Τραγική και επικίνδυνη η υποστελέχωση σε νοσηλευτές στην Ελλάδα σύμφωνα - Τι ανέφερε η Πανελλήνια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία Νοσηλευτικού Προσωπικού
Η έλλειψη προσωπικού στο ΕΣΥ είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα δημόσια νοσοκομεία. Ειδικότερα, αναφορικά με τους νοσηλευτές η κατάσταση γίνεται άκρως επικίνδυνη για τους ασθενείς, αλλά και τους εργαζόμενους που παραμένουν στο σύστημα υγείας.
Η Πανελλήνια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία Νοσηλευτικού Προσωπικού (ΠΑΣΟΝΟΠ), σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε, ανέδειξε τα προβλήματα του κλάδου. Σύμφωνα με στοιχεία από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις με μόλις 3,8 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, τη στιγμή που ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ ανέρχεται σε 9,2 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους. Μάλιστα, όπως σημειώνεται σε έκθεση του Κέντρου Έρευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΚΕΠΥ) «Η εξέλιξη του υγειονομικού προσωπικού στα νοσοκομεία του ΕΣΥ πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Policy Report 2023.1.», τη χρονική περίοδο 2009-15, το προσωπικό του ΕΣΥ μειώθηκε κατά 20% (18.869 θέσεις εργασίας από τις οποίες το 50% αφορούσε θέσεις ιατρικού, νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού), κατά τη χρονική περίοδο 2015-19, έγινε μερική αποκατάσταση των απωλειών – 5.581 νέες θέσεις εργασίας, εκ των οποίων το 23% αφορούσε σε θέσεις ιατρικού, νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού). Επίσης, κατά τη χρονική περίοδο 2019-2022 οι προσλήψεις αφορούν κατά κανόνα επικουρικό και ορισμένου χρόνου προσωπικό και όχι μόνιμες προσλήψεις (μόλις 321 νέες θέσεις μόνιμης εργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας).
Οι υποστελεχωμένες νοσηλευτικές υπηρεσίες στις οποίες ειδικά κατά την απογευματινή και τη νυχτερινή βάρδια ένας ή στην καλύτερη περίπτωση δύο νοσηλευτές φροντίζουν 35- 40 ασθενείς, με όποια επίπτωση μπορεί να έχει αυτό στην ασφάλεια των ασθενών, όταν η ελάχιστη ασφαλής αναλογία είναι 1 νοσηλευτής ανά 5 ασθενείς σε γενικά τμήματα. 2 νοσηλευτές/τριες για 40 ασθενείς σημαίνει λιγότεροαπό 5 λεπτά νοσηλευτικής φροντίδας ανά ασθενή /βάρδια!
Ακόμη και με την προσθήκη των επαγγελματιών υγείας (Ιατρών, Νοσηλευτών κλπ) που είχαν προσληφθεί για ενίσχυση του ΕΣΥ λόγω πανδημίας, το δημόσιο ελληνικό νοσοκομείο «νοσεί» καθημερινά από τις σημαντικές ελλείψεις. Η πραγματικότητα στη χώρα μας μιλά από μόνη της. Ενώ ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ αναφορικά με τον δείκτη αναλογίας νοσηλευτών ανά κλίνη ανέρχεται στο 2,3, στην Ελλάδα σύμφωνα με έρευνα του 2018 διαμορφώνεται σε 0,47 για τους νοσηλευτές ΠΕ-ΤΕ και 0,83 αν συμπεριληφθούν όλες οι βαθμίδες νοσηλευτικού προσωπικού (ΠΕ,ΤΕ,ΔΕ) (Τζιάλλας κ.ά., 2018) ή στην καλύτερη περίπτωση με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ 2022, σε 0,88 νοσηλευτές ανά κλίνη.
