7 Δεκεμβρίου 2020

Τράπεζες«Ξηλώνει» ο Άρειος Πάγος αποφάσεις του νόμου Κατσέλη

 



Aνοίγει ο δρόμος για να κρίνουν τα δικαστήρια ότι για την υπερχρέωσή τους φταίνε μόνο οι δανειολήπτες

Nέα κατεύθυνση στις αποφάσεις των δικαστηρίων για υποθέσεις του ν. Κατσέλη, ιδιαίτερα δυσμενή για τους δανειολήπτες, δίνει ο Άρειος Πάγος με απόφασή του, που εξετάζει το κρίσιμο ζήτημα του δόλου του οφειλέτη. Η απόφαση αυτή (με αριθμκό 400/2020 - Τμήμα Δ' Πολιτικό) έχει μεγάλη βαρύτητα ενόψει της επίσπευσης εκδίκασης δεκάδων χιλιάδων υποθέσεων του ν. Κατσέλη, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε μαζικές απορρίψεις αιτήσεων οφειλετών, όπως εκτιμούν νομικοί.




Στον Άρειο Πάγο εξετάσθηκε αίτηση αναίρεσης εφετειακής απόφασης, την οποία υπέβαλε το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Το κρίσιμο νομικό θέμα που αξιολόγησε το ανώτατο δικαστήριο είναι ο ορισμός του δόλου του οφειλέτη, δηλαδή πότε μπορεί να θεωρηθεί ότι ένας δανειολήπτης δημιούργησε υπερβολικά χρέη με δική του υπαιτιότητα και γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορέσει να τα αποπληρώσει.


Σε αυτή την περίπτωση, ένας δανειολήπτης εξ ορισμού αποκλείεται από τις ευεργετικές ρυθμίσεις του ν. Κατσέλη (ν. 3869/2010), καθώς ο νόμος ορίζει ότι «φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους» μπορούν να υποβάλλουν αιτήσεις για τη ρύθμιση του χρέους τους.


Το βάρος της απόδειξης του δόλου του δανειολήπτη πέφτει στην τράπεζα. Μέχρι τώρα, σχεδόν σε όλες τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί με βάση το νόμο Κατσέλη, οι τράπεζες κατά πάγια νομική πρακτική και ανεξάρτητα από τα πραγματικά περιστατικά κάθε υπόθεσης προέβαλαν επιχείρημα σχετικά με το δόλο του δανειολήπτη, υποστηρίζοντας ότι συντρέχει δόλος και άρα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση για ρύθμιση των οφειλών.


Κατά πάγια πρακτική, επίσης, τα δικαστήρια απέρριπταν με τις αποφάσεις τους τις ενστάσεις των τραπεζών περί δόλου του δανειολήπτη ως αόριστες, έκριναν δηλαδή ότι δεν είναι αρκετό να υποστηρίζεται ότι συντρέχει δόλος με γενικούς ισχυρισμούς, αλλά ότι απαιτούνται και ειδικότερα στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη του δόλου.


Με τη νέα απόφαση του Αρείου Πάγου ακυρώνεται απόφαση Εφετείου, με την οποία είχε απορριφθεί, όπως ακριβώς ακριβώς είχε γίνει και σε πρώτο βαθμό, η ένσταση τράπεζας περί δόλου. Με βάση τις αρχικές αποφάσεις, ο οφειλέτης είχε υπαχθεί στο νόμο Κατσέλη και είχε ρυθμισθεί το χρέος του με προστασία της πρώτης κατοικίας. Πλέον, η ρύθμιση αυτή ενδέχεται να «ξηλωθεί», αφού ο Ά. Πάγος έκρινε ότι κακώς απορρίφθηκε η ένσταση περί δόλου και έστειλε πίσω την υπόθεση να συζητηθεί εκ νέου στο Εφετείο με διαφορετική σύνθεση.


Η απόφαση του Αρείου Πάγου (δείτε το πλήρες κείμενο εδώ) διατυπώνει σημαντικές νομικές κρίσης, σύμφωνα με τις οποίες, μεταξύ άλλων, το στοιχείο του δόλου μπορεί να συντρέχει πριν ή μετά την ανάληψη της οφειλής και το βασικό στοιχείο για να κριθεί αν υπήρξε δόλος είναι αν μπορούσε ο δανειολήπτης να αντιληφθεί ότι με τα δάνεια που ελάμβανε θα ξεπερνούσε τις οικονομικές του δυνατότητες και τελικά δεν θα μπορούσε να τα εξυπηρετήσει. Επιπλέον, κρίνεται ότι δεν χρειάζεται να παρουσιάζουν οι πιστωτές πρόσθετα στοιχεία για να τεκμηριώνουν την ύπαρξη δόλου (π.χ.: στοιχεία που θα θεμελιώνουν απάτη εις βάρος υπαλλήλου της τράπεζας). Με αυτά τα νομικά δεδομένα, εκτιμούν δικηγόροι που ασχολούνται με υποθέσεις του νόμου Κατσέλη, γίνεται πλέον πολύ πιο εύκολο να γίνονται δεκτές από τα δικαστήρια οι ενστάσεις περί δόλου από τις τράπεζες και να απορρίπονται οι αιτήσεις των δανειοληπτών, κάτι που έχει μεγάλη σημασία ενόψει της εκδίκασης - εξπρές δεκάδων χιλιάδων υποθέσεων μέσα στο 2021.


Ειδικότερα, ο Άρειος Πάγος αναφέρει στην απόφασή του ότι:


Στην περίπτωση του Ν. 3869/2010 ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και την συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω από την διατύπωση της παρ. 1 εδ. α' του Ν. 3869/2010, προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην "περιέλευση" του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει, τόσον κατά τον χρόνο αναλήψεως της οφειλής, όσον και κατά τον χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε.

Ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του, με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε, κατά την ανάληψη των χρεών, ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Επομένως η συνεπεία του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος γνωρίζει ότι, ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του, δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει.

Περίπτωση ενδεχομένου δόλου συντρέχει, όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων, την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο, ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό.

Ειδικότερα, σε μία δανειακή σύμβαση υφίσταται κατ' ουσίαν αποδοχή από τον δανειολήπτη της προβλεπόμενης αδυναμίας του να αποπληρώσει το ειλημμένο δάνειο, όταν έχοντας γνώση της πρόδηλης αναντιστοιχίας των εισοδημάτων του προς τις οφειλές, την αποπληρωμή των οποίων με ιδία πρωτοβουλία αναλαμβάνει και σταθμίζοντας την διακινδύνευση των οικονομικών συμφερόντων, τόσο του ίδιου, όσο και του πιστωτή του, με το επιδιωκόμενο όφελος, το οποίο θα καρπωθεί, εφόσον πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος, προβαίνει στη σύναψη της σχετικής δανειακής συμβάσεως, επειδή κρίνει ότι η σκοπούμενη γι' αυτόν ωφέλεια από την χρήση των δανειακών κεφαλαίων σαφώς υπερέχει των συνεπειών που επαπειλούνται από την επέλευση του κινδύνου.

Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για την συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος, όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη, στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του, περιορίζεται στην πρόθεση του οφειλέτη και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη από την πλευρά των τελευταίων να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα το νόμου.

Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.