2 Ιουλίου 2018

Το τέλος της willkommenskultur και η Ελλάδα ως Έλις Άιλαντ



Οι εξελίξεις στο προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα που προέκυψαν έπειτα από την σύνοδο των ευρωπαίων ηγετών στις Βρυξέλλες πρέπει να συζητηθούν σε δύο επίπεδα: Το ένα είναι πανευρωπαϊκό, και το άλλο αφορά δυστυχώς μόνο στην Ελλάδα (και κατά δεύτερο λόγο στην Ισπανία).

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι εξελίξεις υπήρξαν όντως ραγδαίες· η σχεδόν  αρραγής, με την εξαίρεση των χωρών του Βιζεγκράντ, συναίνεση στην willkommenskultur της Μέρκελ η οποία εκφράζοταν στις προηγούμενες αντίστοιχες συναντήσεις πρέπει να θεωρείται παρελθόν
. Υπό την πίεση πολλαπλών παραγόντων, όπως η νεότευκτη σύμπλευση Αυστρίας και Ιταλίας, αλλά και οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Γερμανία, όπου είναι γνωστό ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός κινδυνεύει από το ρήγμα που υφίσταται μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών, η πολιτική των ανοιχτών θυρών αρχίζει σταδιακά και εγκαταλείπεται. Βέβαια, η μετατόπιση συμβαίνει αργά και σταδιακά, επί της ουσίας όμως είναι γεγονός εξ ου και οι ρητές αναφορές στην συμφωνία για την αποδοχή των νεοεισερχόμενων σε «εθελοντική βάση», ή για την χρηματοδοτούμενη δημιουργία ελεγχόμενων κέντρων σε «τρίτες χώρες» εκτός Ε.Ε. ― όροι την αποδοχή των οποίων απαιτούσαν επιμόνως η Αυστρία και η Ιταλία, με τον πρωθυπουργό της δεύτερης να απειλεί με βέτο σε περίπτωση που δεν εισακούγονταν. Στο ίδιο μήκος κύματος, κινούνται και οι αναφορές σε «κέντρα κλειστού τύπου» [τα οποία στο πλαίσιο της μεταναστευτικής πολιτικής θεωρούνται ως μέσο έμμεσης αποτροπής των περαιτέρω εισροών].

Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτά ακριβώς τα ζητήματα ήταν μέχρι τώρα, τα σημεία μιας σφοδρής αντιπαράθεσης μεταξύ του «μερκελικού στρατοπέδου» και όλων των κυβερνήσεων που το τελευταίο κατήγγειλε ως μέτωπο ενός «οπισθοδρομικού» και «αντιδραστικού» «λαϊκισμού»· το ότι πλέον μέρος της ατζέντας αυτών των χωρών περιλαμβάνονται στο κοινό ανακοινωθέν σηματοδοτεί αναμφίβολα μια στροφή, σημαντική μάλιστα, στον τρόπο που η Ε.Ε. θα κληθεί από εδώ και πέρα να προσεγγίσει το ζήτημα.

