Γράφει ο Γιάννης Μυλόπουλος
Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, για πρώτη φορά στη σχεδόν πενταετή θητεία της, βρέθηκε κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο. Αιτία η αποκάλυψη μιας σειράς γεγονότων που μαρτυρούν τις παράνομες μεθοδεύσεις που έχουν χρησιμοποιηθεί από εκείνους που είχαν τόσο τη δυνατότητα, όσο και το κίνητρο, προκειμένου να διαστρεβλωθεί η αλήθεια και να συγκαλυφθούν οι κυβερνητικές ευθύνες στο έγκλημα των Τεμπών.
Η σταγόνα που έκανε το ποτήρι της οργής απέναντι στις κυβερνητικές μεθοδεύσεις να ξεχειλίσει, ήταν η αποκάλυψη της αλλοίωσης του ηχητικού υλικού των συνομιλιών μεταξύ σταθμάρχη και μηχανοδηγού της μοιραίας αμαξοστοιχίας, από τις πρώτες ακόμη ώρες μετά το δυστύχημα και πάντως τρεις μέρες πριν το επίμαχο υλικό παραδοθεί στην αστυνομία.
Η αλλοίωση της επίμαχης συνομιλίας έγινε για να φανεί ότι τη λάθος εντολή εισόδου στην αντίθετη γραμμή στην επιβατική αμαξοστοιχία, την έδωσε ο σταθμάρχης.
Η αποκάλυψη της αλλοίωσης του ηχητικού υλικού «καίει» την κυβέρνηση, επειδή η ίδια αξιοποίησε την παράνομα «πειραγμένη» συνομιλία για να υποστηρίξει τη θεωρία του ανθρώπινου λάθους. Καθώς μόλις το «μονταρισμένο» ηχητικό υλικό διέρρευσε στον τύπο, μια μόλις μέρα μετά το δυστύχημα, ο ίδιος ο πρωθυπουργός με δηλώσεις του, ως μη όφειλε, αφού δεν υπήρχε ακόμη καμία τεχνική τεκμηρίωση ή πραγματογνωμοσύνη, επιχείρησε να «κλείσει» την υπόθεση ρίχνοντας ολόκληρη την ευθύνη για το τραγικό δυστύχημα στον σταθμάρχη.
Το γεγονός ότι την αποκάλυψη της «μονταζιέρας» δεν έκανε αντιπολιτευόμενη εφημερίδα, (πόσες είναι άλλωστε;), αλλά το φιλοκυβερνητικό ΒΗΜΑ διέλυσε και τις τελευταίες αμφιβολίες ότι επρόκειτο περί δημοσιεύματος με πολιτική σκοπιμότητα.
Η σοβαρότητα, άλλωστε, της αποκάλυψης αποδείχθηκε με το πρωτοφανές γεγονός της συσπείρωσης όλων των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων στη Βουλή γύρω από την πρόταση μομφής εναντίον της κυβέρνησης.
Αυτό, δηλαδή, που δεν μπόρεσε να επιτύχει η φτώχεια και η ακρίβεια που σκόρπισε η νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τη συνεργασία της όλης αντιπολίτευσης, το πέτυχε η εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, αποκαλύπτοντας το συγκλονιστικό στοιχείο της διαφθοράς με το οποίο επιτεύχθηκε η συγκάλυψη των κυβερνητικών ευθυνών.
Η υπερασπιστική γραμμή της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού περί ανθρώπινου λάθους είναι αβάσιμη και αναληθής, κυρίως, επειδή στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας, ακόμη και αν συμβεί ανθρώπινο λάθος, αυτό αποκαθίσταται άμεσα με εφαρμογή των προηγμένων συστημάτων ασφαλείας που οι σύγχρονοι σιδηρόδρομοι οφείλουν να έχουν στη διάθεσή τους.
Εδώ ξεκινούν οι κυβερνητικές ευθύνες.
Και δεν είναι μόνον οι ευθύνες για την αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υλοποίηση της σύμβασης 717, μιας σύμβασης που η ολοκλήρωσή της θα εξασφάλιζε την πλήρη λειτουργία των σύγχρονων συστημάτων ασφαλείας στον σιδηρόδρομο.
Είναι ότι ακόμη και αν τα σύγχρονα συστήματα που προβλέπει αυτή η σύμβαση δεν έγινε εφικτό να τεθούν σε λειτουργία, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από τη ΝΔ και ενώ αυτά της είχαν παραδοθεί, όπως αποδείχθηκε με στοιχεία, σε προχωρημένο βαθμό ολοκλήρωσης από την προηγούμενη κυβέρνηση, υπάρχουν πολλές δικλείδες ασφαλείας που θα έπρεπε να λειτουργούν την ημέρα του δυστυχήματος. Και που με ευθύνη της κυβέρνησης δεν λειτουργούσαν.
