7 Αυγούστου 2024

Καταπέλτης ο Χρ. Ράμμος για τρεις δικαστικούς

 

Ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ θέτει προ των ευθυνών τους τη Γεωργία Αδειλίνη, τον Αχιλλέα Ζήση και τη Βασιλική Βλάχου για τις παραλείψεις τους στην υπόθεση των υποκλοπών ● «Δεν σέβονται το Σύνταγμα καθώς και τις θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου. Μπορούν να αναζητηθούν αστικές, πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες κατά των εισαγγελέων», σημειώνει σε νομικό κείμενο με το οποίο αποδομεί το πόρισμα και την ανακοίνωση του Αρείου Πάγου.


Ο πρόεδρος της συνταγματικά κατοχυρωμένης ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών), Χρήστος Ράμμος, τιμώντας τον θεσμικό ρόλο του, από την πρώτη μέρα και πριν ακόμα γίνει ευρέως γνωστό το σκάνδαλο των υποκλοπών ποτέ δεν σιώπησε και δεν φιμώθηκε, παρά τις απόπειρες δολοφονίας χαρακτήρα που υπέστη.

Χθες, σε ένα εξαιρετικά κατατοπιστικό και τεκμηριωμένο νομικό κείμενο, το οποίο δημοσιεύεται ολόκληρο στο syntagmawatch.gr, αποδομεί εμμέσως το πόρισμα και την ανακοίνωση του Αρείου Πάγου για τις υποκλοπές και θέτει τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς προ των αδιαμφισβήτητων ευθυνών τους.

Μπορεί να μην αναφέρεται ονομαστικά σε κανέναν, ωστόσο είναι προφανές πως ο κ. Ράμμος αφήνει σοβαρές αιχμές για την πρώην εισαγγελέα της ΕΥΠ, Βασιλική Βλάχου, τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αχιλλέα Ζήση, και βέβαια για την ίδια την εισαγγελέα του ανωτάτου δικαστηρίου, Γεωργία Αδειλίνη, η οποία έσπευσε να αρχειοθετήσει την υπόθεση παρά τη σωρεία παραλείψεων στη διαδικασία της έρευνας.

Ο επικεφαλής της ΑΔΑΕ καταρρίπτει το επιχείρημα του Αρείου Πάγου, ότι οι παρακολουθήσεις μέσω ΕΥΠ είναι νόμιμες αρκεί να υπάρχει η σχετική εισαγγελική διάταξη. Και επισημαίνει ότι μόνο η ΑΔΑΕ μπορεί με βάση τον θεσμικό έλεγχο και την αποστολή της (άρθρο 19, παρ. 2 του Συντάγματος) να κάνει τον έλεγχο επαρκούς ή όχι αιτιολογίας των διατάξεων άρσης του απορρήτου από την ΕΥΠ ή την Αντιτρομοκρατική. Σημειώνει ότι θα πρέπει να υπάρχει πλήρης πρόσβαση της ΑΔΑΕ στα στοιχεία που οδήγησαν στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών ενός πολίτη, ώστε να γίνει ο έλεγχος όπως επιτάσσει το Σύνταγμα και ο ν. 3115/2003. Και σημειώνει αιχμηρά: «Ή εμπιστεύονται τα όργανα της Ελληνικής Πολιτείας την Αρχή στην οποία έχει αναθέσει ο συνταγματικός νομοθέτης τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών ή δεν την εμπιστεύονται. Αν όμως συμβαίνει το τελευταίο, θα πρέπει τα όργανα αυτά να έχουν ταυτόχρονα συνείδηση του γεγονότος ότι, με τον τρόπο αυτό, δεν σέβονται και τον Καταστατικό Χάρτη της χώρας καθώς και τις θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου».

Ο ανέλεγκτος γίνεται αυθαίρετος
Ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ στο κείμενό του υπογραμμίζει πως «για τις διατάξεις άρσης του απορρήτου ο εισαγγελικός λειτουργός [στην περίπτωση των υποκλοπών η Βασιλική Βλάχου] ο οποίος τις εκδίδει δεν επιτρέπεται να ενεργεί ανελέγκτως και αυθαιρέτως. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη τεκμηρίωση η παραδοχή ότι, όποιος παραμένει ανέλεγκτος τείνει αναπόφευκτα προς την αυθαιρεσία. Σε μια συνταγματική τάξη σαν τη δική μας κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό». Το κυριότερο είναι πως ο ίδιος αφήνει ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο οι εμπλεκόμενοι εισαγγελείς στην υπόθεση των υποκλοπών να αντιμετωπίσουν στο μέλλον «πειθαρχικές, αστικές, είτε ακόμη και ποινικές συνέπειες από τις πράξεις τους».

Αλλο νομότυπο, άλλο νόμιμο
Στα συμπεράσματα του μακροσκελούς κειμένου του ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ υπογραμμίζει ότι «μια εισαγγελική διάταξη που έχει εκδοθεί χωρίς να έχουν τηρηθεί οι νόμιμοι όροι ή να έχει ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία για την έκδοσή της νομοτύπως μεν εκδόθηκε, και καλώς εφαρμόσθηκε, δεν έχει όμως το γενικό τεκμήριο της νομιμότητας.

»Συγκεκριμένα ο εκδώσας αυτήν εισαγγελικός λειτουργός δεν απαλλάσσεται όμως από το να του ζητηθούν στο μέλλον με βάση καταγγελία ή ένδικο μέσο οποιουδήποτε μπορεί να θεμελιώσει σχετικό έννομο συμφέρον ευθύνες είτε πειθαρχικές, είτε αστικές, είτε ακόμη και ποινικές σε περίπτωση που διαπιστωθεί από την ΑΔΑΕ (ενεργούσα είτε κατόπιν καταγγελίας ή ερωτήματος θιγέντος πολίτη, είτε αυτεπαγγέλτως) ότι δεν τηρήθηκαν η διαδικασία ή κάποιος όρος που απαιτούνται για την έκδοση της επίμαχης διάταξης».

