16 Σεπτεμβρίου 2024

Παραπαίουσα Γερμανία: Η αρχή του τέλους της Ευρώπης;

 

Του Μανώλη Κοττάκη

Δεν είναι καλά τα πράγματα στη Γερμανία, και αυτό μας αφορά ευθέως, όχι πλαγίως. Δεν είναι για να χαιρόμαστε και για να πανηγυρίζουμε, αλλά για να προβληματιζόμαστε. Όλα όσα συνέβησαν στις εκλογές των δύο κρατιδίων, αλλά και στις επερχόμενες εκλογές στο κρατίδιο του Βρανδεμβούργου στις 20 Σεπτεμβρίου είναι στην πραγματικότητα η κορυφή του παγόβουνου, καθώς το καζάνι βράζει. Βράζει στην κοινωνία, βράζει και στην οικονομία.

Μίλησα το Σάββατο με φίλο ο οποίος έχει εκ της θέσεώς του στο γερμανικό κατεστημένο πολύ ακριβή εικόνα για αυτό το οποίο έρχεται – και η εισαγωγή του και μόνο με τρόμαξε:

«Το ξέρεις καλά πως, όταν βήχει η Γερμανία, η Ευρώπη παθαίνει γρίπη». Αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, η Γερμανία δεν βήχει απλώς, έχει υποστεί βαριά ίωση. Ο άνθρωπος μου περιέγραψε μια οικονομία στην οποία οι κορυφαίοι της παράγοντες πηδούν από το σκάφος.

Μεγάλες επιχειρήσεις ήδη μετακομίζουν στην Αμερική και την Κίνα για να έχουν ένα «απάγκιο» μπροστά σε αυτό που έρχεται. Ρώτησα τι είναι αυτό που έρχεται, και η απάντησή του ήταν ξερή και μονολεκτική: «Πτωχεύσεις… Πάρα πολλές πτωχεύσεις».

Και όταν του ζήτησα να γίνει ακόμα πιο συγκεκριμένος, προέβλεψε ότι τα προβλήματα της διάσημης αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen, η οποία έβαλε λουκέτο σε δύο εργοστάσιά της, δεν είναι περιστασιακά, αλλά βαθιά και στρατηγικά. Και ότι μπορεί, υπό προϋποθέσεις, εάν το κράτος δεν αναλάβει τη διάσωσή της, να μας αποχαιρετήσει. Να βάλει γενικό λουκέτο. Να πτωχεύσει. Ήδη, ο τραπεζικός κολοσσός Commerzbank είναι υπό πώληση στην ιταλική Unicredit.

Όπως εξελίσσονται τα πράγματα, μετά από τις πρόσφατες εκλογές, το Μεταναστευτικό δεν είναι απλά και μόνο ταυτοτικό πρόβλημα. Ότι οι κοινωνίες της Δύσης θέλουν να επιστρέψουν στον εαυτό τους και δεν επιθυμούν άλλα ανοίγματα. Ότι οι ξένοι που βρίσκονται στο έδαφος της μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης δεν είναι ευπρόσδεκτοι, γιατί όχι μόνο δεν έχουν καταφέρει να προσαρμοστούν στον δυτικό τρόπο ζωής, και ιδιαίτερα οι ριζοσπάστες ισλαμιστές, αλλά επιτίθενται στον κόσμο με μαχαίρια. Το πρόβλημά τους είναι βαθιά οικονομικό.

Η Γερμανία αδυνατεί πλέον να τους καταβάλλει τα πλουσιοπάροχα επιδόματα για να βρίσκονται στο έδαφός της. Παύει να είναι ο παράδεισός τους. Και αυτό το μήνυμα επιχειρεί να στείλει σε ολόκληρη την οικουμένη, με τις απελάσεις και τις επιστροφές, προκειμένου να αποτρέψει μεταναστευτικές ροές με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως ισλαμιστές ριζοσπάστες που μισούν τη Δύση.

Όσα συμβαίνουν στα κρατίδια προδιαγράφουν, δυστυχώς, και το πολιτικό -εκτός από το οικονομικό- μέλλον της Γερμανίας. Γιατί τα συστημικά κόμματα, προκειμένου να αποφύγουν τη συμμαχία και τη διακυβέρνηση με την «Εναλλακτική για τη Γερμανία», στο όνομα της πολιτικής ορθότητας κάνουν κάτι αδιανόητο για τα γερμανικά δεδομένα: διαπραγματεύονται να εντάξουν στην τοπική διακυβέρνηση των κρατιδίων τα δύο αριστερά κόμματα, τα οποία κατ’ ουσίαν είναι κομμουνιστικά. Κι αυτό, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει σε ακυβερνησία.

