Προ ολίγων ημερών πραγματοποιήθηκε η πολυδιαφημισμένη επίσκεψη του ισλαμιστή Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Χακάν Φιντάν στην Αθήνα.
Πρόκειται για την σφραγίδα μετά από μια περίοδο «ήρεμων νερών», η οποία ξεκίνησε μετά τον μεγάλο σεισμό του 2023 στην Τουρκία και κατά τη διάρκεια της οποίας οι δύο χώρες (υποτίθεται ότι) προσπαθούν να «επικοινωνούν». Δύο όμως ερωτήματα ανακύπτουν, δομικώς αλληλένδετα μεταξύ τους:
Αφενός ποια είναι η πραγματικότητα,
Αφετέρου ποιος είναι ο στόχος.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία δεν έχει εγκαταλείψει τον νεοοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό της. Τον έχει απλώς μεταμφιέσει υπό έναν μανδύα ανατολίτικης ευγένειας, καθιστώντας τον ακόμη πιο επικίνδυνο.
Επί παραδείγματι, αντί να στείλει ολόκληρο τον στόλο της στην Ανατολική Μεσόγειο (όπως έπραξε το 2020), διατηρεί σταθερά μικρό αριθμό πολεμικών πλοίων στην ευρύτερη περιοχή ης Κάσου και της Καρπάθου. Αντί να διακηρύττει καθημερινά ότι “θα έρθει ένα βράδυ”, μιλά για ανάγκη να βρεθεί μια αμφότερα εποικοδομητική λύση (το περίφημο win-win, ή αλλιώς “kazan-kazan”).
Σε δε Κύπρο και τη Θράκη η τουρκική προκλητικότητα παραμένει πρακτικά απαράλλαχτη, αν δεν έχει μεγαλώσει. Στην Κύπρο η αυταποκαλούμενη παράνομη και μη αναγνωρισμένη “τδβκ” θέτει πλέον επί καθημερινής βάσης ως προαπαιτούμενο για κάθε συζήτηση την αναγνώριση της κυρίαρχης ισότητας, πρακτικά τορπιλίζοντας την όποια προσπάθεια.
Στη Θράκη η δραστηριότητα των εγκαθέτων του εκεί τουρκικού Γενικού Προξενείου συνεχίζεται, με πλέον πρόσφατα παραδείγματα τον προπηλακισμό των Τοποτηρητών Μουφτήδων (για τον οποίο -σημειωτέον- τίποτα δεν φαίνεται να έχει γίνει τελικά), αλλά και την μαζική κάθοδο της αυτοαποκαλούμενης “Ανώτατης Συμβουλευτικής Επιτροπής Τουρκικής Μειονότητας Δυτικής Θράκης” στην Αθήνα για συνάντηση με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών (αλλά και πρώην Διοικητή της μισητής -και στην Τουρκία- ΜΙΤ, για να μην ξεχνιόμαστε).
Η πραγματικότητα επομένως μάλλον δεν είναι τα “ήρεμα νερά” που ακούμε ξανά και ξανά στην Ελλάδα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα πρέπει επί της αρχής να θεωρούμε λανθασμένη “την εξωτερική πολιτική της ηρεμίας” (ας την ονομάσουμε έτσι). Αρκεί να έχει ξεκάθαρη στόχευση. Και έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο ερώτημα.
Δια της ηρεμίας, η Ελλάδα αγοράζει πολιτικό κεφάλαιο (απέναντι στη Δύση, αλλά και εν γένει στη διεθνή κοινότητα), αλλά και χρόνο. Μας συμφέρει όμως ο χρόνος;
Από το 2001 και μετά, η Τουρκία μεγεθύνεται δημογραφικά, στρατιωτικά και οικονομικά με ρυθμό πολλαπλάσιο της Ελλάδας, της οποίας η μεγέθυνση ουσιαστικά τερματίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Κάθε επιπλέον έτος, η διαφορά των δυνατοτήτων αυξάνεται εις βάρος του Ελληνισμού.
Επομένως, ποιος ο στόχος της αναμονής και της ηρεμίας, ειδικά αφ’ ης στιγμής η Τουρκία δεν έχει απεμπολήσει (ούτε και πρόκειται) τον νεοοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό της;
Ο επανεξοπλισμός; Καλώς γίνεται φυσικά, αν και η Τουρκία θα έχει δική της αμυντική βιομηχανία εντός της επόμενης δεκαετίας.
Το πολιτικό κεφάλαιο; Καλό και αυτό και απαραίτητο, αν και η Τουρκία τοποθετείται πλέον κατά τέτοιο τρόπο (όχι μόνο λόγω παράδοσης και στρατηγικής, αλλά και λόγω μεγέθους) ώστε να μπορεί να είναι πραγματική γέφυρα μεταξύ αμερικανο-ευρωπαϊκής Δύσης και σινο-ρωσο-ιρανικής Ανατολής (άλλωστε, φαίνεται πλέον να φιλοξενεί την Χαμάς στο έδαφός της).
Η παρακαταθήκη και η καλή θέληση; Άριστες και αυτές, αν και κάπως έτσι μας κοιτά ακρωτηριασμένη η Κύπρος από το -όχι και τόσο μακρινό- παρελθόν (ας μην μας κοιτά έτσι η Θράκη από το -όχι και τόσο μακρινό- μέλλον)… Μάλλον τίποτα από αυτά άρα…
Εκτός εάν πιστεύουμε ότι όντως μπορεί η Τουρκία να βγει (ηθελημένα ή όχι) από το ΝΑΤΟ… Ή ότι μπορεί να ελεγχθεί, δια της ευρωπαϊκής ή άλλης προοπτικής… Ή ότι θα σταματήσει να διεκδικεί ό,τι διεκδικεί…
Όλα τα παραπάνω προφανώς έχουν μελετηθεί και συνυπολογιστεί στη χάραξη της ελληνικής στρατηγικής. Ή μήπως όχι;
ΠΗΓΗ https://hellasjournal.com/