Φυσικά, η στροφή για την οποία γίνεται λόγος συντελείται υπό τον φόβο περαιτέρω διόγκωσης του πολιτικού κόστους, ιδίως για την Γερμανίδα καγκελάριο. Πίσω απο αυτό, ωστόσο, κρύβεται η χρεοκοπία της παγκοσμιοποιητικής λογικής για την διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών εισροών, η οποία υπήρξε κυρίαρχη κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Το τεράστιο αδιέξοδό της μπορεί να περιγραφεί σχηματικά ως εξής: Κατά τις τελευταίες δύο οι τρεις δεκαετίες οι πληθυσμιακές εισροές προς την Ευρώπη χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο μιας εκτεταμένης «κοινωνικής μηχανικής» που επέβαλαν οι δυναμικές της ίδιας της διεθνοποιημένης οικονομίας. Το επιπλέον εργατικό δυναμικό χρησιμοποιήθηκε για να υποκαταστήσει το εγχώριο στις κατώτερες βαθμίδες των νέων παγκόσμιων κυκλωμάτων που σταδιακώς εγκαταστάθηκαν κι έπειτα διεύρυναν την λειτουργία τους στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες αποβιομηχανοποιήθηκαν και τριτογενοποιήθηκαν σε σημαντικό βαθμό.Από αυτόν τον «μεγάλο μετασχηματισμό» θα προκύψει μια δεξαμενή εγχώριων πληθυσμών, κοινωνικά και οικονομικά ηττημένων και απαξιωμένων, η οποία και θα διευρυνθεί καθώς η παγκόσμια κρίση κάνει την εμφάνισή της. Το αδιέξοδο επιδεινώνεται περαιτέρω καθώς στους ανασταλτικούς κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, εμπλέκεται ένας συνδυασμός πολιτισμικών και γεωπολιτικών παραγόντων: Η ασυμφωνία τρόπου ζωής και ιεράρχησης αξιών με πληθυσμούς που προέρχονται από τον μουσουλμανικό κόσμο, και οι οποίοι λόγω της γενικότερης τάσης που επικρατεί στις εκεί κοινωνίες στρατεύονται στο πολιτικό Ισλάμ· και ταυτόχρονα η αντιπαράθεση του τελευταίου με την Ευρώπη, η οποία κλιμακώνεται σε μόνιμη βάση τα τελευταία χρόνια, προκαλώντας έτσι την μεταφορά ενός πολέμου ασύμμετρων χτυπημάτων στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Αυτές οι εξελίξεις είχαν βαρύνουσες συνέπειες στον τρόπο πρόσληψης και τοποθέτησης των διάφορων κοινωνικών ομάδων στις ευρωπαϊκές χώρες απέναντι στο ζήτημα της μετανάστευσης εν γένει: Πιο συγκεκριμένα, το αρνητικό κλίμα που δημιούργησαν οι προαναφερόμενοι ανασταλτικοί παράγοντες, θα οδηγήσουν σταδιακά τόσο τα κατώτερα όσο και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα να αντιταχθούν στην πολιτική των ανοιχτών θυρών. Επειδή δε, αυτή η πολιτική αποτελούσε στοιχείο της μονολιθικής παγκοσμιοποιητικής συναίνεσης που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του ευρωπαϊκού πολιτικού φάσματος, δημιουργήθηκε ένα μόνιμο κενό στο οποίο έδρασε, ενισχύθηκε, και εν τέλει αναδύθηκε δυναμικά στο πολιτικό στερέωμα ένα αντιμεταναστευτικό ακροδεξιό ρεύμα, το οποίο κέρδιζε διαρκώς έδαφος στην κοινωνικά ενδοχώρα των «ηττημένων της παγκοσμιοποίησης». Η άνοδος του ρεύματος αυτού με τη σειρά του θα προκαλέσει ρήγματα στο εσωτερικό του κομματικού κατεστημένου, σχεδόν σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, ρήγματα τα οποία εσχάτως άγγιξαν και την μητρόπολη της Ενωμένης Ευρώπης, Γερμανία. Καθώς, λοιπόν, αυτό το κατεστημένο αισθάνεται ότι απειλείται μετατοπίζεται σταδιακώς προς εγκατάλειψη της πολιτικής ανοιχτών θυρών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μια παρόμοια κίνηση εκκρεμούς, με αυτήν που παρατηρείται τώρα στην Ευρώπη συνέβη και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η οποία διατηρεί αρκετές κοινωνικές και οικονομικές αναλογίες με την σημερινή κατάσταση, αν και ο χώρος δεν επιτρέπει να επεκταθούμε περαιτέρω στην πολύ ενδιαφέρουσα αυτή πτυχή της ιστορίας του σύγχρονου μεταναστευτικού ζητήματος.

Το καίριο, για να έλθουμε και στην δεύτερη πτυχή των εξελίξεων που αφορούν στην χώρα μας, είναι πως συντελείται η μεταστροφή αυτή της ευρωπαϊκής πολιτικής. Κλειδί για να την κατανοήσουμε, η έμφαση της Μέρκελστις «διμερείς συμφωνίες», και η επίτευξη δυο τέτοιων με τον Έλληνα και τον Ισπανό πρωθυπουργό.

Ας εστιάσουμε στα δικά μας:Λαμβάνοντας ελάχιστα οικονομικά ανταλλάγματα, όπως η αναστολή του μέτρου αύξησης ΦΠΑ στα νησιά που φιλοξενούν πρόσφυγες, η Ελλάδα επί της ουσίας δέχεται να… συνεχίσει την χρεοκοπημένη πολιτική που εγκαταλείπει σταδιακά η Ε.Ε. Το τίμημα αυτής της συμφωνίας είναι πραγματικά τεράστιο, η Ελλάδα δέχεται να μεταβληθεί σε τόπο απορρόφησης των νέων πληθυσμιακών πιέσεων που θα υπάρξουν από την Ανατολή και τον Νότο, ενώ οι βορειότερες χώρες θα κλείνουν σταδιακά τις πύλες τους. Υπό το προκάλυμμα μιας ‘διμερούς συμφωνίας’ θεσμοθετείται δηλαδή επί της ουσίας μια κατάσταση εξαίρεσης που ρητώς αποδίδει ρόλο «ζώνης ελέγχου», για να μην πούμε «καραντίνας» των πληθυσμιακών εισροών, ένα είδος Έλις Άιλαντ της Ευρώπης! Που μάλιστα; Σε μια χώρα σε δημογραφική, οικονομική και κοινωνική κάμψη, ενώ δοκιμάζει την υπέρμετρη γεωπολιτική πίεση της Τουρκίας, η οποία απροκάλυπτα και συστηματικά… χρησιμοποιεί τις πληθυσμιακές μετακινήσεις από τον μουσουλμανικό κόσμο για να μεταβάλει την πολιτισμική και δημογραφική σύνθεση ολάκερων των Βαλκανίων, καθώς, επίσης απροκάλυπτα, δηλώνει ότι επιθυμεί να εντάξει αυτήν την περιοχή και ιδίως την Ελλάδα στη σφαίρα επιρροής της.

