29 Μαΐου 2017

Κάποιος να πατήσει με δύναμη το φρένο


Του Βασίλη Γεώργα

Η βόμβα στα πόδια του πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου ήταν αρκετά ισχυρή για να ξυπνήσει το τέρας του εθνικού διχασμού που αποδείχθηκε ότι το τελευταίο διάστημα λαγοκοιμόταν. Η εικόνα δεν είναι καθόλου καλή για τη χώρα και υπάρχουν βάσιμοι φόβοι ότι θα επιδεινωθεί περισσότερο όσο θα συνειδητοποιούμε το νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται για τη συνέχιση της επιτροπείας και των δημοσιονομικών δεσμεύσεων τα επόμενα χρόνια.


Το κλίμα «από κάτω» βράζει και έχει αρχίσει να γίνεται πραγματικά επικίνδυνο κυρίως γιατί διαπιστώνεται ότι υπάρχει μια γενικευμένη αδυναμία των θεσμών και του πολιτικού συστήματος να παρέμβουν και να δώσουν ένα τέλος στην εμφυλιοπολεμική ατμόσφαιρα. Η «υπόθεση Φιλιππάκη» και όσα την ακολούθησαν ως οχετός μετά την τρομοκρατική επίθεση κατά του Παπαδήμου, είναι μια αφορμή για να προβληματιστούμε σοβαρά πόσο πιο χαμηλά από τον πάτο μπορούμε να πάμε ως κοινωνία. Αποτελεί κυρίως πρόκληση για την ίδια την Αριστερά των κινημάτων και της καταγγελίας να επαναπροσδιορίσει τη στάση της μετά το φιάσκο που λίγο έλλειψε να οδηγήσει σε κινητοποιήσεις υπεράσπισης του διχαστικού λόγου έξω από τη ΓΑΔΑ. Αλλά είναι και χρέος των «μνημονιακών» κυβερνήσεων από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ, να αναγνωρίσουν με γενναιότητα τα σφάλματά τους και να υπερασπιστούν τις επιλογές τους δείχνοντας στον κόσμο τι πραγματικά συμβαίνει και ποιες είναι οι διαθέσιμες επιλογές για την επόμενη μέρα. Όσο αυτό δεν συμβαίνει, τόσο πιο βαθιά στη ζούγκλα θα μπαίνουμε.

Είναι πρωτίστως επιτακτική η ανάγκη να μπει ένα τέλος σε όλα αυτή την ολισθηρή ατραπό που οδηγεί τη μισή Ελλάδα να θεωρεί «δοτή» και εθελόδουλη την υπόλοιπη μισή και να κρατά για τον εαυτό της τον χαρακτηρισμό του πατριώτη δικαιολογώντας βαθιά αντιδημοκρατικές ενέργειες.

Κάποιος πρέπει να πατήσει το φρένο. Να βάλει μια γραμμή πέρα από την οποία δεν θα επιτραπεί να περάσουμε γιατί στην επόμενη στροφή μας περιμένει ο αλληλοσπαραγμός.

Υπάρχει αμορφωσιά, υπάρχουν μύθοι που καλλιεργήθηκαν στα χρόνια των μνημονίων και ρίζωσαν στις συνειδήσεις, υπάρχουν σκοπιμότητες, αλλά πάνω από όλα υπάρχει η πραγματικότητα. Κακώς μπήκε η χώρα σε μνημόνια, κακώς χάθηκαν λεφτά στο PSI και ζημιώθηκαν οι αποταμιευτές, καθώς υποθηκεύτηκε η περιουσία του κράτους για 99 χρόνια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κρεμαστούν άνθρωποι στο Σύνταγμα ή να τιναχτούν στον αέρα από κάποιον «δεξιό» ή «αριστερό»  τρομοκράτη.

