20 Δεκεμβρίου 2024

Υποταγή στον μητσοτακισμό

 

Του Μανώλη Κοττάκη

Πριν από μερικές μέρες, γνωστός επιχειρηματίας κάλεσε στο τηλέφωνο πρώην υπουργό της Ν.Δ. για να του ευχηθεί για την ονομαστική του εορτή, και μοιραία η συζήτηση πήγε δι’ ολίγον στα πολιτικά.

Σαμαρικός ο επιχειρηματίας, παρατήρησε «τι χάλια είναι αυτά, έχει γίνει η Ν.Δ. Ποτάμι». Θεωρούσε ότι ο συνομιλητής του, με βάση το ιδεολογικό προφίλ που έχει στην παράταξη, θα συμφωνούσε.

Πριν προλάβει καλά καλά να αρθρώσει λέξη παραπάνω, ο πρώην υπουργός τον διέκοψε απότομα. «Όχι αυτά από το τηλέφωνο. Πρέπει να κλείσουμε τώρα» είπε. Και του το έκλεισε, χωρίς «καληνύχτα», στα μούτρα.

Η σκηνή αυτή επαναλαμβάνεται σε παραλλαγές, με χίλιους τρόπους, μέσα στην παράταξη εδώ και καιρό. Στο υπουργικό συμβούλιο, στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, στους κρατικούς αξιωματούχους, στα κομματικά στελέχη, σε δικαστές, σε μιντιάρχες και αναλυτές, σε ιεράρχες, σε τραπεζίτες, σε δημάρχους και περιφερειάρχες.

Το προσωπικό οικονομικό τους συμφέρον σε συνδυασμό με την ανάγκη για καλές σχέσεις με το γκουβέρνο τούς οδηγεί στην απόκρυψη των συναισθημάτων τους και σε αλλαγή κοινωνικής συμπεριφοράς, υπό τον φόβο της πολιτικής δίωξης και της απώλειας του δημόσιου αξιώματος.

Αλλαγή κοινωνικής συμπεριφοράς σημαίνει «φοβάμαι να μιλήσω και να εκφράσω τις απόψεις μου ακόμη και ιδιωτικά». Σημαίνει «δεν εμφανίζομαι δημόσια μαζί σου, γιατί θα χαρακτηριστώ αντικαθεστωτικός». Σημαίνει «προτιμώ την αποζημίωση των 6.000 ευρώ από τη διαγραφή». Ή, ακόμη χειρότερα, σου ζητώ το κλασικό «μη με αναφέρεις», αν επικαλεστείς όσα σου λέω. Προ καιρού, υπάλληλος μεγάλης ΔΕΚΟ, που ζήτησε επικοινωνία μαζί μου για ένα θέμα, μου έγραψε εκατό φορές να προστατέψω το όνομά του, γιατί «αυτοί είναι πιο εκδικητικοί και από το ΠΑΣΟΚ».

Οδηγούμαστε, δηλαδή, στη δημοκρατία των ανωνύμων. Στη δημοκρατία του φόβου. Στη δημοκρατία της καταπίεσης. «Άλλα σκέφτομαι, άλλα λέω, άλλα εννοώ».

Τούτων δοθέντων, όταν διαβάζω πανηγυρικά ρεπορτάζ για το εξαιρετικό κλίμα που επικράτησε στη συνάντηση του πρωθυπουργού με τους βουλευτές του στο Μαξίμου και γνωρίζοντας τι λένε οι μισοί τουλάχιστον από αυτούς στα καφέ του Κολωνακίου, ένα ρήμα ανακαλώ στη μνήμη: «συμπάσχω» μαζί τους.

Όπως έλεγε και ο Κωστής Στεφανόπουλος, «χωρίς την υποκρισία θα διαλύονταν οι κοινωνίες»… Θα προσέθετα ταπεινά και «χωρίς το θάρρος».

Είναι καταδικασμένες σε παρακμή οι κοινωνίες της σιωπής.