Η Ελλάδα διαθέτει πολλούς εκπαιδευτικούς σε σχέση με το μαθητικό της δυναμικό, αλλά είναι κακοπληρωμένοι. Η χώρα μας έχει τις καλύτερες αναλογίες εκπαιδευτικών ανά μαθητή μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ωστόσο οι απολαβές των εκπαιδευτικών είναι από τις χαμηλότερες στον ΟΟΣΑ. Ετσι είναι εύλογες οι διαμαρτυρίες τους σε μια περίοδο υψηλών ενοικίων και κόστους ζωής στην Ελλάδα.
Τα στοιχεία της έκθεσης του ΟΟΣΑ «Εκπαίδευση με μια ματιά 2024» (Education at a Glance), που δημοσιοποιήθηκε χθες, καταδεικνύουν τους δύο άξονες πάνω στους οποίους οργανώνεται η μόνιμη διελκυστίνδα ανάμεσα στην εκάστοτε ηγεσία του υπουργείου Παιδείας από τη μια και τους εκπαιδευτικούς και τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους τους από την άλλη. Το ίδιο συμβαίνει σήμερα, πρώτη ημέρα του νέου σχολικού έτους, καθώς οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες διαμαρτύρονται με οξύτητα για τους χαμηλούς μισθούς και τις συγχωνεύσεις τμημάτων.
Στην τελευταία θέση η Ελλάδα αναφορικά με τις δημόσιες δαπάνες για την παιδεία – Πρώτη στην αναλογία μαθητών ανά εκπαιδευτικό.
Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ελλάδα στην αναλογία μαθητών ανά εκπαιδευτικό στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, με βάση τα δεδομένα του 2022, στα νηπιαγωγεία της χώρας η αναλογία μαθητών ανά εκπαιδευτικό είναι 8,8 προς 1, στα δημοτικά σχολεία 7,9 προς 1 και στα γυμνάσια 8,3 προς 1. Στα γενικά λύκεια αυξάνεται στο 10 προς 1. Στην κατάταξη του ΟΟΣΑ, πολύ κοντά στα ελληνικά δεδομένα είναι το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία και η Νορβηγία, ενώ τις χειρότερες αναλογίες μεταξύ όλων έχουν η Ινδία, το Μεξικό, η Κολομβία, η Βραζιλία και η Βρετανία.
«Λίφτινγκ» σε 4.000 σχολεία
Οι ελληνικές αναλογίες επιτρέπουν στην ηγεσία του υπουργείου Παιδείας να υποστηρίξει τυχόν συγχωνεύσεις τμημάτων. Πρόκειται για ένα επιχείρημα που προβάλλεται τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια. Από την πλευρά τους, όμως, οι συνδικαλιστές τονίζουν ότι «η Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες, έχει πολλά νησιά και απομακρυσμένα χωριά με λίγους μαθητές. Μια αναλογία που προκύπτει από τη διαίρεση του συνολικού αριθμού των εκπαιδευτικών με τον συνολικό αριθμό των μαθητών δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα», ανέφερε χθες στην «Κ» ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ Θεόδωρος Τσούχλος.
Φέτος, μάλιστα, ζήτημα αιχμής για τις ομοσπονδίες είναι οι συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων. Τα τμήματα που φεύγουν από τον σχολικό χάρτη το νέο έτος 2024-25 σε σχέση με το 2023-24 είναι περίπου 1.000 σε σύνολο 60.000. Σύμφωνα με εκπαιδευτικούς παράγοντες, οι Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, κατ’ εντολήν της ηγεσίας, στον ορισμό των τμημάτων δεν προσμέτρησαν τους μαθητές που έχουν παραπεμφθεί στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου (η συντριπτική πλειονότητα των οποίων τελικά προάγεται), αλλά και τις αργοπορημένες εγγραφές τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου. «Καταργήθηκαν τμήματα ακόμη και κατευθύνσεων στα Γενικά Λύκεια και ολόκληρων τομέων και ειδικοτήτων στα ΕΠΑΛ», ανέφερε η ΟΛΜΕ.
