3 Φεβρουαρίου 2018

Δήλωση αποχής δικαστή λόγω οικογενειακής φιλίας με το δικηγόρο του πολιτικώς ενάγοντος


ΑΠ 172/2017 (ποιν.):

“Με την από 12-1-2017 δήλωση, η οποία απευθύνεται προς την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και διαβιβάσθηκε στον Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου και Πρόεδρο του Ζ’ Ποινικού Τμήματος και στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου η Αρεοπαγίτης ..., δηλώνει ότι σοβαροί λόγοι ευπρεπείας της επιβάλλουν να απόσχει από την άσκηση των καθηκόντων της ως μέλους και ως εισηγήτριας επί της με αριθμό εκθέματος … υποθέσεως ..., που αφορά την ... αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Α. Π. του Χ. και Α., που κηρύχθηκε ένοχος της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά της υπ’ αριθμ. 1813/2015 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.

Στη δίκη αυτή πολιτικώς ενάγοντες υπήρξαν οι Γ. Γ., Ε. Γ. και Χ. Γ., από τους οποίους παρέστησαν κατά την συζήτηση οι δύο πρώτοι από αυτούς. Μετά την συζήτηση και πριν τη διάσκεψη της υποθέσεως διαπίστωσε ότι το δικόγραφο του υπομνήματος των πολιτικώς εναγόντων υπογράφει ο από πολλών ετών οικογενειακός φίλος της, Δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ... που παρέστη κατά την συζήτηση στο ακροατήριο. Κατόπιν τούτου, για λόγους ευπρεπείας, δηλώνει αποχή, για να μην δοθεί αφορμή αμφισβητήσεως για την αντικειμενικότητα και την ευθυκρισία της και να μην τεθεί σε αμφιβολία το απροκάλυπτο της κρίσεώς της ως δικαστού.
Ενόψει τούτων, επειδή στην έδρα κατά την άνω δικάσιμο της 7-12-2016 που συζητήθηκε η υπόθεση αυτή, συμμετείχαν πλην αυτής και του κυρίου Αντιπροέδρου και άλλοι τέσσερεις Αρεοπαγίτες και μπορεί, κατά την γνώμη της, να εκδικασθεί η υπόθεση κανονικά υπό πενταμελή σύνθεση χωρίς την ίδια και χωρίς ανασυζήτηση, ζήτησε να γίνει δεκτή η παρούσα δήλωσή της και να τεθεί, σε κάθε περίπτωση, εκτός πεντάδας, επί της συζητηθείσας ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως του Α. Π. του Χ. και Α.. Η δήλωση αυτή αποχής παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που συνεδριάζει ως συμβούλιο, κατά το άρθρο 23 παρ. 4 του Κ.Π.Δ., χωρίς την συμμετοχή της δηλούσας και πρέπει να εξετασθεί κατ’ ουσίαν.
Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 3 του Κ.Π.Δ., εκτός των, στο άρθρο 14 του ιδίου Κώδικα, αναγραφομένων λόγων αποκλεισμού, με την συνδρομή κάποιου των οποίων, τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτό δεν δύνανται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, ως και του στο επόμενο άρθρο 15 εδ. α λόγου εξαιρέσεως, που επιβάλλει επίσης την αποχή αυτών από την ενάσκηση των καθηκόντων τους σε ορισμένη υπόθεση, περίπτωση τέτοιας αποχής εμφανίζεται, επίσης, και όταν σοβαροί λόγοι ευπρεπείας επιβάλλουν αυτήν.
Ο όρος "ευπρέπεια" περιέχει κρίση αντικειμενική, ενώ η "ευθιξία" είναι ιδιότητα του ατόμου. Η εξαντλητική απαρίθμηση των σοβαρών λόγων ευπρεπείας είναι αδύνατη γιατί, εάν και πότε υπάρχουν τέτοιοι λόγοι, είναι ζήτημα πραγματικό, για το οποίο θα κρίνει κάθε φορά το αρμόδιο δικαστήριο ή συμβούλιο, που επιλαμβάνεται του θέματος, κατά τις κρατούσες δεοντολογικές αντιλήψεις. Γενικά τέτοιοι λόγοι ευπρεπείας συντρέχουν, όταν η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού στην εκδίκαση συγκεκριμένης υποθέσεως μπορεί να δώσει αφορμή σε δυσμενές γι’ αυτόν σχόλιο για την αντικειμενική και ανεπηρέαστη, από οτιδήποτε και οποιονδήποτε, διερεύνησή της, σε τρόπο ώστε να τίθεται σε αμφιβολία η ελεύθερη και μη προκατειλημμένη κρίση του.