Το σύστημα της τηλεδιοίκησης πρώτα και κύρια, που λειτουργούσε πριν το καλοκαίρι του 2019 και το οποίο ήταν εκείνο που εξασφάλισε την ομαλή λειτουργία των τρένων τόσα χρόνια χωρίς μετωπικές συγκρούσεις, ακόμη και στην πολύ δυσμενέστερη περίπτωση, πριν το 2018, τότε που η σιδηροδρομική γραμμή ήταν ακόμη μονή, όφειλε να λειτουργεί.
Αν αυτό συνέβαινε, η μετωπική σύγκρουση θα είχε αποφευχθεί. Καθώς η μοιραία αμαξοστοιχία βρίσκονταν επί 15 ολόκληρα λεπτά στη λάθος γραμμή, πριν συγκρουστεί μετωπικά. Διάστημα ικανό για να έχει υπάρξει ενδοεπικοινωνία μέσω της τηλεδιοίκησης και συνεπώς διαπίστωση, αλλά και διόρθωση της λάθος τροχιοδρόμησης. Όπως ακριβώς συνέβη προ ημερών, στο παρ’ ολίγον σιδηροδρομικό δυστύχημα στη Νορβηγία, το οποίο αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή.
Η τηλεδιοίκηση όμως στη Λάρισα δεν λειτουργούσε. Μια πυρκαγιά, όπως έγινε γνωστό, το καλοκαίρι του 2019 το έθεσε εκτός λειτουργίας, χωρίς αυτή η βλάβη να αποκατασταθεί ποτέ από το 2019 μέχρι το 2023 που έγινε το δυστύχημα. Με προφανείς ευθύνες των αρμόδιων για την ασφαλή λειτουργία του σιδηροδρόμου.
Μια δεύτερη πράξη διαφθοράς αποκαλύφθηκε on camera λίγες μέρες μετά το δυστύχημα, όταν στέλεχος του ΟΣΕ και κατηγορούμενος σήμερα, διέκοπτε τις δηλώσεις υπαλλήλου του Οργανισμού που εξηγούσε ακριβώς αυτό, ότι η τηλεδιοίκηση δηλαδή δεν λειτουργούσε, προκειμένου να διαστρεβλώσει την αλήθεια και να δώσει ψευδείς εντυπώσεις λειτουργίας του συστήματος.
Μια ακόμη πράξη διαφθοράς που αποκαλύφθηκε και «καίει» την κυβέρνηση είναι ότι λίγες μόλις μέρες μετά το δυστύχημα και πάντως πριν προλάβουν οι πραγματογνώμονες και οι ανακριτές να συλλέξουν κρίσιμο και αυθεντικό υλικό που θα οδηγούσε στις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτό συνέβη, μετέφεραν από το επίμαχο σημείο τόνους χώματος με πρωτογενές υλικό, για να μπαζώσουν στη συνέχεια με τσιμέντο το έδαφος.
Και να θάψουν, έτσι, οριστικά κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να αποκαλύψει την αλήθεια.
Εδώ, κρύβεται όμως και ακόμη μια πράξη διαφθοράς που σχετίζεται με το δυστύχημα. Καθώς αποδεικνύεται σήμερα ότι οι περισσότεροι επιβάτες δεν σκοτώθηκαν από τη σύγκρουση, αλλά κάηκαν και εξαϋλώθηκαν από έκρηξη που συνέβη αμέσως μετά από αυτό. Στοιχείο που αποκαλύπτει ότι μεταφέρονταν παρανόμως, μέσω σιδηροδρόμου, εύφλεκτο και επικίνδυνο για την ανθρώπινη ζωή χημικό υλικό. Φήμες μάλιστα μιλούν για υλικό που χρησιμοποιείται παρανόμως για τη νόθευση της βενζίνης.
Υπάρχει, τέλος, ακόμη ένα ψέμα που χρησιμοποιήθηκε για τη συγκάλυψη των κυβερνητικών ευθυνών για το τραγικό δυστύχημα. Πρόκειται για τον αναληθή και αβάσιμο ισχυρισμό του πρώην υπουργού Κ. Καραμανλή, ότι δήθεν η πολιτική ηγεσία δεν γνώριζε ότι τα τρένα κυκλοφορούσαν χωρίς δικλείδες ασφαλείας. Έφτασε, μάλιστα, να ισχυριστεί, ότι ουδείς τον είχε ειδοποιήσει ότι υπήρχαν ελλείψεις ικανές να προκαλέσουν μεγάλο δυστύχημα.
Για να διαψευστεί όχι από μια, αλλά από πέντε επιστολές που η αντιπολίτευση έφερε στο φως της δημοσιότητας. Στις οποίες πρώην διευθύνοντες σύμβουλοι των κρατικών οργανισμών που παραιτήθηκαν για το λόγο αυτόν, αλλά και στελέχη και μηχανοδηγοί που έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα – γράμματα κάθε μέρα οδηγώντας τα επικίνδυνα τρένα, προειδοποιούσαν για σοβαρό δυστύχημα που η απουσία μέτρων ασφαλείας μπορούσε να προκαλέσει.
