18 Νοεμβρίου 2011

Η μικρή Ελλάδα κάθεται και κλαίει γιατί δεν την παίζουν οι φιληνάδες της.!!!!!




Η χώρα βρέθηκε να χρωστάει και να μην μπορεί να βγάλει την επόμενη μέρα για τη λειτουργία της. Αν δεν έβρισκε αμέσως λεφτά θα σταματούσε να λειτουργεί. Απλά όσο πιο απλά γίνεται, αυτό σημαίνει ότι θα σταματούσε κάθε κοινωνική υπηρεσία και το Κράτος θα πτώχευε.
Οι κάτοικοι της χώρας θεωρούν ότι όλα αυτά δεν τους αφορούν. Νομίζουν ότι με κάποιο μαγικό τρόπο, όπως μέχρι τότε τους έλεγαν, αύριο θα είναι σαν χτες. Η ίδια κατάσταση που έφτασε τη χώρα μέχρι εδώ θα συνεχίζονταν στο διηνεκές. Δυστυχώς όταν το καταλάβουν θα είναι πολύ αργά. Και χωρίς επιστροφή.
Τα κόμματα της χώρας προσπαθούν να φορτώσουν το ένα στο άλλο τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί. Όλοι ξέρουν ότι τα προβλήματα δημιουργήθηκαν από κοινού: είτε υπήρχαν λεφτά είτε δεν υπήρχαν, είτε τα φάγαμε μαζί είτε τα έφαγαν μόνοι τους κάποιοι, η ιδιότυπη κρατική αναποτελεσματική οντότητα με διαθέσιμα που ήταν αντικείμενο ανταλλαγών μεταξύ κατοίκων-πελατών και πολιτικού προσωπικού-ιδιοκτητών πρέπει να μετατραπεί σε μια αποτελεσματική διοικητική μηχανή με συλλογικό προσανατολισμό: θα έπρεπε όλοι που κατά καιρούς διαπίστωναν την πραγματικότητα, είτε προβάλλοντας την ανάγκη εκσυγχρονισμού είτε επανίδρυσης να προσπαθούσαν από κοινού να ανατάξουν τον άρρωστο.
Άλλωστε πρέπει πλέον να έχουν καταλάβει ότι δεν είναι δυνατόν ο καθένας μόνος του να πετύχει αυτό που δεν πέτυχε μόνος του. Χρειάζεται κοινή προσπάθεια. Αρκεί φυσικά να το θέλουν. Δυστυχώς νομίζουν ότι η αλλαγή κυβέρνησης θα φέρει τη λύτρωση. Ότι αύριο –αν αλλάξει ο πρωθυπουργός- όλα θα γίνουν σαν χτες. Μόνο που επειδή λεφτά δεν υπάρχουν, δεν είναι δυνατόν τα δίκτυα πελατείας τους να ξαναμοιράσουν διαθέσιμα στους κατοίκους-πελάτες για να εξασφαλίσουν την ανοχή τους.
Σε μια φυσιολογική χώρα που συνειδητοποίησε εδώ και δύο χρόνια ότι αντιμετωπίζει το θεμελιακό ερώτημα της ύπαρξης της όλοι ή σχεδόν όλοι θα προσπαθούσαν να περιστείλουν προσωρινά μέρος των δικαιωμάτων τους προς όφελος του κοινού καλού.
Σε μια φυσιολογική χώρα οι συλλογικές δυνάμεις, τα κόμματα, θα προσπαθούσαν να βρουν ένα κοινό παρονομαστή: να διαμορφώσουν ένα σχέδιο εξόδου με μέτρα και δράσεις για ένα ορατό στόχο. Να βρουν εκείνες τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν συζητώντας και διαμορφώνοντας κοινές προτάσεις: κάπως δηλαδή όπως πρέπει να λειτουργεί η Βουλή: σαν χώρος διαμόρφωσης πολιτικών αποφάσεων. Να μεταφερθούν από την κυβέρνηση του τόπου που μοιάζει αδιέξοδη στην διακυβέρνηση της. Να προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν για τους κατοίκους την ομαλή διέξοδο. Αν τα μέτρα που αφορούν τη χώρα είναι τέτοια που προκαλούν μείζονες αντιπαραθέσεις αυτά θα έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο εσωτερικού διαλόγου και αποφάσεων. Ευρύτερων. Που θα μας αφορούσαν όλους. Ίσως μάλιστα και να μας ρωτούσαν, αν μας θεωρούσαν πολίτες και όχι κατοίκους-πελάτες.