Ταυτόχρονα, το νοσηλευτικό προσωπικό γερνά, επιβαρύνεται, δεν ανανεώνεται. Καλείται να εκτελεί εξουθενωτικές βάρδιες, διπλοβάρδιες, πολλά νυχτερινά ωράρια. Να εργάζεται σε επισφαλείς συνθήκες που παραβιάζουν συχνά τα νόμιμα και προσβάλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. «Κι όλα αυτά με ανοχή, υπομονή, επαγγελματισμό και περίσσευμα ανθρωπιάς» υπογραμμίζει η ΠΑΣΟΝΟΠ. Ωστόσο, η εξακολούθηση τέτοιων συνθηκών απασχόλησης του νοσηλευτικού προσωπικού μειώνει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και καθιστά ευάλωτους τους τελικούς αποδέκτες αυτών, τους ίδιους τους ασθενείς.
Βάσει στοιχείων της ΠΑΣΟΝΟΠ, αλλά και δημοσιευμένων μελετών το 25% περίπου των οργανικών θέσεων νοσηλευτικού προσωπικού στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας δεν έχουν καλυφθεί. Δηλαδή περίπου 1 στις 4 οργανικές θέσεις είναι κενή. Οι πραγματικές όμως ανάγκες είναι πολύ μεγαλύτερες καθότι οι οργανικές θέσεις έχουν υπολογιστεί με βάση το προεδρικό διάταγμα 87/1986, το οποίο κρίνεται, απολύτως ανεπαρκές αντιεπιστημονικό, ανασφαλές και ξεπερασμένο με βάση διεθνείς οργανισμούς (ΠΟΥ, ΟΟΣΑ, ICN), σύμφωνα με το οποίο o αριθμός των θέσεων νοσηλευτών υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των κλινών, χωρίς ωστόσο να υπάρχει διάκριση σε ποιο τμήμα είναι οι κλίνες αυτές. Αντίθετα, η σύγχρονη διεθνής πρακτική ορίζει ότι η στελέχωση σε νοσηλευτικό προσωπικό καθορίζεται ανά τμήμα, ανά βαρύτητα , ανά βάρδια συνυπολογίζοντας τις ημέρες ανάπαυσης, και κανονικής ή εκπαιδευτικής άδειας. Για παράδειγμα οι ανάγκες νοσηλευτικής στελέχωσης μιας κλίνης σε Μ.Ε.Θ., είναι σαφώς διαφορετική από τη στελέχωση άλλων τμημάτων ενός Νοσοκομείου.
Έλλειψη νομοθετικού πλαισίου
Η ομοσπονδία των νοσηλευτών κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην έλλειψη νομοθετικού πλαισίου που θα καθορίζει τις ελάχιστες ασφαλείς αναλογίες νοσηλευτικής στελέχωσης στο Δημόσιο σύστημα Υγείας εν αντιθέση με τα ιδιωτικά θεραπευτήρια/κλινικές όπου βάση του Προεδρικού Διατάγματος υπ’αριθ.197/2007 η νοσηλευτική στελέχωση ορίζεται ανά κλινική, ανά κλίνη, ανά εκπαιδευτική βαθμίδα, επισημαίνοντας ότι στο προσωπικό που υπολογίζεται ανά κλινική, δεν συμπεριλαμβάνεται το προσωπικό των εργαστηρίων των ειδικών μονάδων και των εξωτερικών ιατρείων.
Επιπτώσεις:
Οι ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό έχουν σοβαρές συνέπειες στην ποιότητα φροντίδας υγείας και στην ασφάλεια των ασθενών. Υπάρχει μεγάλος αριθμός δημοσιευμένων μελετών που αναφέρουν πως επαρκείς αναλογίες νοσηλευτών ασθενών συμβάλουν στη μείωση των επιπλοκών, στη μείωση του χρόνου και του κόστους νοσηλείας, στη βελτίωση της ποιότητας παρεχόμενης φροντίδας υγείας.