Εκατό σχολεία βγαίνουν από την «απομόνωση»
Από την άλλη, πάντως, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι απολαβές των Ελλήνων εκπαιδευτικών είναι πολύ χαμηλές, κατατάσσοντας την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις του ΟΟΣΑ. Στη χώρα μας οι ετήσιες απολαβές ενός νεοδιόριστου εκπαιδευτικού είναι 13.104 ευρώ, μεγαλύτερες μόνο από εκείνες των Λετονών (10.800) και των Σλοβάκων (12.066). Μπορεί να ζήσει με αυτά τα χρήματα ένας νεοδιόριστος που πρέπει να μετακινηθεί μακριά από το πατρικό του;
Οι μισθοί των Ιταλών και των Ισπανών είναι τουλάχιστον υπερδιπλάσιοι των Ελλήνων (27.079 και 36.850 αντίστοιχα), ενώ και οι Πορτογάλοι, που συμπληρώνουν τον ευρωπαϊκό νότο, είναι σε καλύτερη μοίρα με τα 23.430 ευρώ ετησίως.
Το «πρώτο κουδούνι» και τα κενά
Αλλωστε, σημαντικά χαμηλότερες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ είναι οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ελλάδα. Και για τις τρεις βαθμίδες αντιπροσωπεύουν κατά μέσον όρο το 10% των συνολικών δημόσιων δαπανών στον ΟΟΣΑ. Αντίθετα, στην Ελλάδα είναι μόλις στο 6,1% (με στοιχεία 2020) – μας ξεπερνάει μόνο η Ουγγαρία με 6,2%, όταν το ποσοστό στο Μεξικό είναι 13,8%.
Νέοι όροι για τους διορισμούς στην Παιδεία
Αντισυνταγματική έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) τη μη μοριοδότηση της προϋπηρεσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση, προχωρώντας στην ακύρωση προκηρύξεων που δεν προέβλεπαν την προσμέτρηση της προϋπηρεσίας εκπαιδευτικών στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με την Ολομέλεια του ΣτΕ, η μη προσμέτρηση προϋπηρεσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, με δεδομένο ότι ο νόμος για διορισμό στη δημόσια εκπαίδευση προβλέπει, και στοχεύει, την επιλογή των πιο άξιων και έμπειρων εκπαιδευτικών.
Η μη προσμέτρηση της προϋπηρεσίας εκπαιδευτικών στον ιδιωτικό τομέα κρίθηκε αντισυνταγματική από το ΣτΕ.
Ειδικότερα, με τις αποφάσεις 1251-1252/2024 της Ολομέλειας του ΣτΕ κρίθηκε ότι με «τον ν. 4589/2019 προβλέπεται σύστημα προσλήψεων εκπαιδευτικών στη δημόσια εκπαίδευση, με μοριοδότηση προσόντων που βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στο κριτήριο της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας, το οποίο δηλώνει την εμπειρία του υποψηφίου». «Ο νομοθέτης έθεσε ως κριτήριο, μεταξύ άλλων, για την επιλογή των εκπαιδευτικών την εμπειρία του υποψηφίου ως αναπληρωτή στη δημόσια εκπαίδευση, μόνο δε κατ’ εξαίρεση και στην ιδιωτική και αυτό λόγω της συνεισφοράς των εκπαιδευτικών ως αναπληρωτών στη δημόσια εκπαίδευση», αναφέρεται στις αποφάσεις. Ωστόσο, όπως έκρινε η Ολομέλεια, είναι «κατ’ αρχήν νόμιμο ο νομοθέτης να διαφοροποιεί την προϋπηρεσία στη δημόσια εκπαίδευση σε σχέση με εκείνην που έχει στην ιδιωτική, όμως, εφόσον η προϋπηρεσία αποτελεί κριτήριο επιλογής σύμφωνο με τις αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας, η καθ’ ολοκληρίαν μη μοριοδότηση της προϋπηρεσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση, με ορισμένες μόνο εξαιρέσεις, παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, καθώς και τον σκοπό του νόμου για διορισμό στη δημόσια εκπαίδευση των πιο άξιων και έμπειρων».
Επιπλέον, όπως έκρινε η Ολομέλεια, «είναι μεν θεμιτό ο νομοθέτης να ενισχύει όσους έχουν υπηρετήσει ως αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι στη δημόσια εκπαίδευση και να προβλέπει ευνοϊκότερο τρόπο υπολογισμού της προϋπηρεσίας τους έναντι εκείνης στον ιδιωτικό τομέα, ωστόσο δεν μπορεί να αγνοεί παντελώς την προϋπηρεσία στην ιδιωτική εκπαίδευση, δοθέντος μάλιστα ότι το σύστημα προσλήψεων του ν. 4589/2019 αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην εκπαιδευτική εμπειρία».
Πηγή: kathimerini.gr