Στη φυσιολογική αυτή χώρα οι πολίτες της θα το απαιτούσαν. Στη δική μας χώρα οι κάτοικοι θέλουν η δική τους πελατειακή δομή να αναλάβει να τους μοιράσει κάτι που δεν υπάρχει ή να υποσχεθεί κάτι που δεν μπορεί να κάνει, να βρει δηλαδή λεφτά από αλλού να μοιράσει στους πελάτες της. Νομίζουν οι άφρονες κάτοικοι ότι αύριο με μια μονοκονδυλιά θα διαγραφούν τα πάντα. Ότι έχει γίνει θα εξαφανιστεί ή θα μπει όπως πάντα κάτω από το χαλί.
Στο παιχνίδι αυτό υπάρχουν και άλλοι παίχτες. Κύριοι παίχτες αυτοί που δανείζουν. Οι οποίοι μετρούν ορθολογικά δύο πράγματα: το οικονομικό κόστος από τη διατήρηση της χώρας στην ευρεία ευρωπαϊκή οικογένεια και το πολιτικό όφελος από το ίδιο ακριβώς. Μέχρι πριν από λίγο υπολόγιζαν ότι το όφελος είναι μεγαλύτερο από το κόστος. Ήταν διατεθειμένοι να πληρώνουν. Διαπιστώνοντας, δυστυχώς, ότι αρχίζει το οικονομικό κόστος να είναι μεγαλύτερο από το πολιτικό όφελος είναι έτοιμοι να απαλλαγούν από κάποιους που νομίζουν ότι μπορεί να διαπραγματεύονται καλύτερα. Διαπιστώνουν ότι τελικά για αυτούς θα ήταν απλούστερο να απαλλαγούν από μια αγορά 10 εκατομμυρίων κατοίκων που πάντα, τα τελευταία τριάντα χρόνια, το ισοζύγιο για αυτούς ήταν αρνητικό. Έβγαζαν οικονομικά λιγότερα από όσα πλήρωναν. Τώρα βγάζουν πολιτικά λιγότερα από τη διατήρηση της.
Αυτοί θα έχουν να χάσουν μια μικρή αγορά. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας θα χάσουν πολλά περισσότερα. Το κόκκινο διαβατήριο που τους εξασφάλιζε την ελεύθερη πρόσβαση, το νόμισμα που διατηρούσε την ποιότητα ζωής τους. Την ένταξη των πανεπιστημίων τους στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, την διασφάλιση της εδαφικής της ακεραιότητας από την εγγύηση της ευρύτερης οικογένειας. Την δυνατότητα να μην πληρώνουν δασμούς για αυτά που εισάγουν. Την ικανότητα να συναποφασίζουν με άλλους για ένα ευρύτερο μέλλον. Έτσι οι δανειστές μας δεν θέτουν πλέον ερωτήματα. Προβάλουν δύο λύσεις: είτε συμφωνούμε στους όρους και χρειαζόμαστε δέκα χρόνια εντός ευρώ για να ορθοποδήσουμε, είτε διαφωνούμε στους όρους και έχουμε τη δυνατότητα μετά από δέκα χρόνια να ξαναζητήσουμε να μας εντάξουν.
Ποιοι θέλουν να χαθεί αυτό το συλλογικό κεκτημένο; Κόμματα κοινωνικής θρησκείας, που όπως άλλες θρησκευτικές αιρέσεις, διακηρύσσουν κατά καιρούς το τέλος του κόσμου και την έλευση της δευτέρας παρουσίας και διαψεύδονται ξανά και ξανά απαιτούν από τους κατοίκους της χώρας την εγκαθίδρυση του εφιαλτικού ολοκληρωτικού καθεστώτος που επιβιώνει πλέον σε μια μόνη χώρα στον κόσμο. Στη λαϊκή δημοκρατία της Βόρειας Κορέας. Επαναδιαπραγματευτές, που νομίζουν ότι η πρόθεση διαπραγμάτευσης από την πλευρά τους θα συναντήσει την προσοχή των δανειστών. Δυστυχώς θα συναντήσει τη χλεύη τους. Οι δανειστές απαιτούν πλέον την διαπραγμάτευση από κοινού. Γιατί έχουμε πλέον χάσει αυτό που με μεγάλη δυσκολία καταφέραμε με τη μακρά τριαντάχρονη πορεία: την εμπιστοσύνη. Τους επαναδιαπραγματευτές αρκεί να πουν, όπως έκαναν πάντα, ότι θα φταίνε κάποιοι άλλοι για τα δεινά μας.
