Από την πρώτη στιγμή που η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε τη διακυβέρνηση, διακήρυξε ότι θα περιορίσει το κράτος και θα αποκαταστήσει έναν «φιλελεύθερο» κανόνα λειτουργίας. Το πρώτο δείγμα γραφής, ωστόσο, υπήρξε αντιφατικό: το υπουργικό συμβούλιο όχι μόνο δεν συρρικνώθηκε, αλλά διογκώθηκε σε 67 μέλη, καθιστώντας το πολυπληθέστερο στην Ευρώπη και μεγαλύτερο από εκείνο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν ένα προοίμιο για όσα θα ακολουθούσαν.
Κατά την εξαετία που πέρασε, αναδύθηκε ένα μοτίβο άσκησης εξουσίας που ξεπερνά τη συνήθη κομματική μεροληψία. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη φάνηκε να διευρύνει επικίνδυνα την αντιθεσμική χρήση του κρατικού μηχανισμού, συγκροτώντας ένα καθεστώς που ισορροπεί αμήχανα ανάμεσα στη δημοκρατία και τον αυταρχισμό. Θεσμοί που όφειλαν να λειτουργούν ουδέτερα –η Δικαιοσύνη, οι ανεξάρτητες Αρχές, τα Σώματα Ασφαλείας, οι φορολογικοί μηχανισμοί, ακόμη και η Αυτοδιοίκηση– ενεπλάκησαν στο πολιτικό παιχνίδι.
Το λεγόμενο «επιτελικό κράτος», ο πρώτος νόμος της νέας διακυβέρνησης, αναμόρφωσε τον έλεγχο του «πόθεν έσχες» αφαιρώντας κρίσιμες δικλίδες ανεξαρτησίας. Η αντικατάσταση του Συνηγόρου του Πολίτη από τη νεοσύστατη Εθνική Αρχή Διαφάνειας και η κατάργηση των σωμάτων επιθεωρητών κατά της διαφθοράς δημιούργησαν εύλογες απορίες. Δεν άργησαν να ενταθούν, όταν αποκαλύφθηκε ότι στελέχη της ίδιας Αρχής κατηγορούνται για παρεμπόδιση ερευνών.
Παράλληλα, υφάνθηκε ένα νομικό πλέγμα «ακαταδίωκτου» γύρω από επικεφαλής δημόσιων φορέων, παρέχοντας ασπίδα σε αμφιλεγόμενες κυβερνητικές επιλογές. Η εικόνα συμπληρώθηκε με το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, όπου η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών βρέθηκε στο επίκεντρο μιας υπόθεσης μαζικής παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι συνταγματικά κατοχυρωμένες Αρχές προστασίας απορρήτου και προσωπικών δεδομένων αποδείχθηκαν ανήμπορες, ενώ ακολούθησαν νομοθετικές παρεμβάσεις που περιόρισαν περαιτέρω τον ρόλο τους.
Αν οι υποκλοπές αποκάλυψαν τη νοοτροπία εξουσίας, η τραγωδία των Τεμπών λειτούργησε ως καταλύτης. Οι πολίτες είδαν στην πράξη πώς συμπιέζονται θεσμοί υπό την κρατική πίεση: από τη Δικαιοσύνη και το Κοινοβούλιο έως την Αστυνομία, τις ρυθμιστικές Αρχές και τις υπηρεσίες των σιδηροδρόμων. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς κατρακύλησε, όπως κατέγραψαν οι δημοσκοπήσεις.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ αποτέλεσε τη χαριστική βολή. Ένα εκτεταμένο πελατειακό δίκτυο, με εθνικό και κοινοτικό χρήμα, φέρεται να εξαγόραζε πολιτική επιρροή. Οι καταγγελίες περί χρήσης κοινοτικών πόρων ως «μαύρου χρήματος» ενισχύθηκαν από έρευνες της Αρχής για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, ενώ η εμπλοκή υπουργών, σύμφωνα με ευρωπαϊκές δικαστικές αρχές, βαραίνει ακόμη περισσότερο το πολιτικό κλίμα.
Υποκλοπές, Τέμπη και ΟΠΕΚΕΠΕ συνδέονται από έναν κοινό παρονομαστή: τη σύγκρουση με το ευρωπαϊκό κράτος δικαίου. Σε όλες τις περιπτώσεις επιχειρήθηκε, ανεπιτυχώς μέχρι στιγμής, η αποδυνάμωση της Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μέσω πιέσεων και παρασκηνιακών παρεμβάσεων. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε ένας μηχανισμός σπίλωσης όσων πρωταγωνίστησαν στις αποκαλύψεις και στις κοινωνικές αντιδράσεις.
Το συμπέρασμα που διαμορφώνεται σε αυτή την τρίτη, αποστασιοποιημένη οπτική είναι σαφές: το κράτος αντιμετωπίστηκε ως ιδιοκτησία. Ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερο λειτούργησε, στην πράξη, ως κλειστή ιδιωτική οργάνωση, χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς της εξουσίας για εκφοβισμό αντιπάλων και προστασία φίλων. Αυτό, όσο κι αν επιχειρείται να παρουσιαστεί αλλιώς, δεν συνιστά ούτε φιλελευθερισμό ούτε υγιή κομματική δημοκρατία. Είναι κάτι διαφορετικό – και βαθιά ανησυχητικό.
