μέσου Τούρκου, ενώ ιδεωδώς θα μπορούσε να πετύχει την αποσκίρτηση των εθνικιστών της Μεράλ Άκσενερ από το εξακομματικό μπλοκ της αντιπολίτευσης. Και σε τελική ανάλυση, υπάρχει πάντοτε και η πρόβλεψη του νέου τουρκικού συντάγματος για αναβολή των εκλογών επί ένα έτος, με την επίκληση από τον αρχηγό του κράτους “κατάστασης έκτακτης ανάγκης”.
Αυτό, αν δεν αρκέσουν τα εμφανή πολιτικά ελλείμματα της ίδιας της τουρκικής αντιπολίτευσης, η οποία αδυνατεί να καταλήξει στο πρόσωπο ενός κοινού υποψηφίου απέναντι στον Ερντογάν και αναλώνεται σε προτάσεις συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που δεν απαντούν στην επιθυμία του κοινού για άμεσες αλλαγές στην καθημερινότητά του.
Το βλέμμα στη Συρία
Προς το παρόν, η τουρκική ηγεσία είναι απορροφημένη από τη νέα στρατιωτική περιπέτεια στη Συρία, την οποία έχει προαναγγείλει από το καλοκαίρι και συνεπώς επείγεται, για λόγους διατήρησης της αξιοπιστίας της, να υλοποιήσει, μολονότι το αναγκαίο “πράσινο φως” δεν προκύπτει ούτε από την αμερικανική ούτε από τη ρωσική πλευρά. Η τελευταία, πάντως, καταβάλλει μεγάλες διπλωματικές προσπάθειες να εκμαιεύσει από την παρούσα κρίση μιαν επανασυμφιλίωση της Άγκυρας με τη Δαμασκό, ώστε η αποκατάσταση της εξουσίας του Άσαντ στις κουρδοκρατούμενες παραμεθόριες περιοχές να αφήσει και τις δύο πλευρές ικανοποιημένες. Επικαλούμενος δε την πρόσφατη χειραψία του με τον μέχρι πρότινος μεγάλο ανταγωνιστή του, στρατάρχη Σίσι της Αιγύπτου, ο Ερντογάν δήλωσε χαρακτηριστικά ότι μια παρόμοια διαδικασία εξομάλυνσης σχέσεων θα μπορούσε να δρομολογηθεί και με τον Σύρο πρόεδρο Άσαντ.
Το καθημερινό ρητορικό σφυροκόπημα
Σημαίνουν όλα αυτά ότι η Τουρκία είναι αρκούντως απορροφημένη από το ανατολικό της μέτωπο, ώστε να υποστείλει τους τόνους έναντι της Αθήνας; Όχι απαραίτητα. Μάλιστα ο Μάικλ Ρούμπιν του American Enterprise Institute προειδοποιεί ακριβώς ότι “η αποκοπή της τουρκικής επιθετικότητας εναντίον των Κούρδων σήμερα μπορεί να αποτρέψει μια θανάσιμη σύγκρουση με την Ελλάδα καθώς πλησιάζουν οι εκλογές στην Τουρκία”.
Όπως και αν έχει, η τουρκική ηγεσία δεν αφήνει να περάσει μία ημέρα που να μη στοχοποιήσει την ελληνική πλευρά, αξιοποιώντας άλλοτε άλλο στοιχείο της ατζέντας που έχει διαμορφώσει μονομερώς.
Τη Δευτέρα ο Τούρκος πρόεδρος επέλεξε να ανακινήσει το ζήτημα της μειονότητας της Δυτικής Θράκης, την οποία αποκάλεσε “τουρκική”, καλώντας τον ισλαμικό κόσμο να αντιδράσει στις “διώξεις” των μουσουλμάνων από την Ελλάδα.
Την επομένη, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, κατήγγειλε τους Έλληνες πολιτικούς υποστηρίζοντας πως κάνουν ό,τι μπορούν για να αποσταθεροποιήσουν την ειρήνη μεταξύ των δύο χωρών “με τον σεβντά τους για τους εξοπλισμούς”.
“Κατάρρευση της αντιτουρκικής συμμαχίας”
Τη σκυτάλη κατόπιν πήρε ο εκπρόσωπος του Ερντογάν, Ιμπραχίμ Καλίν, υποστηρίζοντας σε τηλεοπτική του εμφάνιση ότι η χώρα του δεν έχει σκοπό να συγκρουστεί στρατιωτικά με την Ελλάδα, αλλά “δεν θα αφήσει τίποτα αναπάντητο σε κάθε βήμα που θα γίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση”, ενώ επανέλαβε τους ισχυρισμούς περί ελληνικών παραβιάσεων των χωρικών υδάτων, του εναέριου χώρου της και των συνόρων της Τουρκίας, αλλά και περί “κατάρρευσης της αντιτουρκικής συμμαχίας” με την Αίγυπτο.
Ακόμη σημαντικότερη υπήρξε η συνεδρίαση του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας την Πέμπτη το απόγευμα, όπου, καίτοι κύριο αντικείμενο αποτέλεσαν οι εξελίξεις σχετικά με τη Συρία, τέθηκε εκ νέου, και μάλιστα υπό τύπον οιονεί τελεσιγράφου, το ζήτημα των ελληνικών νησιών. “Αναμένουμε από την Ελλάδα, η οποία αδιαφορεί για τις προτάσεις διαλόγου, να τερματίσει το συντομότερο δυνατό τις δραστηριότητες στρατιωτικοποίησης των νησιών” ανακοινώθηκε χαρακτηριστικά. Αναλυτές θεωρούν ότι αυτή η νέα έμφαση στα ελληνοτουρκικά δεν είναι άσχετη με το αμερικανικό “βέτο” που μόλις διατυπώθηκε στην επιχειρούμενη νέα τουρκική εισβολή στη Συρία.
Πηγή capital.gr
Toυ Κώστα Ράπτη