Όμως υπάρχουν και άλλοι: όσοι θέλουν να διατηρηθεί το χαριστικό καθεστώς που τους αφορά προσωπικά, που ήταν δάνειο από το πελατειακό κράτος. Όσοι νομίζουν ότι αύριο θα «τρουπώσουν». Ότι με ένα μαγικό τρόπο ο δικός τους μικρόκοσμος θα μείνει ίδιος όταν γύρω τους θα καταρρεύσουν όλα. Ότι θα διατηρηθεί η δημόσια υπηρεσία που αυτοί δουλεύουν όταν όλες οι άλλες θα κλείνουν. Ότι το δικό τους μαγαζί θα συνεχίσει να πουλάει, όταν όλα τα άλλα θα κλείνουν γύρω τους. Ότι αρκούν τα λεφτά που έστειλαν έξω για να ζήσουν. Δυστυχώς δεν μαθαίνουν από τα παραδείγματα. Από το 1990 για μια εικοσαετία κοινωνίες-ζούγκλες σε μετάβαση –γύρω μας- προσπαθούν να ορθοποδήσουν σε μια άγρια κοινωνική κατάσταση. Ίσως η στοιχειώδης αυτοσυντήρηση μας συγκρατήσει. Αν βρεθούμε χωρίς το κόκκινο διαβατήριο σε μια κοινωνία-ζούγκλα σε μετάβαση δεν θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε εύκολα πέρα.
Υπάρχει άραγε διέξοδος; Σε μια φυσιολογική χώρα οι πολίτες θα μπορούσαν να αποφασίσουν. Ακούγοντας τις προτάσεις των κομμάτων για το εθνικό θέμα. Τους όρους που είναι διατεθειμένα τα κόμματα να υπογράψουν στη δανειακή σύμβαση, τα μέτρα για την επανίδρυση, την ανάταξη, τον εκσυγχρονισμό του κράτους που θα αναλάβει θα την υλοποιήσει, τις συλλογικές πολιτικές που την αφορούν. Η μονομερής αυτή κάθαρση θα αφορούσε λειτουργούντα δημοκρατικά κόμματα. Και ορθολογικούς ψηφοφόρους-πολίτες. Κόμματα που θα ήταν διατεθειμένα να περιστείλουν τα δικά τους δικαιώματα διατηρώντας την ιδιαιτερότητα τους. Πολίτες που θα ήθελαν το ίδιο: τη συλλογική προσπάθεια και όχι τη διατήρηση του προσωπικού «κεκτημένου». Έχασε το κομματικό μας σύστημα την ευκαιρία της διετίας αυτής να εκσυγχρονιστεί το ίδιο. Να μετατρέψει κόμματα-δίκτυα πελατείας σε λειτουργούντες συλλογικούς φορείς. Έχασε την ευκαιρία να δώσει στους κατοίκους-πελάτες τη δυνατότητα να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη. Χάνει τώρα την ευκαιρία να λειτουργήσει συλλογικά. Οι 300 βουλευτές –αντιπρόσωποι του Έθνους- θα πρέπει να υπερβούν το δικό τους δίκτυο πελατείας και να επιβάλλουν τη συλλογική διακυβέρνηση: έστω περιορισμένης χρονικής διάρκειας. Αν δεν γίνει αυτό θα καταστραφούμε όλοι μαζί. Κανείς δεν θα διατηρήσει το δικό του δίκτυο. Πρέπει πλέον να βάλουμε το συλλογικό κεκτημένο πάνω από το ατομικό κεκτημένο.
Όπως το κακομαθημένο μωρό που νομίζει ότι όλοι γύρω του πρέπει να του κάνουν τα χατίρια έτσι και η μικρή Ελλάδα κάθεται και κλαίει, όπως λέει το παιδικό τραγουδάκι, γιατί δεν την παίζουν οι φιληνάδες της. Έχει άραγε μείνει κάποιος ενήλικος γύρω να την κατευθύνει;
Δύο μητέρες μαλώνουν για το παιδί-Ελλάδα. Όπως στην Σολομώντεια παρομοίωση το απλούστερο θα ήταν να το μοιράσουν στα δύο. Όποια μητέρα κάνει πίσω και το δώσει στην άλλη θα είναι η πραγματική μητέρα. Μόνο που πρέπει ο υπεύθυνος: ο ελληνικός λαός να το δώσει στην πραγματική….. Και δυστυχώς στην πολιτική οι παρομοιώσεις δεν μπορούν να μεταφερθούν…