Μεγάλη στιγµή για την ελληνική ∆ικαιοσύνη. Βρέθηκε αντιµέτωπη µε τις κατηγορίες της εύνοιας στους ισχυρούς, της χειραγώγησης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και της εξάρτησης από συµφέροντα και αθωώθηκε. ∆ηµοσιογράφοι της «Εφηµερίδας των Συντακτών», των Reporters United και ο δηµοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης, οι οποίοι οδηγήθηκαν στα αστικά δικαστήρια από τον πρώην διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου Γρηγόρη ∆ηµητριάδη, αθωώθηκαν, αθωώνοντας ταυτόχρονα τη ∆ικαιοσύνη από όλα αυτά που της καταλογίζει η ίδια της η λειτουργία στην Ελλάδα.
∆ύο δικαστές έκριναν τα δηµοσιεύµατα που συνέδεαν τον Γρ. ∆ηµητριάδη µε τις υποκλοπές και αποφάσισαν ότι οι δηµοσιογράφοι και κατ’ επέκταση η δηµοσιογραφία που δικαζόταν µαζί τους είχαν κάθε δικαίωµα να γράψουν όσα έγραψαν.
Οποιος πανηγυρίζει για την αθωωτική απόφαση υπέρ των συναδέλφων έχει απόλυτο δίκιο. Υπάρχει όµως µια πλευρά της υπόθεσης η οποία ξεπερνά το στενό πλαίσιο της προσωπικής δικαίωσης για τον καθένα από αυτούς που βρέθηκαν να δικάζονται επειδή έκαναν τη δουλειά τους. ∆ιαφαίνεται ότι τα ελληνικά δικαστήρια αρχίζουν («αναγκάζονται» είναι µάλλον το σωστό) να λειτουργούν µέσα στα όρια που προβλέπει για τον Τύπο η Ευρωπαϊκή Σύµβαση για τα ∆ικαιώµατα του Ανθρώπου (ΕΣ∆Α) και όχι τα γούστα και οι εφευρέσεις εξαρτηµένων ή φοβισµένων δικαστών.
Θα το γράψω χωρίς περιστροφές και εξωραϊσµούς. Μερικά µέσα ενηµέρωσης στην Ελλάδα, ίσως λιγότερα από δέκα, σηκώνουν το βάρος της δηµοσιογραφίας που αντιστέκεται και συγκρούεται. Το τίµηµα πολλές φορές είναι µεγάλο.
Το Documento είναι το Μέσο εκείνο στο οποίο συµπυκνώνονται όλα όσα έχουν εντοπιστεί από διεθνείς οργανισµούς ως παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα (λίστα Λαγκάρντ, κόψιµο διαφήµισης, δολοφονία προφίλ δηµοσιογράφων, φυσικές επιθέσεις και συµβόλαια θανάτου, συκοφαντικές επιθέσεις από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, πάνω από εκατό µηνύσεις και αγωγές από υπουργούς, ισχυρούς επιχειρηµατίες, δικαστικούς και πολιτικά πρόσωπα). Οι µηνύσεις και οι αγωγές χρησιµοποιούνται για να µας εκφοβίσουν, να µας γονατίσουν οικονοµικά και για να δηµιουργήσουν στην κοινή γνώµη την εικόνα της δηµοσιογραφίας που είναι σε στενή υποδικία και ως εκ τούτου είναι ύποπτη.
Αυτοί που κάνουν τις µηνύσεις και τις αγωγές επιχειρούν αφενός να αποφύγουν την απάντηση στα δηµοσιογραφικά ερωτήµατα που υποχρεούνται να απαντήσουν και αφετέρου να ανοίξουν τον δρόµο της τιµωρίας για τους ανυπάκουους και ενοχλητικούς.
