Τα προβλήματα, οι παθογένειες και οι υστερήσεις στο δικαστικό μας σύστημα βιώνονται καθημερινά από τις χιλιάδες των πολιτών που προσφεύγουν στις δικαστικές αρχές, ενώ αποτελούν μόνιμο προβληματισμό δικαστικών και νομικών. Η Δικαιοσύνη απονέμεται αργά και άρα αναποτελεσματικά, και αυτό το γνωρίζουν όλοι. Παρά τα άτολμα βήματα που έχουν γίνει κατά καιρούς, τα αποσπασματικά μέτρα και τα ημίμετρα, η κατάσταση αντί να βελτιώνεται, επιδεινώνεται.
Τρεις σημαντικούς τομείς που υπονομεύουν τη λειτουργία του δικαστικού μας συστήματος και το καθιστούν προβληματικό και «ανάπηρο» προσεγγίζουν δικαστικοί με γνώσεις και εμπειρία, που μετείχαν σε έρευνα για λογαριασμό της διαΝΕΟσις, οργανισμού έρευνας και ανάλυσης, που έχει δώσει δείγματα γραφής στην επεξεργασία προτάσεων για μεταρρυθμιστικές πολιτικές σε πάρα πολλούς κρίσιμους τομείς – ενέργεια, δημογραφικό, οικονομική κατάσταση και λοιπά.
Ποιοι είναι αυτοί οι τρεις τομείς; Η αξιολόγηση των δικαστών, η διοίκηση των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και η χωροταξία της Δικαιοσύνης, δηλαδή πόσα δικαστήρια έχουμε και πρωτίστως πού αυτά λειτουργούν και γιατί. Δικαστικοί όλων των κλάδων και όλων των βαθμίδων μετείχαν σε αυτήν τη σπουδαία έρευνα, όπου καταγράφεται η προβληματική πραγματικότητα, παρατίθενται στοιχεία και δεδομένα, και η κατάληξη είναι προτάσεις για μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη, εφικτές και αποδοτικές.
Χωρίς αξιολόγηση
Οσο και αν ακούγεται παράξενo, η αξιολόγηση των δικαστών και των εισαγγελέων, που προβλέπεται και υποτίθεται έχει οργανωθεί από χρόνια, πάει καιρός που έχει καταστεί μια τυπική διαδικασία, που δεν αντιπροσωπεύει τις πραγματικές δυνατότητες των δικαστών και το βασικότερο: δεν επηρεάζει την εξέλιξή τους. Και τούτο, γιατί όλοι, έτσι όπως λειτουργεί το σύστημα επιθεώρησής τους, προάγονται, όλοι φθάνουν μέχρι τους ανώτατους βαθμούς, ανεξαρτήτως ουσιαστικών προσόντων και απόδοσης, όλοι εξελίσσονται με μοναδικό κριτήριο τη θέση τους στη δικαστική επετηρίδα. Η οργάνωση της επιθεώρησης, σημειώνεται στην έρευνα της διαΝΕΟσις «έχει καταστήσει μη αξιόπιστα τα αποτελέσματά της διότι δεν διασφαλίζονται οι προϋποθέσεις για ουσιαστική και σε βάθος αξιολόγηση, με συνέπεια να μην εφαρμόζεται στην πράξη η αρχή της αξιοκρατίας».
Αυτό τα λέει όλα, καθώς αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος του προβλήματος όταν δεν υπάρχει αξιοκρατία στους δικαστές.