Ενδεικτικά:
Σε Νοσοκομεία με αναλογία 1 νοσηλευτή προς 8 ασθενείς υπάρχει πιθανότητα μεγαλύτερης θνησιμότητας ανά 1000 ασθενείς από ότι σε Νοσοκομεία με αναλογία 1 νοσηλευτή προς 4 ασθενείς (Journal of American Medical Association, 2002)
Ασθενείς σε υποστελεχωμένα τμήματα παρουσιάζουν 6% υψηλότερο δείκτη θνησιμότητας (Needlemann et al., 2011)
Νοσοκομεία με χαμηλό δείκτη νοσηλευτικής στελέχωσης εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά καρδιακής ανακοπής, πνευμονίας, ουρολοιμώξεων , αιμορραγιών ανώτερου πεπτικού, συμβάματα που αυξάνουν το χρόνο νοσηλείας των ασθενών (Lasater et al., 2021; Agency for Healthcare Research and Quality Pub. No. 04-0029, 2004)
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Lancet, αποδεικνύεται για πρώτη φορά σε Ευρωπαϊκό επίπεδο η πιθανότητα αύξησης της θνησιμότητας στο χώρο του Νοσοκομείου λόγω της υποστελέχωσης αλλά και του χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης των Νοσηλευτών που εργάζονται σ’ αυτό. (Aiken et al., 2014)
Η νοσηλευτική υποστελέχωση είναι κομβικής σημασίας στη διασπορά λοιμώξεων από χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο ανθεκτικό στη μεθικιλλίνη (MRSA) ( Clements et al., 2008)
Συνοψίζοντας:
Μικρότερος αριθμός ασθενών ανά νοσηλευτή συσχετίζεται με χαμηλότερα ποσοστά:
νοσοκομειακής θνησιμότητας
καρδιακής ανακοπής
ανεπιτυχούς αναζωογόνησης
αναπνευστικής ανεπάρκειας
πνευμονίας
κατακλίσεων
πτώσεων ασθενών με ή χωρίς τραυματισμό
(Stalpers et al., 2015; Cho et al.,2015; Aiken, Sloan et al.,2011; Raffery et al., 2007; Kane et al., 2007; Needlemen et al., 2006)
Αυξημένος αριθμός ασθενών ανά νοσηλευτή έχει υψηλή συσχέτιση με
λανθασμένη χορήγηση φαρμάκων
εμφάνιση κατακλίσεων
πτώσεων ασθενών με τραυματισμό
(Cho, Cin,Kim, & Hong, 2016)
Το Διεθνές Συμβούλιο Νοσηλευτών (ICN) στην έκθεση του για την Παγκόσμια Ημέρα Νοσηλευτών 2024 αναφέρει «Καθώς αντιμετωπίζουμε παγκόσμιες προκλήσεις υγείας, συμπεριλαμβανομένης της γήρανσης του πληθυσμού, των χρόνιων ασθενειών, του αυξανόμενου αριθμού βίαιων συγκρούσεων και πανδημιών, ο ρόλος των νοσηλευτών δεν ήταν ποτέ πιο κρίσιμος. Για να εξασφαλίσουμε να πιο υγιές μέλλον, πρέπει να επενδύσουμε στο νοσηλευτικό δυναμικό και στην εκπαίδευση των νοσηλευτών, να παρέχουμε ανταγωνιστικές αποδοχές, να διασφαλίσουμε καλύτερες συνθήκες εργασίας και να αναγνωρίσουμε τη συμβολή των νοσηλευτών σε όλα τα επίπεδα υγειονομικής φροντίδας και χάραξης πολιτικών υγείας»
Η ελληνική πραγματικότητα
Στην Ελλάδα εκτός της μείωσης του προσωπικού οι νοσηλευτές ήρθαν αντιμέτωποι και με μισθολογική απαξίωση και μείωση μισθών, απώλεια 13-14 μισθού και τραγική επιδείνωση εργασιακών συνθηκών. Η πρόσφατη αύξηση, μετά από 12 χρόνια μισθολογικής στασιμότητας, του ποσού των 70 ευρώ μεικτά ανά μήνα δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ικανοποιητική, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψιν τα στοιχεία της Eurostat που κατατάσουν την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά την αγοραστική δύναμη για το ετος 2023. Ειδικότερα, η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση (67%), ακολουθούμενη μόνο από τη Βουλγαρία.