3 Οκτωβρίου 2024

Ο Καραμανλής, ο Σαμαράς και οι αγωνιώδεις προσπάθειες του Μητσοτάκη να «ξεπλύνει» τις εθνικές υποχωρήσεις



 Του Μανώλη Κοττάκη

Koρυφαίος παράγων του δημοσίου βίου ρώτησε στα μέσα της προηγούμενης τετραετίας τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη «γιατί δεν καλείς μια φορά το τρίμηνο, μια φορά το εξάμηνο τους προκατόχους σου και ηγέτες της παράταξης Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά για να τους συμβουλεύεσαι;». Στο πλαίσιο της ενότητας της μεγάλης φιλελεύθερης παράταξης. Η απάντηση που έλαβε ήταν περίπου κάτι σαν «αν το έκανα αυτό, θα ήταν σαν να μοιράζομαι την εξουσία μου».

Η αλήθεια είναι ότι, δρώντας μέσα σε ένα πολίτευμα πρωθυπουργοκεντρικό, ο κύριος Μητσοτάκης δεν μοιράστηκε τόσα χρόνια την εξουσία του με κανέναν. Ούτε με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, την οποία επέλεξε τελευταία στιγμή λόγω της αδύναμης προσωπικότητάς της, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τον Ευάγγελο Βενιζέλο. (Η υποψηφιότητά του απερρίφθη στον κλειστό κύκλο των φίλων του, Άννας και Σπήλιου.)

Δεν μοιράστηκε την εξουσία του ούτε με την αδελφή του Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία είναι δέκα σκάλες ανώτερη από κάποιους υπουργούς του, μετεγγραφή από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο αν ήταν στην εξουσία, θα τους διόριζε υφυπουργούς, και αν.

Στα πέντε χρόνια της πρωθυπουργίας του ο κύριος Μητσοτάκης ζήτησε τη γνώμη των προκατόχων του δύο φορές στα πολύ δύσκολα. Την πρώτη όταν ήθελε να κυρώσει το μνημόνια αμυντικής συνεργασίας με τα Σκόπια και να αναγνωρίσει η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. το όνομα «Βόρειος Μακεδονία». Για το οποίο είχε υποβάλει πρόταση μομφής στον ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικώς. Και οι δύο του είπαν «όχι» και τον διευκόλυναν καθώς έκρυψε την υποχώρησή του από τα υπεσχημένα στους συμμάχους, «δείχνοντας» τους κυρίους Καραμανλή και Σαμαρά. Οι οποίοι δεν είχαν πρόβλημα να αναλάβουν το πατριωτικό κόστος που ο διάδοχός τους δεν ήθελε να αναλάβει.

Η δεύτερη ήταν σε μια κρίσιμη στροφή των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τότε ο πρωθυπουργός, φοβούμενος πάλι το πολιτικό κόστος, κάλεσε στο τηλέφωνο τον Κώστα Καραμανλή (ενώ η φύση του θέματος ήταν τόσο λεπτή και επέβαλλε κατά μόνας συνάντηση) για να τον ρωτήσει τι πρέπει να κάνει αν ένα τουρκικό ερευνητικό παραβίαζε κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα.

Ο Καραμανλής τού απάντησε ότι πρέπει να είναι ψύχραιμος μεν, αλλά «πρέπει να είσαι έτοιμος για όλα τα ενδεχόμενα» δε. Μόνο αυτό δεν έκανε στα χρόνια που ακολούθησαν. Αντιθέτως, ακολούθησε μια πολιτική απεμπόλησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων και όλα όσα συνέβησαν με τα θαλάσσια πάρκα και την Κάσο με τα οποία «έκλεισε» την Ελλάδα σε χωρικά ύδατα 6 μιλίων απλώς το επιβεβαιώνουν.

Η Ελλάς έχει δύο «παράσημα» μέσα σε μερικούς μήνες. Άλλαξε τους χάρτες των θαλασσίων πάρκων που ενοχλούσαν τους Τούρκους στη βάση της δήλωσης Φιντάν του Απριλίου. «Κέρδισε» ανακοίνωση έπαινο του τουρκικού υπουργείου Αμύνης τον Ιούλιο, γιατί το ιταλικό ερευνητικό ζήτησε άδεια από την Αττάλεια για έρευνα σε ελληνική ΑΟΖ στην Κάσο.

Παραδόξως ο κύριος Μητσοτάκης θυμάται τους δύο πρωθυπουργούς κάθε φορά που έχει συνέδριο, κάθε φορά που έχει επέτειο, κάθε φορά που έχει την κεντρική προεκλογική του συγκέντρωση στην Αθήνα, κάθε φορά που πρόκειται να μιλήσει στη ΔΕΘ. Δεν θέλει την εμπειρία τους, το χειροκρότημά τους χρειάζεται.