Πώς γίνεται όμως η επιθεώρηση «αξιολόγησης» των δικαστών σήμερα; Γίνεται από ανώτατους δικαστές, οι οποίοι κληρώνονται (!) προς τούτο και μάλιστα για μόνον ένα χρόνο. Με το σύστημα της κλήρωσης, όπως είναι φυσικό, επιθεωρητής μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη δεδομένα ικανότητας ενός ανώτατου δικαστικού για να ανταποκριθεί σε αυτά τα πολύ σύνθετα καθήκοντα. Επίσης μέσα σε ένα χρόνο, τι να αξιολογήσει…
Τι προτείνεται από την ομάδα των δικαστικών που πραγματοποίησαν την έρευνα; Πρώτα πρώτα, ο ορισμός των επιθεωρητών να γίνεται όχι με κλήρωση, αλλά με απόφαση της ολομέλειας των ανωτάτων δικαστηρίων, όπου θα πρέπει αυτονόητα να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές δυνατότητες εκείνων που επιλέγονται ως επιθεωρητές για να ανταποκριθούν σε αυτή την εργασία. Επιπλέον, ο χρόνος της επιθεώρησης να είναι τουλάχιστον δύο χρόνια, ή και να παρατείνεται για να μπορεί να αποδώσει η αξιολόγηση, και, τέλος, και ουσιαστικότερο. Να αλλάξουν άρδην τα κριτήρια της αξιολόγησης των δικαστών, ώστε να αξιολογούνται πραγματικά και όχι τυπικά. Τι λέει επ’ αυτού η ομάδα έρευνας: η αξιολόγηση να γίνεται όχι με βάση την ποσότητα των αποφάσεων, αλλά με κριτήρια ποιοτικά, τις δυνατότητες του δικαστή να προσαρμόζεται σε νέα δεδομένα, τον βαθμό δυσκολίας των υποθέσεων που χειρίζεται και πολλά άλλα, ενώ προτείνεται να αξιολογούνται και τα δικαστήρια για το έργο τους και την επίτευξη των ετήσιων στόχων τους.
Ενας νομός, τρία δικαστήρια
Εκεί όπου η κατάσταση του δικαστικού μας συστήματος διαθέτει στοιχεία έντονης αναχρονιστικότητας, μακριά από τα σημερινά δεδομένα, είναι η χωροταξία των δικαστηρίων. Δικαστήρια πολλά, που δημιουργήθηκαν ως προϊόν μικροπολιτικών προσεγγίσεων και πλέον δεν αποδίδουν ούτε ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Υπάρχουν δικαστήρια, κυρίως διοικητικά, υποστελεχωμένα, που, όπως αναφέρεται στην έρευνα, «15 από αυτά στεγάζονται σε διαμερίσματα και μισθωμένους χώρους με ετήσιο μίσθωμα που ξεπερνά τις 100.000 ευρώ και τα περισσότερα στερούνται στοιχειωδών προδιαγραφών δικαστικού κτιρίου με βάση τους κανόνες που θέτει το Συμβούλιο της Ευρώπης».
Υπάρχουν νομοί, όπως της Αχαΐας, που έχουν τρία πρωτοδικεία, ενώ τρία δικαστήρια συστάθηκαν μέσα σε ένα χρόνο –Πύργου, Κορίνθου και Αγρινίου– χωρίς καμία μελέτη, ενώ γενικά στην Πελοπόννησο λειτουργούν έξι διοικητικά πρωτοδικεία και υπάρχουν αιτήματα και για άλλα. Η χωρίς μελέτη ίδρυση και λειτουργία δικαστηρίων είναι ο κανόνας στη χώρα μας, όπως καταγράφεται στην έρευνα της διαΝΕΟσις, με αποτέλεσμα επαρχίες να διαθέτουν πολλά και υποστελεχωμένα δικαστήρια, ενώ η Αθήνα ένα που καλύπτει τις ανάγκες όλου του λεκανοπεδίου.
Οι προτάσεις μεταρρύθμισης στο δύσκολο αυτό θέμα της χωροταξίας των δικαστηρίων λαμβάνουν υπόψη το ανάγλυφο της χώρας, νησιωτικές περιοχές, απόμακρες και λοιπά, αλλά εστιάζονται στα διεθνώς ισχύοντα και προτεινόμενα. Με δύο λόγια, η εισήγηση είναι να υπάρξει «δικαστικός Καλλικράτης» και να δημιουργηθούν δικαστήρια μεσαία και λειτουργικά που θα στελεχώνονται από 50 ή 80 δικαστές και ανάλογους υπαλλήλους, ενώ για το υδροκέφαλο πρωτοδικείο της Αθήνας προτείνεται να σπάσει τουλάχιστον στα δύο.