Είναι πολύ πιθανό να συμβεί το ίδιο, σε έναν βαθμό, και σε ομοσπονδιακό επίπεδο, εάν υπάρχει ασυνεννοησία Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών σε περίπτωση διεξαγωγής πρόωρων εκλογών: να συνεργαστούν τα μεγάλα κόμματα, ακόμα και τα αριστερά, αν δεν βγαίνουν τα νούμερα, για να αποφύγουν τον… φασισμό. Κάτι τέτοιο θα έχει ολέθρια αποτελέσματα, γιατί θα ενισχύσουν με ψήφους μέλλοντος το AfD, αλλά και γιατί η κυβέρνηση θα παραλύσει.

Η Γερμανία, δυστυχώς για τον εαυτό της αλλά και για την Ευρώπη, μετά την ηγεσία της Μέρκελ παρέδωσε το τιμόνι της σε απολύτως ελεγχόμενες από τη Δύση δυνάμεις, οι οποίες την έχουν καταστήσει σε επίπεδο στρατηγικών αποφάσεων την 51η Πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Tην ανάγκασαν να μπει πρώτη στον πόλεμο και να στερηθεί το στρατηγικό πλεονέκτημα της ανάπτυξής της, την πρόσβαση στο φτηνό ενεργειακό κόστος. Τώρα καταλαβαίνει πάνω σε τι νάρκη έχει καθίσει, καθώς ο λαός της φωνάζει στις δημοσκοπήσεις ότι είναι υπέρ της συνεργασίας με τους Ρώσους και της επιστροφής στην πρότερη κατάσταση, ενώ ο Σολτς ζητά από τον Ζελένσκι να συμβιβαστεί και να τελειώσει ο πόλεμος. Αλλά είναι ήδη αργά…

Η Γερμανία με την πρόσδεσή της στο ΝΑΤΟ, χωρίς αστερίσκους, εγκλώβισε την Ευρώπη σε έναν πόλεμο από τον οποίο τα «γεράκια» της Δύσης δεν θα της επιτρέψουν να βγει. Και θα εγκλωβίσουν σε αυτόν τον πόλεμο και τον επόμενο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, όποιος κι αν είναι αυτός.

Διότι ο πόλεμος έχει ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα: χρηματοδοτεί την οικονομία της Αμερικής και της Αγγλίας, και κρύβει τα προβλήματά τους κάτω από το χαλί. Ενώ δεν αφήνει παραπονεμένη τη Ρωσία, που επίσης θησαυρίζει.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν υπερασπίστηκαν τους λαούς τους, αλλά τις αμυντικές βιομηχανίες της Δύσης. Και ιδού τα αποτελέσματα. Το γεγονός ότι σε αντίστοιχη τροχιά έχει τεθεί η Γαλλία και ότι, αργά ή γρήγορα, θα οδηγηθεί σε νέες βουλευτικές εκλογές, καθώς η κυβέρνηση Μπαρνιέ διαθέτει μετά βίας την ανοχή της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης επιταχύνει την κρίση.

Να είμαστε έτοιμοι. Η κρίση, ύστερα από μερικά ήρεμα χρόνια, θα επιστρέψει δριμύτερη. Η Ευρώπη δεν έμαθε από τα λάθη της, και αυτή τη φορά κινδυνεύει σοβαρά ο ομοσπονδιακός της χαρακτήρας.

Επανειλημμένως, η Δύση έχει εξαγάγει μετά το 2008 την κρίση της στο έδαφός της και αδυνατίζει τόσο το νόμισμά της όσο και την ανταγωνιστικότητά της, αλλά οι ηγεσίες της έχουν αλλού τον νου τους, σε άλλα πράγματα.

Θα έρθει ο καιρός που εμείς οι Έλληνες, οι οποίοι μισήσαμε τη Γερμανία στα χρόνια της χρεοκοπίας, θα προσευχόμαστε για τη Γερμανία. Γιατί με μια οικονομία κατανάλωσης και υπηρεσιών με έμφαση στον τουρισμό, όπως μας είπε και η Moody’s, αρνούμενη να μας δώσει πάλι την επενδυτική βαθμίδα, εξαρτώμαστε βαθιά και από τη Γερμανία. Αν πέσει αυτή, θα πέσει η Ευρώπη, θα πέσουμε κι εμείς.