Η κατεύθυνση είναι λάθος και μας οδηγεί στη σταδιακή απαξίωση του προϊόντος. Το τι χρειάζεται, δε, η «επιχείρηση σωτηρίας» αυτού του τουριστικού προϊόντος δεν είναι τόσο σημαντικό όσο είναι η ικανότητά μας να το προσφέρουμε.
Στη χώρα μας έχουμε μία χρυσοτόκο όρνιθα, που θρέφει σχεδόν τους πάντες αλλά, όπως δείχνουν τα πράγματα, την ξεπουπουλιάζουμε και οι ημέρες της ίσως είναι... μετρημένες.
Ο λόγος για τον Τουρισμό, ο οποίος αυτοτελώς, εάν υπολογίσουμε μόνον τις ταξιδιωτικές εισπράξεις, συνεισέφερε 21,6 δισ. ευρώ ή 9,1% του ΑΕΠ το 2024 ενώ εάν συνυπολογιστεί η πολλαπλασιαστική συνεισφορά του και στους λοιπούς κλάδους της οικονομίας, η ποσοστιαία συμβολή του στη διαμόρφωση του ΑΕΠ ίσως υπερβαίνει και το 30%.
Στη χώρα μας έχουμε μία χρυσοτόκο όρνιθα, που θρέφει σχεδόν τους πάντες αλλά, όπως δείχνουν τα πράγματα, την ξεπουπουλιάζουμε και οι ημέρες της ίσως είναι... μετρημένες.
Ο λόγος για τον Τουρισμό, ο οποίος αυτοτελώς, εάν υπολογίσουμε μόνον τις ταξιδιωτικές εισπράξεις, συνεισέφερε 21,6 δισ. ευρώ ή 9,1% του ΑΕΠ το 2024 ενώ εάν συνυπολογιστεί η πολλαπλασιαστική συνεισφορά του και στους λοιπούς κλάδους της οικονομίας, η ποσοστιαία συμβολή του στη διαμόρφωση του ΑΕΠ ίσως υπερβαίνει και το 30%.
Πρόκειται, λοιπόν, για έναν κλάδο ο οποίος αν και υπέστη σκληρό πλήγμα στη διάρκεια της πανδημίας, στήριξε έκτοτε τη χώρα και συνεχίζει να προσφέρει αδρά, αν και ουδέποτε ανέκαμψε στα προ πανδημίας επίπεδά του.
Για την ακρίβεια, σύμφωνα με έρευνα της Eurobank, το μοντέλο του ελληνικού τουρισμού μεταβάλλεται προς την κατεύθυνση «όλο και περισσότεροι τουρίστες, οι οποίοι διαμένουν όλο και λιγότερο στη χώρα και αφήνουν όλο και λιγότερα χρήματα». Πρόκειται, ευλόγως, για ένα μοντέλο που δύσκολα μπορεί να μακροημερεύσει.
Αντίθετα, εάν προσδοκούμε να «αρμέγουμε» την τουριστική αγελάδα ακόμη για καιρό, το μοντέλο της χώρας θα πρέπει να στραφεί στην αύξηση της οικονομικής συνεισφοράς του κλάδου, «όχι μέσω αύξησης του αριθμού των αφίξεων, αλλά μέσω αύξησης της δαπάνης ανά επισκέπτη». Αυτό, όμως, σημαίνει υψηλότερο επίπεδο παροχής υπηρεσιών και εκεί, προφανώς, πάσχουμε.
Η αναζήτηση του υψηλότερου βαλάντιου στον ελληνικό τουρισμό δεν είναι καινοφανής προσέγγιση. Συζητείται εδώ και χρόνια, με την μορφή της προσδοκίας περί προσέλκυσης τουριστών υψηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων. Εν πολλοίς, όμως, και με ελάχιστες εξαιρέσεις κορυφαίων προορισμών, παρέμεινε ως ένα ευχολόγιο.