Η απόφαση που βγήκε υπέρ των δηµοσιογράφων, απορρίπτοντας τα επιχειρήµατα του ∆ηµητριάδη, είναι ανάµεσα στις ιστορικές που έχουν εκδοθεί και βοηθούν να παγιωθεί η νοµολογία προστασίας των δηµοσιογράφων. Ηδη οι δίκες του Documento έπειτα από µηνύσεις και αγωγές των Ανδρέα Βγενόπουλου, Λίνας Στουρνάρα, Χαράλαµπου Αθανασίου και φυσικά της Μαρέβας Γκραµπόφσκι-Μητσοτάκη έχουν δικαιώσει τη δηµοσιογραφία έναντι των διωκτών της, παραπέµποντας απευθείας σε όσα προβλέπονται στο ελληνικό σύνταγµα και στους ευρωπαϊκούς νόµους.
Εχει ιδιαίτερη σηµασία ότι η νέα απόφαση αφορά ισχυρό πρόσωπο της εξουσίας (διευθυντή πρωθυπουργικού γραφείου και ανιψιό του Μητσοτάκη) ο οποίος ήταν ενάγων και παρ’ όλα αυτά επιβεβαιώνει το δικαίωµα του δηµοσιογράφου να ελέγχει και να κρίνει προς όφελος του δηµόσιου συµφέροντος. Εχει επίσης σηµασία ότι τα συγκεκριµένα δηµοσιεύµατα ήταν σκληρά και θα µπορούσαν κάλλιστα να οδηγήσουν στη γνωστή τακτική των ελληνικών δικαστηρίων: δηλαδή να αποδεχτούν µεν οι δικαστές την αλήθεια όσων γράφονταν αλλά να επιλέξουν να κλείσουν το µάτι στον ισχυρό αποφασίζοντας ότι ο δηµοσιογράφος δεν τήρησε το αναγκαίο µέτρο. Οχι µόνο δεν το έκαναν, αλλά υιοθέτησαν πλήρως το πνεύµα του άρθρου 10 της ΕΣ∆Α και οδήγησαν σε αθώωση.
Το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο έχει πάρει εκατοντάδες αποφάσεις υπέρ δηµοσιογράφων µε βάση το άρθρο 10 και τη σχετική νοµολογία γύρω από αυτό, οι οποίες σε κάθε αθώωση δηµοσιογράφου που έχουν καταδικάσει πριν τα δικαστήρια της χώρας του επαναλαµβάνουν συνεχώς ότι οι δηµοσιογράφοι έχουν δικαίωµα και υποχρέωση να διατυπώνουν σκληρή, υπερβολική, ακόµη και άδικη κριτική όταν γράφουν για δηµόσια πρόσωπα και πολύ περισσότερο για πολιτικά πρόσωπα. Τα πρόσωπα αυτά οικειοθελώς προσέρχονται στον δηµόσιο βίο και θέτουν τον εαυτό τους υπό δηµόσιο έλεγχο. Ακριβώς στο πνεύµα αυτό το δικαστήριο απεφάνθη: «Τα όρια της ανεκτής κριτικής ενός πολιτικού είναι ευρύτερα από αυτά ενός κοινού ανθρώπου. Σε αντίθεση µε τον δεύτερο, ο πρώτος εκτίθεται συνειδητά και αναπόφευκτα σε έναν ενδελεχή έλεγχο των πράξεων, των δηλώσεων και των ιδεών του, τόσο από τους δηµοσιογράφους όσο και από τους πολίτες, και συνεπώς οφείλει να επιδεικνύει µεγαλύτερη ανοχή». Στο αµερικανικό δίκαιο τα πράγµατα είναι ακόµη πιο προστατευτικά για τον δηµοσιογράφο. Πρέπει ο κρινόµενος από τον δηµοσιογράφο να αποδείξει ότι υπήρχε δόλος ακόµη και σε ένα δυσφηµιστικό δηµοσίευµα και όχι ο δηµοσιογράφος ότι δεν υπήρχε.