«Τα μεγάλα οδικά δίκτυα, οι νέες συγκοινωνιακές συνδέσεις, η αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, που καθιστούν πλέον τη Δικαιοσύνη εφικτή εξ αποστάσεως», και πολλά άλλα συνηγορούν και προσφέρονται, κατά τους συντάκτες της έρευνας, στη χωροταξική αναδιάρθρωση του δικαστικού μας χάρτη, με γνώμονα καλύτερες δικαστικές υπηρεσίες στους πολίτες με λιγότερο κόστος.
Στην έρευνα μετείχαν οι κ. Μιχάλης Πικραμένος, αντιπρόεδρος Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιωάννης Συμεωνίδης, επίτροπος στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Διοικητικών Δικαστηρίων, καθηγητής Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης, Βασίλειος Ανδρουλάκης, σύμβουλος Επικρατείας, Θεοκτή Νικολαΐδου, εφέτης, Λάμπρος Τσόγκας, αντεισαγγελέας εφετών, Πέτρος Αλικάκος, πρόεδρος Πρωτοδικών.
Σύγχρονη διοίκηση
Μεγάλο «αγκάθι» που οδηγεί τη Δικαιοσύνη πολύ πίσω και της στερεί πολλές δυνατότητες είναι ο τρόπος που διοικούνται τα δικαστήρια, τα οποία, όπως σημειώνεται εύστοχα στην έρευνα, εκτός από δικαστήρια είναι και δημόσιες υπηρεσίες με σημαντικότατη προσφορά στους πολίτες. Πώς διοικούνται σήμερα τα δικαστήρια; Στα μεγάλα Αθήνας και Θεσσαλονίκης, οι διευθύνοντες τα δικαστήρια εκλέγονται με ψήφο από τους συναδέλφους τους. Ενας είναι ο προϊστάμενος και υπάρχει και συμβούλιο διοίκησης που επίσης εκλέγεται. Είναι το λεγόμενο σύστημα αυτοδιοίκησης της Δικαιοσύνης, που εφαρμόζεται από τη δεκαετία του ’90 έως σήμερα. Τα μικρότερα δικαστήρια όμως, που είναι και τα πάρα πολλά, διοικούνται από τον αρχαιότερο δικαστή, ο οποίος μπορεί να μείνει στη διοίκηση από λίγους μήνες –διότι μπορεί στο μεταξύ να προαχθεί– έως δύο χρόνια συνήθως. Για την επιλογή ή την εκλογή των διευθυνόντων τα δικαστήρια δεν υπάρχουν κριτήρια ουσιαστικών προσόντων, παρά μόνον η θέση στη δικαστική επετηρίδα. Αρκεί όμως αυτό; Δεν χρειάζεται σπουδαία επιχειρηματολογία για να απαντηθεί το ερώτημα. Ασφαλώς δεν αρκεί, και αυτό λένε και οι δικαστικοί λειτουργοί που μετείχαν στην έρευνα της διαΝΕΟσις. Τι προτείνεται. Διατήρηση του συστήματος εκλογής για τα μεγάλα δικαστήρια, υπό την προϋπόθεση όμως οι υποψήφιοι να έχουν παρακολουθήσει σεμινάρια για θέματα διοίκησης και σύγχρονων πρακτικών διεύθυνσης, ενώ το έργο τους ως προϊσταμένων θα αξιολογείται και θα λαμβάνεται υπόψη. Σε ό,τι αφορά τα μικρότερα δικαστήρια, εκείνος που θα τα διευθύνει προτείνεται να αποφασίζεται από το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο με βάση τα ουσιαστικά προσόντα διοίκησης που διαθέτει. Επιπλέον, προτείνεται στην Εθνική Σχολή Δικαστών όλοι οι νέοι δικαστές να διδάσκονται μαθήματα διοίκησης.
Πηγή: kathimerini.gr
Ιωάννα Μάνδρου