Όπως αντίστοιχα παρέμεινε ως ευχολόγιο και η βελτίωση των υποδομών ή του ευρύτερου περιβάλλοντος που διαθέτουν τόσο οι λεγόμενοι «ελκυστικοί» προορισμοί όσο και η λοιπή επικράτεια. Για αυτό εξάλλου, παρέμεινε και στο επίπεδο της προσδοκίας, η «πλούσια» πελατεία.
Από τη γλυκιά ραστώνη του θέρους, λοιπόν, έρχεται να μας αφυπνίσει αυτή η μελέτη της Eurobank, η οποία βάζει στο τραπέζι ορισμένα ελάχιστα, ώστε το τουριστικό προϊόν της χώρας να παραμείνει ελκυστικό και να συνεχίσει να συνεισφέρει στον εθνικό πλούτο.
Το πρώτο από τα ζητήματα που θίγει, δε, αυτή η μελέτη καταδεικνύει και τον βαθμό -έως τώρα- της αδυναμίας εφαρμογής αυτών των μέτρων: Η αυθαίρετη δόμηση. «Η χύδην δόμηση είναι ένας ανορθολογικός και χωροκατακτητικά επιθετικός τρόπος αξιοποίησης της γης και οδηγεί σε υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος» εκτιμά, μεταξύ άλλων, η μελέτη και θα συμφωνήσουμε. Ουδεμία ελληνική κυβέρνηση, όμως, κατόρθωσε έως τώρα να χαλιναγωγήσει το φαινόμενο και η παρούσα δεν εξαιρείται.
Αντίστοιχα, προτείνει, το εύλογο. Ανέγερση καλύτερων ξενοδοχείων και αναβάθμιση των υφιστάμενων, κάτι στο οποίο όπως σημειώνεται και στη μελέτη, βοηθούν και οι τράπεζες.
Ακόμη, η μελέτη επαναφέρει το αίτημα της αναβάθμισης των υποδομών που στηρίζουν τον ποιοτικό και όχι τον μαζικό τουρισμό, θυμίζοντας έτσι ότι συχνά στη χώρα μας συγχέουμε τον υπερτουρισμό με το φαινόμενο των ανεπαρκών υποδομών, π.χ. στο οδικό δίκτυο, την ύδρευση, την αποχέτευση, τις τηλεπικοινωνίες κ.λπ.
Φυσικά, σύμφωνα με τη μελέτη, ποιοτικότερος τουρισμός συνεπάγεται και ποιοτικότερες υπηρεσίες και άρα απαιτείται έμφαση στην κατάρτιση και τις δεξιότητες, ενώ ασφαλώς οφείλει η χώρα μας και την πολυδιαφημισμένη στροφή της σε εναλλακτικές μορφές τουρισμού με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, όπως οι επισκέπτες υγείας, ο πολιτιστικός και ο θρησκευτικός τουρισμός, ο αγροτουρισμός, τα city breaks κ.λπ.
Όπως επίσης απαιτείται και η επιβολή περιορισμών στις βραχυχρόνιες τουριστικές μισθώσεις, τύπου (Airbnb) για σειρά λόγων, συμπεριλαμβανομένου και του στεγαστικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα.
Όλα αυτά όμως απαιτούν ο καθένας να κάνει πράγματι τη δουλειά του. Δηλαδή, το κράτος όντως να μεριμνά για τις υποδομές, για την τήρηση της νομοθεσίας στη δόμηση και στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, οι ξενοδόχοι να κάνουν καλύτερα ξενοδοχεία, ο κλάδος της εστίασης να προσφέρει ένα ποιοτικότερο προϊόν κ.ο.κ.
Απαιτούν, δηλαδή, να κοιτάμε λίγο μακρύτερα από το σήμερα και να μην ξεπουπουλιάζουμε αυτή τη χρυσοτόκο όρνιθα. Μπορούμε; Μάλλον δύσκολα. Αυτή είναι, όμως, η κατεύθυνση που πρέπει να πάρουν τα πράγματα.
Ν. Γ. Δρόσος
n.drosos@euro2day.gr