Διεθνής και Ελληνική προσέγγιση Κωνσταντίνος Αποστολόπουλος (Δικηγόρος)Copyright: www.rieas.gr Για να τεθεί τέλος στη λαθραία μεταφορά μεταναστών διά ξηράς, αέρος και θαλάσσης, ο Ο.Η.Ε. αποφάσισε να προωθήσει τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών και να θέσει τις προϋποθέσεις ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα σε περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο, μέσω ενός πρωτοκόλλου, το οποίο συμπληρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και ερμηνεύεται από κοινού με αυτή. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου, ως λαθραία διακίνηση μεταναστών ορίζεται η «επίτευξη της παράνομης εισόδου ενός προσώπου σε ένα κράτος μέρος, του οποίου το πρόσωπο αυτό δεν είναι υπήκοος ή μόνιμος κάτοικος, με σκοπό την απόκτηση, αμέσως ή εμμέσως, οικονομικού ή άλλου οφέλους». Ως παράνομη είσοδος νοείται η διέλευση των συνόρων χωρίς συμμόρφωση προς τις απαραίτητες προϋποθέσεις νόμιμης εισόδου που θέτει το κράτος υποδοχής. Το άρθρο 6 του πρωτοκόλλου απαιτεί την ποινικοποίηση της εν λόγω συμπεριφοράς και προσδιορίζονται οι πράξεις που πρέπει να θεσπισθούν από τα Μέρη ως ποινικά αδικήματα. Ο σκοπός του πρωτοκόλλου κατά της λαθραίας διακίνησης μεταναστών είναι η πρόληψη αλλά και η πάταξη του φαινομένου της παράνομης διακίνησης μεταναστών μέσω έρευνας, δίωξης και διεθνούς συνεργασίας. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού το πρωτόκολλο απαιτεί από τα κράτη να ποινικοποιήσουν την παράνομη διακίνηση, να συνεργαστούν για την πρόληψη, να αυστηροποιήσουν τους συνοριακούς ελέγχους, να προσδιορίσουν τις αιτίες του φαινομένου και να συνεργαστούν για την επιστροφή των μεταναστών στις χώρες τους. Διακινητές παράνομων μεταναστών μπορεί να είναι ολιγομελείς ομάδες που ασχολούνται με επιχειρήσεις μικρής κλίμακας αλλά και μεγάλα δίκτυα που χρησιμοποιούν εξελιγμένες μεθόδους και έχουν ιεραρχική δομή. Απασχολούνται με το να παρέχουν υπηρεσίες σε μη νόμιμους μετανάστες που θέλουν να περάσουν τα εθνικά σημεία ελέγχου συνόρων και να βρίσκουν τρόπους παράνομης απόκτησης εγγράφωνή θεωρήσεων εισόδου. Οι διεθνικές οργανωμένες εγκληματικές ομάδες έχουν οργανωθεί σε συγκεκριμένους τομείς, ελέγχουν καθορισμένα δρομολόγια και περιοχές και συνεχώς επεκτείνουν την δράση τους αναζητώντας νέες εγκληματικές δραστηριότητες. Ο τρόπος που επιτυγχάνουν τους σκοπούς τους είναι μέσω: χρησιμοποίησης πλαστών ή παραποιημένων εγγράφων, αντικατάστασης διαβατηρίων, αντικατάστασης των φωτογραφιών των ταξιδιωτικών εγγράφων, ψεύτικων θεωρήσεων εισόδου, πλαστών αδειών παραμονής, αλλαγής αδειών επιβίβασης σε περιοχές ελέγχου, πλαστών σφραγίδων, καταστροφής των εισιτηρίων και των ταξιδιωτικών εγγράφων σε περιοχές τράνζιτ αεροδρομίων, ώστε να αποφεύγεται η επαναπροώθηση στο αρχικό αεροδρόμιο κλπ. Οι λαθρέμποροι μεταναστών συχνά αλλάζουν διαδρομές και τρόπους δράσης ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν. Η λαθροδιακίνηση μεταναστών είναι μια επιχείρηση που αποδίδει τεράστια κέρδη και οι διακινητές έχουν μικρό κίνδυνο να ανακαλυφθούν και να τιμωρηθούν. Για τους μετανάστες είναι μια πολύ επικίνδυνη δραστηριότητα, αφού συχνά είναι ευάλωτοι σε κινδύνους που απειλούν την ζωή τους ή τυγχάνουν εκμετάλλευσης από τα κυκλώματα. Χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από ασφυξία μέσα σε κοντέινερ, αφυδατώθηκαν στην θάλασσα η έγιναν αντικείμενο βίας, σεξουαλικών