Και αυτό για έναν και μόνο σκοπό: Για να τον βαπτίζουν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και να νομιμοποιούν αποφάσεις που παραβιάζουν κατάφωρα την ιδρυτική διακήρυξη της Ν.Δ. Η οποία, σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό που θέλει, όπως δήλωσε στη Νέα Υόρκη να είναι «προβλέψιμος σύμμαχος», διακηρύσσει την πίστη της σε μια Ελλάδα «χωρίς κηδεμόνες».

Πώς όμως να τον αναβαπτίσουν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ; Οι κύριοι Καραμανλής και Σαμαράς δεν είναι… νονοί. Με τις ομιλίες τους στο Πολεμικό Μουσείο την 1η Ιουλίου έστειλαν συγκεκριμένα μηνύματα στον πρωθυπουργό για το πώς εννοούν την εξωτερική αλλά και την κοινωνική πολιτική, εις ώτα μη ακούοντος όμως.

Δεν χρειάζεται λοιπόν να γνωρίζει κανείς πολλά για να καταλάβει τους λόγους που εικάζω (δεν έχουν καταλήξει ακόμη) ότι θα οδηγήσουν εκτός απροόπτου τους δύο πρωθυπουργούς στην απόφαση να μην παραστούν στο street party της Ρηγίλλης, όπου θα μιλήσει μόνον ο κύριος Μητσοτάκης.

Αν ο πρωθυπουργός ήταν έξυπνος, θα είχε απευθύνει πρόσκληση να μιλήσουν όλοι οι πρώην πρόεδροι της Ν.Δ. Και αν τυχόν υπάρχει (θα το δούμε στο τέλος) προδιάθεση στους κυρίους Καραμανλή και Σαμαρά να μην παραστούν, καθώς έχουν ήδη δώσει το «παρών» στο συνέδριο για τα 50 χρόνια από την ίδρυση της Ν.Δ. στο Ζάππειο, αυτή μάλλον ενισχύεται από τον unfair χειρισμό που έκανε ο πρωθυπουργός.

Αφού τους προσκάλεσε τηλεφωνικώς κι εκείνοι επιφυλάχθηκαν να τους απαντήσουν, χθες ο κύριος Μητσοτάκης διοχέτευσε το τηλεφώνημά του στον Τύπο και στα κανάλια για να δημιουργήσει ένα επικοινωνιακό περιβάλλον ασφυκτικό, στο οποίο μονά ζυγά θα είναι κερδισμένος.

Αν πάνε, θα πρέπει να σταθούν στη μέση του δρόμου να χειροκροτούν τον πρωθυπουργό στον οποίο άσκησαν κριτική προ τριμήνου. Αν δεν πάνε, όπως πιθανολογείται (εκτός απροόπτου) αυτή τη στιγμή, ο κύριος Μητσοτάκης θα έχει κάνει «μεγάθυμα» το καθήκον του. Δεν είναι όμως έτσι. Ηγεσία σημαίνει να επικοινωνείς. Όχι να κάνεις επικοινωνία. Η Ν.Δ. ευρίσκεται σήμερα στο 27% και σχεδιάζει την αλλαγή του εκλογικού νόμου επειδή ο κύριος Μητσοτάκης δεν «επικοινωνεί». Ακριβέστερα, έχει χάσει την επικοινωνία με τη βάση της παράταξης, η οποία φυλλορροεί κατά 20% στα κόμματα που κινούνται στα δεξιά της Ν.Δ.

Οι κύριοι Καραμανλής και Σαμαράς δεν δημιούργησαν ούτε μια φορά πρόβλημα στον κύριο Μητσοτάκη στα πέντε χρόνια της διακυβέρνησής του. Υπήρξαν πολιτικά και κοινοβουλευτικά άψογοι. Ο κύριος Καραμανλής αποχώρησε μάλιστα από το Κοινοβούλιο για να μην αναγκαστεί να καταψηφίζει νομοσχέδια της παράταξής του με εθνική σημασία. Όπως αυτό του υπουργείου Ενέργειας για τις βραχονησίδες, το οποίο απέρριψε χθες με μεγάλη πλειοψηφία το περιφερειακό συμβούλιο της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.

Κλείνω με μία εικόνα:

Χθες οι περαστικοί έξω από το ιστορικό κτίριο της Ρηγίλλης που ερειπώνει εγκαταλελειμμένο έβλεπαν στο πλατύσκαλο της εξώπορτας «αφημένο» το φυλλάδιο μιας πιτσαρίας από το Παγκράτι που φέρει το όνομα Ciao. Σε αυτή τη φάση ακριβώς ευρίσκεται σήμερα, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, η πολιτική και κοινωνική βάση της Ν.Δ., ανώνυμη και επώνυμη, αν συνεχίσει τη μετάλλαξη η ηγεσία της παράταξης. Του Ciao.