Η πολιτική διαδρομή του Βαγγέλη Καπλαντζή στη Νέα Δημοκρατία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυσκολιών που αντιμετωπίζει το κόμμα στην αξιοκρατική στελέχωση των θέσεων ευθύνης. Παρά τον τυπικά σημαντικό τίτλο του ως πρόεδρος της ΔΕΕΠ Σάμου, η θητεία του χαρακτηρίζεται από περιορισμένη παραγωγικότητα και ελάχιστα απτά αποτελέσματα στην ενίσχυση του κομματικού ιστού.
Οι τοπικές οργανώσεις, που συνήθως αποτελούν τον πυρήνα της πολιτικής επιρροής, φαίνεται να μην επωφελήθηκαν ουσιαστικά από την ηγεσία του, γεγονός που εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα του έργου του.
Πρόσφατα, ο Καπλαντζής ορίστηκε αναπληρωτής γραμματέας Οργανωτικού στη Γραμματεία Οργανωτικού της Νέας Δημοκρατίας για την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, με απόφαση του πρωθυπουργού και προέδρου του κόμματος, Κυριάκου Μητσοτάκη. Η ανακοίνωση τονίζει ότι πρόκειται για θέση σε εθνικό επίπεδο, με ευθύνη για όλη την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, γεγονός που αυξάνει την πολιτική του προβολή πέρα από τη Σάμο. Η θητεία του, πλέον, δεν περιορίζεται μόνο στη ΔΕΕΠ Σάμου αλλά εκτείνεται σε όλη την Περιφέρεια, γεγονός που ενισχύει την κριτική σχετικά με τις διασυνδέσεις και την ταχύτητα της εξέλιξής του.
Η ταχεία ανάδειξή του σε ανώτερο κομματικό αξίωμα έχει προκαλέσει έντονες αμφιβολίες για τα κριτήρια επιλογής των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας.
Τοπικοί παράγοντες υποστηρίζουν ότι η εξέλιξη αυτή φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με προσωπικές γνωριμίες και πολιτικές διασυνδέσεις παρά με πραγματική προσφορά στο κόμμα. Η εμπλοκή ισχυρών κομματικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου Ευρωβουλευτή που φέρεται να συνέβαλε στον διορισμό του, ενισχύει την εντύπωση ότι οι προσωπικές σχέσεις υπερτερούν της ουσιαστικής εργασίας και του έργου για την παράταξη.
Η περίπτωση του Καπλαντζή αναδεικνύει ένα ευρύτερο ζήτημα που αφορά την ίδια τη Νέα Δημοκρατία: την ανάγκη για διαφάνεια και αξιοκρατία στις διαδικασίες επιλογής στελεχών. Όταν οι θέσεις ευθύνης καταλαμβάνονται με βάση διασυνδέσεις και όχι προσόντα, δημιουργείται ένα καθεστώς πελατειακών σχέσεων που υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών και των υποστηρικτών του κόμματος. Η περιορισμένη δραστηριότητα και η φαινομενική ανικανότητα του Καπλαντζή να αφήσει ουσιαστικό αποτύπωμα στην κομματική βάση ενισχύει την εντύπωση ότι οι κομματικές θέσεις συχνά δίνονται για λόγους αλληλοεξυπηρέτησης και όχι για την προαγωγή των καλύτερων δυνατών στελεχών.
Η πολιτική δεν είναι χώρος για κομματικά «δώρα» ή επιβραβεύσεις λόγω γνωριμιών, αλλά ζήτημα αρχής, αξιοπιστίας και υπευθυνότητας απέναντι στον πολίτη. Όταν η στελέχωση κρίσιμων θέσεων γίνεται με κριτήρια αποσπασματικά από τη γνώση, την εμπειρία ή την πραγματική συνεισφορά, το κόμμα κινδυνεύει να αποξενώσει τους υποστηρικτές του και να μειώσει την πολιτική του αποτελεσματικότητα.
Σε έναν πολιτικό χώρο όπου οι πολίτες απαιτούν έργο και ουσιαστική παρουσία, η περίπτωση Καπλαντζή λειτουργεί ως καμπανάκι: η φήμη και οι προσωπικές διασυνδέσεις δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την πραγματική συνεισφορά και την ικανότητα.
Η Νέα Δημοκρατία χρειάζεται άμεσα να αναδείξει στελέχη που θα υπηρετούν με συνέπεια και αποτελεσματικότητα το κόμμα και την κοινωνία. Η θητεία του Βαγγέλη Καπλαντζή, που χαρακτηρίστηκε περισσότερο από διασυνδέσεις παρά από έργο, αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η αξιοκρατία πρέπει να γίνει προτεραιότητα, όχι πολυτέλεια.