Θα περίμενε κανείς ότι μετά την διάψευση των αυταπατών  που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, τα πράγματα θα είχαν ηρεμήσει. Συμβαίνει το αντίθετο. Η κατάσταση αγριεύει και γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη. Μπορεί οι πλατείες να μην γεμίζουν, αλλά οι εχθροπραξίες περισσεύουν. Το πολιτικό σύστημα και η διαμορφωτές της κοινής γνώμης έχουν γαλουχήσει μια κοινωνία που κατασκευάζει μόνο εχθρούς για να αποσείσει από πάνω τις δικές του ευθύνες. Τη μια φορά εχθρός είναι το ΔΝΤ, την άλλη ο φιλελευθερισμός, την τρίτη οι Γερμανοί και οι Αμερικάνοι, την τέταρτη οι τραπεζίτες, την πέμπτη οι δοσίλογοι και οι προσκυνημένοι. Έχουμε μάθει να μην κάνουμε ποτέ αυτοκριτική και να μην διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος. Η κοινωνία έχει εκπαιδευτεί να αγοράζει την εύκολη λύση και όσο περισσότερο απογοητεύεται όταν κάθε φορά συνειδητοποιεί πως τέτοια δεν υπάρχει, τόσο περισσότερο εχθρεύεται την πραγματικότητα.

Αυτό είναι μια επικίνδυνη παρακαταθήκη για το μέλλον.  Γιατί αν ο λαός έχει μάθει να ακολουθεί όποιον του λέει τα μεγαλύτερα ψέματα, καμία κυβέρνηση που θα μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας δεν μπορεί να έχει τύχη.

Αυτό που συμβαίνει στη χώρα θεσμικά μετά από επτά χρόνια μνημονίων, αρχίζει και θυμίζει Κολομβία. Από τη μια έχουμε  ολιγάρχες με ιδιόκτητα μέσα ενημέρωσης και επιχειρηματικές οικογένειες που διαπλέκονται με τις κυβερνήσεις και συγκρούονται μεταξύ τους, από την άλλη μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας που βρίσκεται σε απόγνωση ή έχει βυθιστεί σε λήθαργο. Οι Ευρωπαίοι δεν ασχολούνται καν μαζί μας για να περιμένει κανείς ότι θα μας «σώσουν». Η Ελλάδα έχει φύγει από την ατζέντα τους και δεν ανήκει καν ουσιαστικά στον ευρωπαϊκό χάρτη.

Τι βλέπει κανείς κοιτάζοντας τη μεγάλη εικόνα; Θεσμούς και δικαιοσύνη οι οποίοι είναι υποχείριο στα χέρια λίγων. Δεν είναι δυνατόν ένας οποιοσδήποτε πολίτης, ακόμη και υπόδικος, να καταγγέλλει εκβιασμό από ανώτατους δικαστικούς παράγοντες και να μην ζητείται κατά προτεραιότητα η εξέταση των καταγγελιών του. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε άλλο σε πολιτικά στελέχη με δημόσιο λόγο να καλλιεργούν τον διχασμό καθυβρίζοντας δημοσίως τους πολιτικούς τους αντιπάλους ως «γκεσταμπίτες» και να μην αντιδρά κανείς. Δεν μπορεί επιχειρηματίες να δικαιολογούν τη διαπλοκή τους με το πολιτικό και μιντιακό σύστημα ως μέσο για να κερδίζουν δουλειές, και η ΕΣΗΕΑ ως πνευματικό σωματείο ή ο ΣΕΒ ως εκφραστής της «υγιούς επιχειρηματικότητας», να μην ορθώνουν καθαρό λόγο. Δεν μπορεί να θεωρούμε φυσιολογικό να στοχοποιούνται άνθρωποι από παρασυστήματα τα οποία λειτουργούν ως μηχανισμοί εκβιασμού επιχειρηματιών και πολιτικών αντιπάλων. Δεν γίνεται να είναι «κανονικό» ότι υπάρχουν αυτή τη στιγμή 9500 ανοιχτές εισαγγελικές παραγγελίες στις οποίες εμπλέκεται το σύνολο της οικονομικής ζωής του τόπου και να περιμένουμε ότι θα έρθουν επενδύσεις.

 Τώρα περισσότερο από ποτέ είναι ανάγκη οι θεσμοί να αντιδράσουν, να συμβάλουν στην επανεκκίνηση και να διεκδικήσουν οξυγόνο για τη χώρα.
liberal