Υπάρχει ένα σύνθημα που το διαβάζεις γραμμένο σε τοίχους, με θυμωμένα νευρικά γράμματα και μαύρη μπογιά: «Στις νάρκες του Έβρου, στον πάτο του Αιγαίου χτίζεται η ασφάλεια του κάθε Ευρωπαίου».
Όλοι μας κάπου το έχουμε δει – δεν μπορεί...
Μου αρέσει αυτό το σύνθημα – κι όχι μόνο επειδή αυτοί που το γράφουν, αν μη τι άλλο, το κάνουν επειδή το πιστεύουν, δίχως να περιμένουν ανταλλάγματα και παραπολιτική βολή. Μου αρέσει γιατί
υπαινίσσεται την ανθρωποφαγική βάση του δομημένου πολιτισμού μας, γιατί τσαλακώνει τη αναπόφευκτη δικαιολογία του «εγώ δεν ήξερα, δεν έβλεπα, δεν άκουγα», του «ζω την ιστορία χωρίς εμένα». Κι ακόμη: μου αρέσει γιατί αντιστέκεται στην ελληνοθρεμμένη και δυτικότροπη αυτοκατάφασή μας – αντίσταση για την οποία τόσο πάλεψαν, ο καθένας με τον τρόπο του, ένας γλωσσολόγος στην Ελλάδα και μια συγγραφέας στην Αμερική που έφυγαν με διαφορά λίγων ημερών: ο Τάσος Χριστίδης και η Σούζαν Σόνταγκ δεν πρόλαβαν την ανατολή του 2005, πρόφτασαν ωστόσο να πετάξουν τη φουχτιά τους με το γόνιμο σπόρο. Στις νάρκες του Έβρου, στον πάτο του Αιγαίου: τι χτίζεται άραγε πάνω στα τουμπανιασμένα πρώματα και στα ακρωτηριασμένα κορμιά – τι περισσότερο από την απώλεια του μέλλοντος μας; Σε μια εκπομπή της τηλεόρασης, από αυτές που εύκαιρα γυρεύουν να ανασκοπήσουν την χρονιά, ένα δημοσιογράφος ρώτησε (καλοπροαίρετα) τους προσκεκλημένους του: «Οι μετανάστες είναι ευλογία ή κατάρα;». Η ερώτηση αυτή είναι ενδεικτική της θεολογικοποιημένης εκφοράς του λόγου, στην οποία εξαναγκάζει η τηλεοπτική «συζήτηση» (με τους συντμημένους χρόνους και τα ιερά διαλείμματα για διαφημίσεις). Οι μετανάστες είναι κάτι πολύ περισσότερο από θεολογικό φαινόμενο: είναι ιστορία, δηλαδή ζωτικός όρος για την πορεία του ανθρώπου στον κόσμο, για ό,τι λογαριάζουμε (όπως το λογαριάζουμε) ως ανθρώπινο πολιτισμό.
Αν οι νομάδες της προϊστορίας δεν έφευγαν από τις στέπες για να αναζητήσουν θερμότερα κλίματα, κι από τις ερήμους για να γυρέψουν εύφορη γη κοντά στις πηγές, οι άνθρωποι θα είχαν εξαφανιστει ως είδος προτού καν καλλιεργήσουν τη γη. Μα ακόμη και όταν την καλλιέργησαν και ανακάλυψαν την βία της ιδιοκτησίας (αυτό που ο Προυντόν ονόμασε κλοπή), η καταγεγραμμένη πλέον ιστορία τους ήταν η ιστορία μετακινήσεων, προσμίξεων, πολιτισμικών ενώσεων, αναγκών και ανάγκης. Τα «εθνικά σύνορα» που οριοθετούν τον «εθνικό ζωτικό χώρο» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια (απάνθρωπη στον πυρήνα της όσο φενακισμένη) κατασκευή του 19ου αιώνα – κι ας επιμένουν κάποιοι πως το δειλινό ανήκει σε όσους δακρύζουν κι η γη σε αυτούς που την περπατούνε αφήνοντας πίσω τους χνάρια και όχι σύνορα.
Έχω γράψει και άλλοτε πως η λέξη «λαθρομετανάστης» είναι από μόνη της μια σφαίρα. Η μετανάστευση είναι ζωτική κοινωνική ανάγκη του ανθρώπου, με τον ίδιο τρόπο που ζωτικές βιολογικές ανάγκες είναι η πείνα, η δίψα, η σεξουαλική ορμή. Όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη «λαθρομετανάστες», έχοντας δεχτεί ως φυσικό κανόνα τα «εθνικά σύνορα», είναι σαν να δεχόμαστε πως μια ζωτική ανθρώπινη ανάγκη μπορεί να υπαχθεί σε μεταγενέστερο «νόμο», ώστε να υπάρχει «νόμιμη» και μη «νόμιμη» (δηλαδή «λαθραία») έκφανσή της. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε ποτέ παράνομη την επιθυμία ενός ανθρώπου να πιει νερό ή να κάνει έρωτα; Θα λέγαμε ποτέ τη λέξη «λαθροδιψασμένος» η «λαθροερωτευμένος»; Κι όμως: η καθολική χρήση της λέξης «λαθρομετανάστης» (από όλες τις επίσημης αρχές, από πρωθυπουργούς και αρχιδημοσιογράφους, μα ακόμη και από τον φιλικό προς τους μετανάστες τύπο), δείχνει πως έχουμε μπροστά έναν κρίσιμο δρόμο για να φιλιωθούμε με αυτό που μπορούμε να ζήσουμε – αν δεν θέλουμε να ζήσουμε σε ένα κλειδωμένο κλουβί.
Ας μην κρυβόμαστε: η ιστορία των ανθρώπων, το παράλογο μυθιστόρημά μας θα συνεχιστεί είτε με μεγάλο κρότο είτε με ψιθύρους ανάγκης – αλλιώς: είτε ως συντέλεια είτε ως ανθρώπινη ιστορία. Δεν ξέρω τι μπορούμε (και αν μπορούμε) να επιλέξουμε – μπορούμε ωστόσο μέχρι το τέλος μας να γυρεύουμε ανθρώπινες απαντήσεις. Για μένα, για τη δική μου οπτική, η περιπέτεια αυτού του μυθιστορήματος (δηλαδή: αυτό που ονομάζουμε μέλλον) είναι οι μετανάστες που θα ακυρώσουν τα σύνορά μας, που θα χαλάσουν το κλειδωμένο κλουβί: αυτοί ξαναφτιάχνουν τον κόσμο, διότι έχουν την ανάγκη να τον ζήσουν, να γονιμοποιήσουν ό,τι η Δύση μετατρέπει σε τάξη θανάτου, να το ξανακάνουν ζωή, παραγωγή, πραγματικό χρόνο, ανάσα. Ετούτη η μελλοντική ιστορία (κι ας μου συχωρεθεί η αντίφαση) είναι η μόνη μας ανθρώπινη ευκαιρία, η μεταπολιτική μας ουτοπία - ο μύθος που έχουμε για να ζήσουμε. Από εκεί και πέρα, το αλεξικέραυνο της πράξης (της κάθε πράξης) απομένει πια το ίδιο το τρεμάμενο σώμα μας – αν το θελήσουμε.