«Αποθήκη», λοιπόν, της Γερμανίας και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών που ανακαλύπτουν σταδιακά το αδιέξοδο της willkommenskultur η Ελλάδα με την βούλα, μάλιστα, του πρωθυπουργού της! Την ίδια στιγμή που οι συσχετισμοί εντός της Ε.Ε. μεταβάλλονται, και την ίδια στιγμή που η ιδιαίτερη κοινωνική, οικονομική και γεωπολιτική κατάσταση της χώρας καθιστά άμεση και επιτακτική την ανάγκη να αποτελέσει μια «περίπτωση εξαίρεσης» απ’ την ανάποδη. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, απ’ την Ιταλία ή την Αυστρία, που στο κάτω κάτω της γραφής συμμετείχαν ιστορικά στον σκληρό πυρήνα της αποικιοκρατίας και της παγκοσμιοποίησης, και φέρουν πολύ περισσότερες ευθύνες για την μεγάλη απορρύθμιση των κοινωνιών του Νότου και της Ανατολής που προκάλεσαν αυτά τα γιγαντιαία μεταναστευτικά κύματα.

Διότι εδώ παίζεται κυριολεκτικά το ζήτημα επιβίωσης μιας χώρας και ενός λαού, το έλλειμμα συνοχής δεν είναι μόνον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό αλλά αφορά στην ίδια την ακεραιότητα της χώρας, την επιβίωση του ελληνικού λαού, την διατήρηση της ταυτότητας που διατηρεί αυτός ο τόπος μέσα στην μακραίωνη ιστορία του. Πόσο μάλλον όταν, οι στατιστικές εκτιμήσεις που αναλύουν την κατάσταση στις χώρες αφετηρίας αυτών των μεγάλων ρευμάτων πληθυσμιακής μετακίνησης προβλέπουν για τα επόμενα χρόνια, ακόμα και τις δεκαετίες που έρχονται αύξηση των πληθυσμιακών μετακινήσεων.

Η κατάσταση είναι, όντως, απελπιστική και οι αποφάσεις του Έλληνα πρωθυπουργού δεν δικαιολογούνται σε απολύτως καμία ηθική και ανθρωπιστική βάση, την οποία συστηματικά επικαλείται για να αποκρύψει το γεγονός ότι επί του συγκεκριμένου λειτούργησε σαν να ήταν ανθυποϋπάλληλος της Α. Μέρκελ, την οποία σπεύδει να βοηθήσει για να ξεπεράσει την… ενδοκυβερνητική της κρίση! Εξάλλου το ανθρωπιστικό επιχείρημα έχει προ πολλού καταπέσει, μέσα στην πραγματικότητα της Μόριας και ολάκερης της Λέσβου, ακόμα, στα στατιστικά των πνιγμένων που εκτοξεύθηκαν με την πολιτική Χριστοδουλοπούλου – Δρίτσα, όταν αποφάσισαν εν ονόματι μιας ψευδεπίγραφα προοδευτικής πολιτικής να μεταβάλουν το Αιγαίο σε πεδίο προνομιακής δραστηριότητας των διεθνών δουλεμπορικών δικτύων, επιτρέποντας μάλιστα στην Τουρκία να μεγιστοποιήσει τα αποτελέσματα απ’ την ασύμμετρη, και εντελώς απάνθρωπη στρατηγική της.

Κανονικά, η σύναψη της διμερούς συμφωνίας θα έπρεπε να συνιστά ένα μεγάλο όνειδος για την πολιτεία του Έλληνα πρωθυπουργού. Δυστυχώς, ωστόσο, μάλλον αναμένεται να χαθεί στον πληθωρισμό των τόσων άλλων αντίστοιχων που έχει διαπράξει.
Του Γιώργου Ρακκά από την huffingtonpost.gr