16 Σεπτεμβρίου 2022

Προοίμιο πολέμου ή ακροσφαλής διπλωματία;



 Οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν είναι επιλύσιμες όσο η τουρκική ηγεσία αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως χώρα μειωμένης κυριαρχίας

Οι καθημερινές δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων εναντίον της Ελλάδας προκαλούν μια εύλογη ανησυχία. Για πρώτη φορά περιγράφονται τόσο καθαρά στον δημόσιο διάλογο της γειτονικής χώρας οι εδαφικές της διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Ταυτόχρονα γίνονται υπαινιγμοί για στρατιωτική κατάληψη ελληνικών νησιών, αν δεν ικανοποιηθούν κάποια αόριστα αιτήματα της Αγκυρας.

Η Τουρκία έχει εισέλθει σε μια ατέρμονη προεκλογική περίοδο, όπου επικρατεί η πόλωση και η καχυποψία. Συχνά λέγεται ότι το καθεστώς Ερντογάν δίνει μια μάχη για την πολιτική του επιβίωση. Παρά τα χαμηλά ποσοστά δημοφιλίας, ο Τούρκος πρόεδρος παραμένει κυρίαρχος στο εσωτερικό της χώρας του. Η αντιπολίτευση είναι κατακερματισμένη και δεν προτείνει ακόμη ένα εναλλακτικό σχέδιο. Με άλλα λόγια, η πολιτική κατάσταση δεν μπορεί να ερμηνεύσει πλήρως την τουρκική επιθετική ρητορική. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα προοίμιο πολέμου ή για μια ακροσφαλή διπλωματία που επιχειρεί να φοβήσει την Αθήνα;

Η ρωσική εισβολή έδειξε ότι έχουμε μπει σε μια νέα εποχή. Οι σταθερές της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων έχουν αρχίσει να μεταβάλλονται. Πολύ λίγοι πίστευαν ότι ένας μεγάλος διακρατικός πόλεμος θα μπορούσε να ξεσπάσει ξανά στην Ευρώπη. Συνεπώς, κανείς δεν πρέπει να αποκλείει το σενάριο μιας τουρκικής επιθετικής ενέργειας. Εντούτοις, η τουρκική ηγεσία δεν στερείται γνώση και εμπειρία.

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει αναβαθμιστεί διπλωματικά και κυρίως στρατιωτικά. Η εμβάθυνση των αμυντικών σχέσεων με τις ΗΠΑ, η στενή στρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ και η σύναψη αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία δημιουργούν μια ομπρέλα προστασίας για την ελληνική πλευρά. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι το ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος γέρνει σταδιακά υπέρ των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.

Στον αέρα, το τεχνολογικό πλεονέκτημα της Πολεμικής Αεροπορίας βάζει τα θεμέλια για την αεροπορική μας κυριαρχία στο Αιγαίο. Στη θάλασσα, το Πολεμικό Ναυτικό εξακολουθεί να υπερτερεί χάρη στα υποβρύχια και στις πυραυλακάτους. Στην ξηρά, το αρματικό δυναμικό, το πυροβολικό και τα συστήματα αεράμυνας είναι σαφώς ανώτερα από εκείνα του αντιπάλου. Επίσης, το ηθικό του στρατεύματος είναι ακμαίο και υπάρχει μεγάλη εγρήγορση. Ολα αυτά είναι γνωστά, λίγο ή πολύ, στην τουρκική ηγεσία.

Καμία ορθολογική ηγεσία δεν θα ξεκινήσει έναν πόλεμο που δεν μπορεί να κερδίσει. Ούτε μπορεί εύκολα να ξεσπάσει ένας πόλεμος από παρανόηση. Μπορούμε να εμπιστευθούμε τη θεωρία επίθεσης – άμυνας του Robert Jervis, που υποστηρίζει ότι ο πόλεμος αποτρέπεται εάν η άμυνα αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι της επίθεσης. Κρίσιμη μεταβλητή είναι η τεχνολογία που διαθέτει η κάθε πλευρά. Στα δυνητικά θέατρα επιχειρήσεων της Δυτικής Θράκης και του Ανατολικού Αιγαίου δεν υπάρχουν οι στρατιωτικές συνθήκες για μια επιτυχημένη τουρκική επιχείρηση. Αντικειμενικά, η πιθανότητα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου είναι λοιπόν μικρή.

Στην πραγματικότητα, οι δηλώσεις των Τούρκων αξιωματούχων συνιστούν κομμάτι μιας ακροσφαλούς διπλωματίας, που έχει διττή στόχευση. Πρώτον, η Αγκυρα προσπαθεί να εκβιάσει την αμερικανική κυβέρνηση για να αποκομίσει ορισμένα οφέλη (π.χ. απόκτηση F-16, εισβολή στη Συρία). Γνωρίζει ότι η Ουάσιγκτον ανησυχεί σφόδρα για την ενότητα του ΝΑΤΟ, σε μια χρονική συγκυρία που επανέρχεται δραματικά στο προσκήνιο η ρωσική απειλή. Ταυτόχρονα ασκείται μια πίεση προς την Ε.Ε. να αναθεωρήσει την αρνητική στάση της έναντι της Τουρκίας. Δεν είναι τυχαία η πρόσκληση προς την Αγκυρα για συμμετοχή της στην επικείμενη σύνοδο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας που θα διεξαχθεί στην Πράγα. Οι Βρυξέλλες επιδιώκουν τον κατευνασμό της τουρκικής επιθετικότητας μέσω μιας προσπάθειας ήπιου προσεταιρισμού της Αγκυρας.

Δεύτερον, οι ρητορικές επιθέσεις προς την Ελλάδα δημιουργούν ένα αρνητικό ψυχολογικό υπόβαθρο στους λήπτες αποφάσεων στην Αθήνα. Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει προσαρμοστεί στην ανάγκη αντιμετώπισης της τουρκικής επιθετικότητας, αλλά έτσι στερείται ευκαιριών για περισσότερη εξωστρέφεια. Το χειρότερο είναι ότι δημιουργείται ένας ανομολόγητος φόβος για τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας στην περιοχή μας. Χωρίς να πέσει μια σφαίρα, η τουρκική ηγεσία προσπαθεί να εξαναγκάσει την Αθήνα σε μια διαπραγμάτευση που θα υπονομεύσει τα ελληνικά κυριαρχικά συμφέροντα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ηρθε η ώρα να δούμε την αλήθεια κατάματα, χωρίς ιδεολογικές ή προσωπικές αγκυλώσεις. Οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν είναι επιλύσιμες, όσο η τουρκική ηγεσία αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως χώρα μειωμένης κυριαρχίας. Η αντιπαράθεση με τη γειτονική χώρα δεν είναι μια συγκυριακή εξέλιξη, αλλά έχει αποκτήσει δομικά χαρακτηριστικά. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχουν πολλές επιλογές για την ελληνική πλευρά.

Σε κάθε περίπτωση, η διακομματική συναίνεση καθίσταται επιτακτική προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού. Σε διαφορετική περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνει εργαλειοποίηση της απειλής για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους. Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, κανείς δεν μπορεί να βάζει τον εαυτό του πάνω από την πατρίδα.

* Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Ασφάλειας στο King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

ΠΗΓΗ https://www.kathimerini.gr/