Σε µια άλλη απόφαση δικαστηρίου αντίστοιχου συµβολισµού αλλά και επίδειξης ισχύος, που αφορούσε αγωγή της Μαρέβας Γκραµπόφσκι-Μητσοτάκη εναντίον µου και εναντίον του Documento, το δικαστήριο είχε θέσει ακριβώς το ίδιο σκεπτικό: «Από το περιεχόµενο των δηµοσιευµάτων τα πραγµατικά περιστατικά που αποτελούν τον πυρήνα της είδησης είναι αληθινά ακριβή και αντικειµενικά και απηχούν την πραγµατικότητα που γνώριζε µέσω της δηµοσιογραφικής έρευνας που είχε πραγµατοποιήσει προ της σχετικής δηµοσίευσης ο δηµοσιογράφος. Η ενάγουσα (Μαρέβα Γκραµπόφσκι) λόγω της θέσης της στον δηµόσιο βίο θα πρέπει να επιδεικνύει µεγαλύτερη ανοχή στην κριτική και στον έλεγχο των πράξεών της, ακόµη και στην έντονη κριτική, µε δυσµενείς χαρακτηρισµούς και εκφράσεις, ως εν προκειµένω, αλλιώς θα επιβαλλόταν καθήκον σιγής στον Τύπο».
Οι αγωγές εναντίον των δηµοσιογράφων είναι ακριβώς προσπάθεια επιβολής σιγής στον Τύπο και όχι αποκατάστασης της υπόληψης του ισχυρού µηνυτή.
Από τον Απρίλιο του 2022 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διατυπώσει πρόταση οδηγίας για να αντιµετωπιστούν αυτές οι µεθοδευµένες αγωγές ισχυρών προσώπων εναντίον των δηµοσιογράφων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν φαίνεται πρόθυµη να ενσωµατώσει τη σχετική πρόταση στο εθνικό δίκαιο, όπως συµβαίνει και µε άλλα µέτρα προστασίας του Τύπου.
Πολύ πρόσφατα η ΕΣΗΕΑ, και αφού εν τω µεταξύ παρήλθαν δεκάδες αγωγές και µηνύσεις εναντίον του Documento µε αξιώσεις εκατοµµυρίων, µπήκε σε τροχιά θεσµικής προστασίας των δηµοσιογράφων, αντιλαµβανόµενη ότι ο ρόλος της δεν είναι µόνο συντεχνιακές διεκδικήσεις αλλά η διαφύλαξη της ίδιας της δηµοσιογραφίας.
Τα πολιτικά πρόσωπα γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι αγωγές µέσω των οποίων επιχειρούν τη σιωπή του δηµοσιογράφου στην πραγµατικότητα δεν έχουν νοµικά ερείσµατα. Γνωρίζουν όµως επίσης ότι υπάρχουν δικαστές και εισαγγελείς στην ελληνική ∆ικαιοσύνη που θα ανταποκριθούν στην αόρατη επιταγή του ισχυρού να τιµωρηθεί ο ενοχλητικός δηµοσιογράφος.
Υπάρχει ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγµα που αποδεικνύει την πρακτική αυτή και σχετίζεται µε την ιστορία του Documento αυτά τα οκτώ χρόνια. Από τις δεκάδες µηνύσεις που έχουν γίνει εναντίον της εφηµερίδας και οι οποίες τελικώς καταλήγουν σε αθώωση, ελάχιστες έχουν αρχειοθετηθεί από την εισαγγελία. Η µεγάλη πλειονότητα των µηνύσεων οδηγείται στο ακροατήριο όχι γιατί υπάρχει νοµική βάση για τη δίωξη αλλά για να ικανοποιηθεί ο ισχυρός µηνυτής. Η δε µεγάλη πλειονότητα των κατηγορητηρίων είναι νοµικά προβληµατική, αφού αντιγράφουν (copy paste!) τις κατηγορίες του µηνυτή αντί των συµπερασµάτων του εισαγγελέα, πράγµα το οποίο απαγορεύεται.
Η αθωωτική απόφαση των δηµοσιογράφων στους οποίους έκανε αγωγή ο ∆ηµητριάδης προστίθεται στην ελληνική νοµολογία που δηµιουργήθηκε από αγώνες µεµονωµένων δηµοσιογράφων και όχι του κλάδου συνολικά, οι οποίοι επί χρόνια διώκονται, κατηγορούνται, ταλαιπωρούνται και απαξιώνονται. Η ελληνική ∆ικαιοσύνη βρέθηκε αυτήν τη φορά αθώα του εγκλήµατος που συνήθως διαπράττει, τουτέστιν να συντάσσεται και να ικανοποιεί τους ισχυρούς.
ΠΗΓΗ https://www.documentonews.gr/