Η άποψη αυτή συμπορεύεται και με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., με την οποία καθιερώνεται "το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη", όχι με την έννοια της ορθότητας της αποφάσεως, αλλά της έγκαιρης, ουσιαστικής και αδιάβλητης υπό διαδικαστικές (δικονομικές) εγγυήσεις, διεξαγωγής της δίκης, ώστε να είναι δυνατή η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας και η έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία του διαδίκου.
Μία από τις εγγυήσεις αυτές είναι και η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τον εθνικό νόμο και αποφαίνεται επί της βασιμότητας της ποινικής κατηγορίας, αν πρόκειται για ποινική υπόθεση. Άλλωστε, η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του κράτους δικαίου, που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες από αυτήν εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικά αμερόληπτο δικαστή.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, ενώπιον του παρόντος Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, μέλος του οποίου είναι η δηλούσα δικαστική λειτουργός, εκκρεμεί και έχει ήδη συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 7-12-2016 η ... αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του κατηγορουμένου και καταδικασθέντος για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια Α. Π. του Χ. και Α., κατά της υπ’ αριθμ. 1813/2015 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και με πολιτικώς ενάγοντες τους Γ. Γ., Ε. Γ. και Χ. Γ., από τους οποίους παρέστησαν κατά την συζήτηση της υποθέσεως οι δύο πρώτοι από αυτούς.
Ενόψει δε του ότι, κατά τη δήλωση αποχής, η δηλούσα την αποχή από τα καθήκοντά της ανωτέρω Αρεοπαγίτη ..., η οποία έχει ορισθεί από τον Πρόεδρο του Τμήματος, ως Εισηγήτρια, κατά την μελέτη της υποθέσεως και πριν από τη διάσκεψη επ’ αυτής διαπίστωσε ότι το δικόγραφο του υπομνήματος των πολιτικώς εναγόντων υπογράφει ο από πολλών ετών οικογενειακός της φίλος, Δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ..., που παρέστη κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, με αποτέλεσμα και προς προστασία του κύρους και της αξιοπιστίας της δικαιοσύνης και προς αποφυγή δυσμενών σχολίων να δηλώνει την αποχή της για λόγους ευπρεπείας.
Συνεπώς, στην παρούσα περίπτωση, ναι μεν δεν υπάρχει λόγος που να επιβάλει ευθέως τον αποκλεισμό κατ’ άρθρο 14 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. της εν λόγω δικαστικής λειτουργού από την εκτέλεση των καθηκόντων της στην ανωτέρω υπόθεση, υφίστανται όμως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην παραπάνω νομική σκέψη, σοβαροί λόγοι ευπρεπείας, κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., που επιβάλλουν να απόσχει από την άσκηση των καθηκόντων της ως μέλους της συνθέσεως του Δικαστηρίου και δη ως Εισηγήτρια κατά την εκδίκαση της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε ο κατηγορούμενος Α. Π. του Χ. και Α.. Στην συνέχεια και επειδή η εκδίκαση της υποθέσεως με σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει η δηλούσα, δεν είναι αμέσως εφικτή, ώστε να ορισθεί άλλος στην θέση αυτής για συμπλήρωση της συνθέσεως του Δικαστηρίου και να εκδοθεί κανονικά απόφαση επί της συζητηθείσης ήδη υποθέσεως, συντρέχει ιδιαιτέρως εξαιρετική περίπτωση αναβολής της δίκης.
Συνεπώς, πρέπει, κατ’ άρθρο 515 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., να αναβληθεί ταυτόχρονα η ήδη συζητηθείσα υπόθεση για να ανασυζητηθεί αυτή σε νέα δικάσιμο που θα ορισθεί από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με νέα σύνθεση του ιδίου τμήματος”. (areiospagos.gr)