Της Κατέ Καζάντη
Η ψευδοεπιστημονική παραπληροφόρηση, εκείνη που προσδίδει μια ψευδαίσθηση γνώσης, αποτελεί νούμερο ένα εργαλείο προπαγάνδας: είναι ο -παμπάλαιος- τρόπος, ακόμα και διά ξεδιάντροπων ψεμάτων, να θαμπώνονται, και ακολούθως να ποδηγετούνται, τα πληβειακά στρώματα, έτσι ώστε να επιβάλλονται δίχως πολλές πολλές αντιδράσεις και οι επαχθέστερες πολιτικές. Και να δικαιώνεται η βαρβαρότητα, με επίπλαστες, βαρύγδουπες εξαγγελίες.
Τούτος ο τρόπος χειραγώγησης του κοινωνικού σώματος δεν είναι, φυσικά, καινούργιος. Στις μέρες μας, όμως, και σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, εισέρχεται σε νέα πεδία, μαζικής δόξης. Και καθίσταται σημαντικό εργαλείο ώστε για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης να διαχέονται από πάνω προς κάτω ψευδολογίες και αδιανόητες χοντροκοπιές.
Όσο ετούτα περιορίζονται σε διανοητικής φύσης ζητήματα ιδεολογικών, ας πούμε, συγκρούσεων, δίχως να αγνοείται ο σκοτεινός χαρακτήρας τους, διατηρούν μια μάλλον έμμεση επικινδυνότητα. Οταν όμως εισέρχονται στα πεδία της καθημερινής ζωής, η άκρως βλαπτική επιδραστικότητά τους γίνεται δυναμικά άμεση. Και κάνει άνω κάτω τις ζωές των ανθρώπων, στο εδώ και στο τώρα.
Μια τέτοια ψευδοεπιστημονική χοντροκοπιά, ψέμα αδιανόητο, είναι το περιώνυμο, πολυδιαφημισμένο «self test για τον καρκίνο του εντέρου». Τεστ που ουδόλως συνεισφέρει στη διάγνωση καρκίνου, αλλά μοναχά στη διερεύνηση της ύπαρξης αίματος στα κόπρανα, η οποία με τη σειρά της υποδηλώνει πλείστες όσες υποπεριπτώσεις για την κατάσταση του εντέρου. Το γραπτό μήνυμα όμως που έφτασε σωρηδόν στα τηλέφωνα των πολιτών δεν μιλούσε, φυσικά, για μια χρηματοδοτούμενη από το Ταμείο Ανάκαμψης αυτοεξέταση, με αμφισβητούμενο μάλιστα αποτέλεσμα, αφού διενεργείται χωρίς την παρέμβαση εξειδικευμένου προσωπικού της Yγείας. Ούτε, πολύ περισσότερο, προειδοποιεί ότι δεν υποκαθιστά την κολονοσκόπηση ή ότι μπορεί να είναι πολλαπλώς παραπλανητικό. Διότι ο καρκίνος του παχέος εντέρου, στα πρώιμα στάδιά του, δύναται να είναι ασυμπτωματικός. Οι πολύποδες που, μεταλλασσόμενοι, οδηγούν σε κακοήθεια χρειάζεται να αφαιρεθούν και να υποβληθούν σε ιστολογική εξέταση. Oπερ σημαίνει πως όχι μόνο ένα θετικό τεστ δεν σημαίνει κακοήθεια αλλά και το ανάποδο: ένα αρνητικό δεν σημαίνει ότι η κακοήθης κατάσταση δεν υπάρχει.
Άχρηστο το τεστ; Για τη δημόσια υγεία η σημασία του είναι σίγουρα ελάχιστη. Για τη χειραγώγηση των μαζών πάλι είναι καταλυτική. Διότι χρησιμοποιείται προπαγανδιστικά για να αποκρύψει τη δυσωδία των πολιτικών της κυβέρνησης για την Υγεία, που υποβαθμίζουν διαρκώς τις δημόσιες δομές, καθιστούν κενό γράμμα την όντως πρόληψη, αφήνουν τα νοσοκομεία χωρίς προσωπικό, μετατρέπουν σε επί χρήμασι προϊόν για τις ανώτερες εισοδηματικά τάξεις τα αποτελέσματα της επιστημονικής προόδου και εκχωρούν στους ιδιώτες ό,τι οφείλει να παρέχει το κράτος.
Η αλήστου μνήμης ρήση του Αδωνη Γεωργιάδη για ανασφάλιστη καρκινοπαθή «αν ήταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κυρία θα είχε πεθάνει τώρα, θα ήταν στον δρόμο, θα ήταν νεκρή» (Σκάι, 2/10/2024), η οποία αναγκαζόταν να μεταβαίνει από τη Λέσβο στην Αθήνα για ακτινοθεραπείες, με, σημειωτέον, ατομικά μεταφορικά και έξοδα διαμονής, δείχνει το πλαίσιο: το πριν την ώρα τους θνήσκειν των πτωχών πλην τίμιων, ως αναπόδραστη μοίρα, προτείνεται ως η δυνατότητα για την κερδοφορία του συστήματος υγείας που εμπλέκεται και διαπλέκεται με την «ιδιωτική πρωτοβουλία».
Να καταφρονείς, όμως, την αδυναμία και να εμπαίζεις την πάσχουσα δεν είναι υπόθεση μονοπρόσωπης ηθικής: είναι βαθιά πολιτική στάση που εκκινεί από τις αντιλήψεις για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Το κοροϊδιλίκι με τα τεστ βαραίνει, εννοείται, όλη την κυβέρνηση και προσωπικά τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.