Γράφει ο Κώστας Βαξεβάνης
Η πολιτική ορολογία είναι γεμάτη με ευφημισμούς. Τα χειρότερα πολιτικά σχέδια, φιλοτεχνούνται με τις πιο όμορφες λέξεις. Η λιτότητα βαφτίζεται «δημοσιονομική τάξη», η εκποίηση της περιουσίας του κράτους λέγεται «ανάπτυξη» και η φορολόγηση των ίδιων και συνεχώς, αποκαλείται «οικονομική πολιτική σταθερότητας». Για να μην θυμηθούμε τον Ευάγγελο Βενιζέλο (μεγάλη η χάρη του και οι φιλοδοξίες του ακόμη), που έδωσε στο χαράτσι τον χαρακτηρισμό του «ανταποδοτικού τέλους».
Ο όρος «συναίνεση», χρησιμοποιείται στην πολιτική για να προαναγγείλει συμφωνίες που θα εμφανιστούν ως αναγκαίες και πρέπει να γίνουν αποδεκτές από την κοινή γνώμη. Διαφορετικά, όποιος δεν τις αποδεχθεί, κινδυνεύει να εμφανιστεί ως τοξικός, ανατρεπτικός και εκτός του φάσματος της πολιτικής ευπρέπειας.
Η πολιτική συναίνεση ωστόσο είναι ένας ύπουλος όρος, στον οποίο αποδίδεται αυθαίρετα ωραιοποιημένο περιεχόμενο ενώ αποσιωπάται το ερώτημα που πρέπει να συνοδεύει την ουσία: συναίνεση για ποιο πράγμα, για να επιτευχθεί τι;
Ακόμη και τα εγκλήματα για να διαπραχθούν, απαιτείται συναίνεση μεταξύ αυτών που τα σχεδιάζουν και τα εκτελούν. Άρα η συναίνεση δεν είναι μια λέξη αλλά οι προθέσεις και τα συμφέροντα κάτω από όσα δήθεν αποδίδει η λέξη.
Η προσπάθεια να αποδοθεί στη λέξη «συναίνεση» ένα ψυχολογικό και συναισθηματικό υπόβαθρο με ρομαντικές διαστάσεις, πολλές φορές είναι ακόμη και επικίνδυνη. Τα προβλήματα υπάρχουν και διαιωνίζονται, όχι γιατί οι άνθρωποι είναι κακοί και μη συναινετικοί, αλλά γιατί υπάρχουν αιτίες που τα γεννούν και συμφέροντα που δεν θέλουν να λυθούν. Όταν λοιπόν μιλάμε για συναίνεση, πρέπει (κατά το παράδειγμα πριν) να ξεκαθαρίσουμε αν το ζητούμενο είναι ένα έγκλημα ή ένα ευεργετικό αποτέλεσμα.
Παρά όσα αναπαράγονται ως ιδεατά σχήματα στην πολιτική, το ζητούμενο σε μια Δημοκρατία, δεν είναι να συναινούν τα κόμματα, αλλά να αντιπαρατίθενται για το κοινό συμφέρον. Η μη αντιπαράθεση των κομμάτων, δεν είναι πολιτισμός, αλλά πιθανά ένα στημένο παιχνίδι μέσα στο οποίο επιχειρείται να εγκλωβιστεί ο πολίτης. Πρέπει να ξεχάσει το πρόβλημα, την αιτία και την λύση, για να είναι απλώς καλόβολος. Αυτό δεν είναι πολιτική κοινού τόπου, αλλά η ακύρωση της Δημοκρατίας.
Τον τελευταίο μήνα, το φάντασμα της συναίνεσης πλανάται και πάλι. Το ρευστό πολιτικό τοπίο και τα αδιέξοδα της κυβέρνησης, αναζητούν όχι λύση αλλά εκτόνωση. Μέσα σε μια νύχτα, ο παρακολουθούμενος και μη διαμαρτυρόμενος Νίκος Ανδρουλάκης, συναντήθηκε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, του έδωσε συγχωροχάρτι και ανηφόρησε ως την Θεσσαλονίκη για να δηλώσει πόσο ωραίο είναι το Μετρό. Στη χώρα που δεν υπάρχει ούτε Μετρό Θεσσαλονίκης, ούτε τρένα αλλά ούτε και ένοχοι για το έγκλημα των Τεμπών. Η στάση του Ανδρουλάκη, προπαγανδίζεται ως ώριμη πρακτική συναίνεσης και υπεύθυνης αντιπολίτευσης και στρώνει το χαλί για μια κυβέρνηση που θα ονομαστεί ευθύνης ή οτιδήποτε εύηχο θα δώσει δυνατότητα στον Μητσοτάκη να αποφύγει τις ευθύνες του.
Ήρθε η ώρα, ο Νίκος Ανδρουλάκης, να ξεδιπλώσει την μοναδική ίσως ικανότητά του, να είναι ευθυγραμμισμένος με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν οδεύουμε σε εποχή συμμαχιών, αλλά συμφωνιών με μοναδικό ζητούμενο την επιβίωση ενός συστήματος που παρότι έχει καταρρεύσει, παραμένει γιατί δεν υπάρχει τίποτα να το απειλήσει. Ακόμα.
ΠΗΓΗ https://www.documentonews.gr/