Οι διαφορετικές εκδοχές και τα αφηγήματα που ακούσαμε μέσα σε ένα μόλις τριήμερο.
Το συμπέρασμα της στάσης που επέλεξε να κρατήσει η κυβέρνηση στην πρόταση δυσπιστίας, ήταν πως, κατά τη θεώρησή της, η επιτελικότητα του κράτους δεν συνεπάγεται την επιτελικότητα της ευθύνης.
Αν δεχτούμε ότι το δημοσίευμα του «ΒΗΜΑΤΟΣ» για τη διαρροή των μονταρισμένων διαλόγων από το σύστημα καταγραφών του ΟΣΕ ήταν η αφορμή της κατάθεσης της πρότασης δυσπιστίας, τότε το αβίαστο ερώτημα, το ποιος είναι ο υπεύθυνος για εκείνη την ενέργεια, όχι απλώς δεν απαντήθηκε αλλά υποτιμήθηκε, χαρακτηρίστηκε «λελυμένο» (πόθεν;), χωρίς να γίνει καμία διακήρυξη πρόθεσης να ερευνηθεί για να «χυθεί άπλετο φως», κατά τις συνήθεις διαβεβαιώσεις που έχουν δοθεί σε όλα τα θέματα που επιμένουν να σκοτεινιάζουν τον δημόσιο βίο της χώρας, από τις υποκλοπές ως τη διαρροή των δεδομένων των εκλογέων εξωτερικού.
ΛΕΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΟΝΤΑΖ.
Ως προς το επίμαχο ηχητικό όποιος έχει στοιχειωδώς καλή μνήμη ένιωσε έκπληξη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στις 9 Μαρτίου 2023, απευθυνόμενος στο υπουργικό συμβούλιο είπε επί λέξει: «Προσωπικά ακούγοντας τους διαλόγους, τους επίμαχους διαλόγους το βράδυ του δυστυχήματος, αισθάνθηκα αυτό που πιστεύω ότι αισθανθήκατε κι εσείς και αισθάνθηκαν όλες οι Ελληνίδες και όλοι οι Ελληνες: οργή αλλά και ντροπή».
Ομως στη Βουλή ακούστηκε πολλάκις ότι ήταν γνωστό «σε όλους» από τις 4 Μαρτίου, πέντε μέρες πριν, ότι οι διάλογοι που είχαν παιχτεί στα ΜΜΕ ήταν μονταρισμένοι.
Ακούστηκε, επίσης, πολλάκις και από τα χείλη του Πρωθυπουργού επί λέξει ότι «για να κατηγορηθεί όμως κάποιος για ποινικές ευθύνες, το Σύνταγμά μας απαιτεί κατηγορητήριο και προανακριτική επιτροπή». Κι ότι η αντιπολίτευση δεν έκανε τέτοιο αίτημα.
Ομως είναι γνωστό πως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ είχαν καταθέσει αιτήματα για σύσταση προανακριτικής επιτροπής για την έρευνα τυχόν ποινικών ευθυνών των υπουργών Κώστα Καραμανλή και Χρήστου Σπίρτζη.
Ενώ με βάση το πόρισμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τη μη ολοκλήρωση της σύμβασης 717 για την τηλεδιοίκηση και τη σηματοδότηση είχε ζητηθεί η άρση ασυλίας των Σπίρτζη και Καραμανλή.
Ο οποίος, κατά το πόρισμα, φέρεται να τέλεσε το αδίκημα της απιστίας σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ελληνικού Δημοσίου και το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος.
Ακούστηκαν επίσης λοιδορίες για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και τον ρόλο της που «τον έχει υπερβεί» (κατά τον Πρωθυπουργό) την ίδια ώρα που, με βάση το πόρισμά της, τις μέρες αυτές είναι σε εξέλιξη οι ανακρίσεις και η άσκηση διώξεων σε στελέχη του ΟΣΕ.
Δηλαδή, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση αμφισβητούσε την αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, τα στελέχη της και ο Πρωθυπουργός την επικαλούνταν κάθε φορά που αναφέρονταν στη «δικαιοσύνη που κάνει τη δουλειά της».
Επιπλέον, ακούσαμε τον Μητσοτάκη να λέει πως υπήρχε πολιτική ευθύνη για το δυστύχημα των Τεμπών που αναλήφθηκε από τον Κώστα Καραμανλή. Ο οποίος, ωστόσο, καταχειροκροτήθηκε όταν υποστήριζε ότι τα έκανε όλα ολόσωστα, συμπεριλαμβανομένης της ολοκλήρωσης της σύμβασης 717, παρουσιάζοντας εκδοχή αντίθετη με τα δικαστικά ευρήματα.
ΟΙ ΚΑΡΑΤΟΜΗΣΕΙΣ.
Επιστρέφοντας σε όσα δεν απαντήθηκαν, ήταν εντυπωσιακή η απουσία της παραμικρής αναφοράς στις παραιτήσεις των υπουργών Σταύρου Παπασταύρου και Γιάννη Μπρατάκου, οι οποίες ανακοινώθηκαν λίγη μόνο ώρα πριν ανέβει στο βήμα της Βουλής ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Παραβλέποντας το γεγονός ότι το ίδιο πρωί το θέμα των δύο υπουργών είχε χαρακτηριστεί από τον Ακη Σκέρτσο ως «παραπολιτικό μύθευμα», θα περίμενε κανείς ο Πρωθυπουργός να εξηγήσει γιατί «καρατόμησε» δύο εκ των στενότερων συνεργατών του. Ή έστω να τοποθετηθεί επί των γεγονότων που οδήγησαν στην απόφασή του αυτή.
ΠΗΓΗ ΤΑ ΝΕΑ