Και συνεχίζει λέγοντας πως «οι πειθαρχικές ευθύνες θα μπορούσαν να αναζητηθούν με βάση πειθαρχική διαδικασία που θα ήγειρε σε μια τέτοια περίπτωση ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Αστική ευθύνη θα ανέκυπτε σε μια τέτοια περίπτωση κατόπιν αγωγής θιγέντος από το μέτρο της άρσης του απορρήτου.[...] Τέλος θα μπορούσε οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ποινική δίωξη εισαγγελικού λειτουργού εκδώσαντος διάταξη άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του, χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι και οι προϋποθέσεις, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ».

Θα ήταν αφελής κανείς να πιστεύει ότι η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην παρούσα συγκυρία θα σπεύσει να αναζητήσει πειθαρχικές ευθύνες από την πρώην εισαγγελέα της ΕΥΠ, την οποία από κοινού με τον κ. Ζήση βγάζουν λάδι στο πόρισμα. Ωστόσο, τίποτα δεν αποκλείει πολλοί από τους θιγέντες, θύματα του Predator και όχι μόνο, να ακολουθήσουν τη δικαστική οδό της ποινικής δίωξης των εισαγγελικών λειτουργών, όπως αναφέρει ο κ. Ράμμος.

Ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ θέτει και το κρίσιμο ερώτημα «τι περιεχόμενο θα μπορούσε να δώσει κανείς στην αόριστη νομική έννοια “εθνική ασφάλεια” σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό ευρωπαϊκό κράτος; Για να απαντήσει πως πάνω από όλα «ο τελικός σκοπός ύπαρξης μιας δημοκρατικής πολιτείας είναι η κατάκτηση του μέγιστου βαθμού ίσης ελευθερίας και η διασφάλιση της απρόσκοπτης απόλαυσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων για όλα τα πρόσωπα.[...] Η εθνική ασφάλεια δεν είναι δηλαδή η ίδια τελικός σκοπός. Αυτό μπορεί να ισχύει μόνο σε δικτατορικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ολες οι σταθμίσεις πρέπει, συνεπώς, να εκκινούν από αυτή την αφετηρία.[...] Κανένα όργανο από τις τρεις εξουσίες ενός συγχρόνου κράτους δικαίου δεν νοείται να ενεργεί αναιτιολόγητα».

Ενας δικαστής στο ύψος των περιστάσεων
Τον Μάρτιο του 2021 η κυβέρνηση φέρνει «νύχτα» τον ν. 4790/2021 (άρθρο 87), μέσω του οποίου στερείται αναδρομικά από την ΑΔΑΕ η δυνατότητα να γνωστοποιεί στους πολίτες την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους από την ΕΥΠ, αν ο λόγος της παρακολούθησής τους αφορά την... εθνική ασφάλεια.

Στις 7 Απριλίου 2021 ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος και δύο μέλη, οι Στέφανος Γκρίτζαλης και Κατερίνα Παπανικολάου, υπογράφουν άρθρο όπου εκφράζουν την αντίθεσή τους στην τροπολογία που ψηφίστηκε, υποστηρίζοντας ότι παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής της ΕΣΔΑ.

Από τότε ξεκινάει ένας πόλεμος λάσπης με «δολοφονία χαρακτήρα» εναντίον των συγκεκριμένων προσώπων από κυβερνητικούς παράγοντες και φιλικά μέσα ενημέρωσης. Τον Μάιο του 2022 ο κ. Ράμμος υπενθυμίζει εγγράφως στους υπουργούς Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρα και Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κ. Πιερρακάκη ότι έχει περάσει ένας χρόνος από την υποχρέωση έκδοσης της ΚΥΑ που προβλέπει τη δημιουργία ψηφιακού αρχείου της ΑΔΑΕ. Αυτοί τον αγνοούν.

Τον Ιούνιο του 2023, δύο μέρες πριν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ι. Ντογιάκος εγκαταλείψει τη θέση του, κάλεσε σε απολογία την Κατερίνα Παπανικολάου, τον καθηγητή Στέφανο Γκρίτζαλη και ακόμα δύο στελέχη της ΑΔΑΕ ως υπόπτους για την τέλεση του αδικήματος της... διαρροής ευαίσθητων κρατικών μυστικών προς το θύμα των υποκλοπών Θανάση Κουκάκη.

Λίγες μέρες μετά την ξαφνική αφαίρεση της υπόθεσης από τους εισαγγελείς Πρωτοδικών από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, απόφαση που είχε απώτερους σκοπούς όπως αποδείχθηκε («Πώς ο Αρειος Πάγος υπονόμευσε εξαρχής την έρευνα για τις υποκλοπές», «Εφ.Συν.» 5/8/2024), ο Χρήστος Ράμμος είχε τονίσει ότι επί 18 μήνες η ελληνική Δικαιοσύνη «δεν έχει κάνει τίποτα, δεν έχει διώξει κανέναν για τις υποκλοπές, αλλά διώκει μέλη της ΑΔΑΕ, που έκαναν το καθήκον τους». Ο ίδιος δεν δίστασε να καταγγείλει στο Ευρωκοινοβούλιο επίσης ότι ασκούνταν απειλές και πιέσεις εναντίον μελών της ΑΔΑΕ.

ΠΗΓΗ https://www.efsyn.gr/