Μετά από όλα αυτά τα ψέματα και τις πράξεις διαφθοράς που αποκαλύφθηκαν ότι μετήλθε ή και αξιοποίησε η κυβερνητική προπαγάνδα προκειμένου να στηρίξει τη θεωρία του ανθρώπινου λάθους, ήρθε και η χαριστική βολή της αλλοίωσης των ηχητικών ντοκουμέντων από την εφημερίδα του φίλου της κυβέρνησης και εφοπλιστή Μαρινάκη.
Η κυβέρνηση βρέθηκε, ίσως, στην πιο δύσκολη στιγμή της θητείας της. Καθώς, άλλο είναι να κατηγορείται ο πρωθυπουργός ότι παρακολουθούσε συνεργάτες του, θεσμικά πρόσωπα και στελέχη της αντιπολίτευσης που από τον φόβο της αποκάλυψης των συνομιλιών τους δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ γι’ αυτή την κατάφωρη παραβίαση των ατομικών τους δικαιωμάτων και εντελώς άλλο να κατηγορείται η κυβέρνηση για τον θάνατο 57 ανθρώπων. Οι συγγενείς των οποίων έβαλαν στόχο ζωής να δικαιωθούν οι χαμένες ζωές των δικών τους ανθρώπων, με την τιμωρία των ενόχων.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή για την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό και ενώ σύσσωμη η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ καταχειροκροτούσε τις κυνικές αναλήθειες που υποστήριξε ο πρώην υπουργός Μεταφορών στη Βουλή για να ενοχοποιήσει τον φυλακισμένο σταθμάρχη και να αποσείσει τις ευθύνες από τον ίδιο, επιστρατεύθηκε το τελευταίο όπλο της κυβερνητικής προπαγάνδας.
Ο αντιπερισπασμός, με τη μετάθεση της συζήτησης από τις ευθύνες για τα Τέμπη, στα οικονομικά συμφέροντα που καταδιώκουν, δήθεν, την κυβέρνηση και με τα οποία, τάχα, συνεργάστηκε η αντιπολίτευση για να τη ρίξει, ήταν μια ευφυής, όπως εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται, επικοινωνιακά κίνηση που έβγαλε την τελευταία στιγμή την κυβέρνηση από τη εξαιρετικά δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε.
Και στο τέλος, ήρθε και το κερασάκι στην τούρτα. Η απόλυση των δυο υπουργών που κατά συνήθη κυβερνητική πρακτική συμμετείχαν σε κάλεσμα του εφοπλιστή – εκδότη, ακριβώς πριν την επίμαχη ομιλία του πρωθυπουργού στη Βουλή που μέχρι τότε ήταν με την πλάτη στον τοίχο, άλλαξε άρδην την ατζέντα. Και έστρεψε τη συζήτηση από την πολιτική, στην παραπολιτική.
Αντί να συζητούνται στον δημόσιο διάλογο οι ευθύνες για τα Τέμπη, άρχισαν να συζητιούνται οι αιτίες της παραίτησης των υπουργών, οι… ποτάρες που έπιναν και τα πούρα που κάπνιζαν στο κάλεσμα του εφοπλιστή και εκδότη, καθώς και τα πρόσωπα που θα καλούνταν να τους αντικαταστήσουν στους υπουργικούς θώκους.
Έτσι, την επομένη της αναμενόμενης καταψήφισης της πρότασης μομφής της κυβέρνησης στη Βουλή και ενώ οι ευθύνες για τα Τέμπη έπεφταν βαριές πάνω στην κυβέρνηση, η δημόσια συζήτηση είχε αλλάξει. Κανείς στον δημόσιο διάλογο δεν μιλούσε για τις ευθύνες για το πολύνεκρο δυστύχημα. Όλοι ασχολούνταν με τον Μπρατάκο, τον Παπασταύρου και τον Μαρινάκη, που έπεσαν στον λάκκο των λεόντων για να σώσουν τον… ηγεμόνα.
Η επικοινωνιακή υπεροπλία της κυβέρνησης την έσωσε για μια ακόμη φορά, ίσως στην πιο δύσκολη στιγμή της, από τα χειρότερα.
Εκείνο που προβληματίζει είναι για πόσο ακόμη το φιλοθεάμον κοινό θα συνεχίσει να ανέχεται να πέφτει θύμα της διαστρέβλωσης της αλήθειας από μια καλοστημένη επικοινωνιακή κυβερνητική μηχανή.
Μόνη ελπίδα σωτηρίας από τα ψέματα και τη διαφθορά μιας αδίστακτης εξουσίας που συγκαλύπτει τα εγκλήματά της, είναι οι ανεξάρτητοι θεσμοί. Για την υποβάθμιση των οποίων, όμως, η χώρα μας καταδικάστηκε πρόσφατα, με μεγάλη μάλιστα πλειοψηφία, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
«Ιδού λοιπόν η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» για να αποδείξει η Δικαιοσύνη ότι είναι, πράγματι, ανεξάρτητη.
Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ
ΠΗΓΗ tvxs.gr/