31 Αυγούστου 2021

Επιστρέφουν στα ψηλά προ δεκαετίας οι δαπάνες των ξένων τουριστών στην Ελλάδα



 Η τελευταία φορά όπου η Μέση Δαπάνη ανά Ταξίδι ήταν άνω των 600 ευρώ (αν και σε ετήσια και όχι εξαμηνιαία βάση) ήταν το 2013, στα 604 ευρώ – Φέτος στο α’ εξάμηνο είναι στα 631 ευρώ


Σε παλιές, καλές εποχές, όταν οι τουρίστες ξόδευαν κι έμεναν περισσότερο στην Ελλάδα επιστρέφουν οι δαπάνες των ξένων επισκεπτών στη χώρα μας φέτος, με βάση τα επίσημα νούμερα, όπως αυτά συγκεντρώνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος τα τελευτά χρόνια.

Κι αν τα τελευταία χρόνια, από το 2008 και μετά κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η Μέση Δαπάνη ανά Ταξίδι στη χώρα μας κινούνταν πτωτικά, πέφτοντας κάτω από τα 600 ευρώ ανά ταξίδι για πρώτη φορά το 2014, κι εν συνεχεία, ακόμη και κάτω από τα 500 ευρώ (σ.σ. στα 470 ευρώ για την ακρίβεια) το 2016, φέτος το πρώτο εξάμηνο έκανε την… έκπληξη με το μήνα Ιούνιο, ειδικά, να θυμίζει κάτι από το 2008, την τελευταία χρονιά, όπου η Μέση Δαπάνη ανά Ταξίδι κυμαινόταν πάνω από τα 700 ευρώ και συγκεκριμένα στα 730 ευρώ.

Αναλυτικότερα,  με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ  για το διάστημα Ιανουαρίου- Ιουνίου του 2021 η μέση δαπάνη ανά ταξίδι μη κατοίκων στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 631 ευρώ, έχοντας σημειώσει διψήφιο ποσοστό αύξησης κατά 13% έναντι των 557 ευρώ του πρώτου εξαμήνου του 2019.

Σε σύγκριση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2020, η άνοδος τοποθετείται στο +88%, σε σύγκριση με τα 336 ευρώ για το διάστημα Ιανουαρίου- Ιουνίου της πρώτης χρονιάς της πανδημίας. Η τελευταία φορά όπου η Μέση Δαπάνη ανά Ταξίδι στη χώρα μας ήταν πάνω από τα 600 ευρώ (αν και σε ετήσια και όχι εξαμηνιαία βάση) ήταν το 2013, έτος κατά το οποίο είχε διαμορφωθεί στα 604 ευρώ.

Μόνο για το μήνα Ιούνιο, η Μέση Δαπάνη ανά Ταξίδι μη κατοίκων στη χώρα μας άγγιξε για πρώτη φορά τα 729 ευρώ, σημειώνοντας άνοδο κατά 20% σε σύγκριση με τα 607 ευρώ του Ιουνίου του 2019, την τελευταία ‘’κανονική’’ χρονιά.

Φέτος οι τουρίστες, με πολύ έντονη την επιθυμία για διακοπές και έντονη επίσης τη συσσωρευμένη ζήτηση για ταξίδια ελέω κορωνοϊού, είναι αποφασισμένοι να ξοδέψουν περισσότερα, επιλέγοντας μάλιστα σε ουκ ολίγες περιπτώσεις και ακριβότερα καταλύματα, με την προσδοκία τώρα στον κλάδο για συνολικά έσοδα μέσα στο 2021 ακόμη και πάνω από τα 9 δισ. ευρώ ή αλλιώς πάνω από το 50% του 2019.

Σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση από το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων για τη Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη των εισερχόμενων τουριστών στη χώρα μας την περίοδο 2010- 2019, η διαρκής μείωση της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης (ΜΚΔ) των εισερχόμενων τουριστών έχει αποδοθεί κατά καιρούς σε διάφορα αίτια που εκτείνονται από την παγκόσμια τάση μείωσης της Μέσης Διάρκειας Παραμονής των τουριστών έως την «υποβάθμιση» του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. «Η μείωση της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης (ΜΚΔ) κατά  -76,4 ευρώ /-11,9% την δεκαετία 2010- 2019 στην Ελλάδα συνέβη παρά την αύξηση της Μέσης Δαπάνης ανά Διανυκτέρευση (ΜΔΔ) κατά 7,5 ευρώ / + 10,6%. Είναι αξιοσημείωτο ότι η αύξηση αυτή επιτεύχθηκε παρά την αλλαγή του μίγματος αγορών του εισερχόμενου τουρισμού με αύξηση του μεριδίου των χωρών με χαμηλότερα εισοδήματα και παρά τον υπερδιπλασιασμό του αριθμού των εισερχόμενων τουριστών (από 15εκατ. το 2010 σε 31,3 εκατ. το 2019)».

Που οφείλεται η μείωση της ΜΚΔ;
Σύμφωνα με το Insete, η μείωση της ΜΚΔ προήλθε κυρίως από τη μείωση της Μέσης Διάρκειας Παραμονής (ΜΔΠ) κατά -1,9 νύχτες / -20,6%, μια τάση που παρατηρείται διεθνώς, καθώς πραγματοποιούνται περισσότερα ταξίδια μικρότερης διάρκειας. Με την ανάπτυξη της Αθήνας ως προορισμού city break, ειδικά μετά το 2014, έχει ενισχυθεί περαιτέρω η τάση μείωσης της ΜΔΠ για την Ελλάδα.

Δευτερευόντως, η μείωση της ΜΚΔ οφείλεται στην αλλαγή του μίγματος αγορών του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα με μείωση του μεριδίου των παραδοσιακών αγορών και αύξηση νέων αγορών από τα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Είναι όμως, πολύ σημαντικό να επισημανθεί ότι η μεταβολή αυτή στα μερίδια των αγορών δεν οφείλεται σε υποκατάσταση των παραδοσιακών (υψηλότερης δαπάνης) αγορών από νέες (χαμηλότερης δαπάνης) αγορές αλλά σε ανάπτυξη των νέων αγορών (+174,9%, από 3 εκατ. το 2010 σε 8,2 εκατ. το 2019) με ρυθμό ταχύτερο από αυτόν που αναπτύσσονται οι παραδοσιακές αγορές μας (+88,1%, από 6,1 εκατ. το 2010 σε 11,4 εκατ. το 2019). Η ανάπτυξη αυτή έχει συμβάλει σημαντικά στη στήριξη των τουριστικών επιχειρήσεων κυρίως, στη Βόρεια Ελλάδα.

Πηγή newmoney.gr