παρενοχλήσεων ή άλλων παράνομων ενεργειών των λαθεμπόρων. Οι μετανάστες αντιμετωπίζονται ως ένα ακόμα εμπόρευμα, όπως τα ναρκωτικά, τα τσιγάρα και τα όπλα που διακινούν λαθραία. Πολλές φορές οι εγκληματίες μέσω των ιδίων οδών και μεθόδων μεταφοράς διακινούν αλλά και εμπορεύονται ανθρώπους. Έτσι μια κατάσταση μπορεί να ξεκινήσει ως απλή μεταφορά αλλά να εξελιχθεί σε κατάσταση εκμετάλλευσης και εμπορείας ανθρώπων. Η όλη δραστηριότητα επιφέρει μεγάλη βλάβη στα άτομα αλλά και στις κοινωνίες των χωρών προέλευσης, διέλευσης και προορισμού, γι΄αυτό και απαιτείται η συνεργασία όλων των χωρών και των φορέων που εμπλέκονται. Η αντιμετώπιση του φαινομένου θα πρέπει να περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη πολυδιάστατη απάντηση που θα εξετάζει τις κοινωνικοοικονομικές αφετηρίες τις παράνομης μετανάστευσης ώστε να ασκείται προληπτική δράση. Τα κράτη θα πρέπει να έχουν ως καθήκον να φέρουν την νομοθεσία τους σε εναρμόνιση με το πρωτόκολλο. Να αναπτύξουν μια αποτελεσματική έννομη απάντηση στην παράνομη διακίνηση των μεταναστών και να ενδυναμώσουν την συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών τους. Τέλος να ενδυναμωθούν οι συνοριακοί έλεγχοι ώστε να εντοπίζεται η λαθροδιακίνηση, όπως επίσης να προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα των υποκειμένων εκμετάλλευσης των κυκλωμάτων. Αναφορικά με την δίωξη των διακινητών θα πρέπει να υπάρξει διεθνής συνεργασία και να ενισχυθεί η εσωτερική νομοθεσία καθώς και η ικανότητα έρευνας και δίωξης. Κάθε κράτος - μέλος θα πρέπει να δέχεται και να διευκολύνει την επιστροφή – επαναπατρισμό, των υπηκόων του. Για την διευκόλυνση της επιστροφής προσώπων που δεν έχουν τα κατάλληλα έγγραφα, θα πρέπει να εκδίδονται αυτά από την χώρα στην οποία το πρόσωπο αυτό έχει δικαίωμα νομίμου διαμονής. Τα κράτη που φροντίζουν για τον επαναπατρισμό του παράνομου μετανάστη θα πρέπει να φροντίζουν και για την ασφάλεια και αξιοπρέπειά του. Η διεθνής συνεργασία θα πρέπει να έχει τη μορφή στενότερης συνεργασίας μεταξύ των χωρών προέλευσης, διέλευσης και προορισμού, ανταλλαγής πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών, συνεργασίας στην εκπαίδευση και την βελτίωση των ικανοτήτων όλων των εμπλεκόμενων μέρων στην αντιμετώπιση του φαινομένου (Δυνάμεις επιβολής του νόμου, γραφεία μετανάστευσης κλπ.) Παράδειγμα βέλτιστων πρακτικών σε διεθνές επίπεδο είναι το I – Map που δημιουργήθηκε από το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC), σε συνεργασία και με άλλους εταίρους. Το I – Map σχεδιάστηκε για να διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών και να αναλύει τις μεταναστευτικές ροές και δρομολόγια, ώστε να υποστηρίζονται οι προσπάθειες για την καταπολέμηση της λαθροδιακίνησης μεταναστών που λαμβάνονται σε διεθνές, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο στην Αφρική, στην Μέση Ανατολή και στην Ευρώπη. (https://www.imap-migration.org/). Το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC) ιδρύθηκε το 1997, έχει έδρα την Βιέννη και λειτουργεί σε όλες τις περιοχές του κόσμου μέσα από ένα εκτενές δίκτυο τοπικών γραφείων. Το UNODC έχει εντολή να υποστηρίζει τα κράτη μέλη του ΟΗΕ στον αγώνα τους κατά του Εγκλήματος. Στόχος του UNODC όσον αφορά την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών, είναι η προώθηση της παγκόσμιας τήρησης του πρωτοκόλλου, η αρωγή των κρατών στις προσπάθειές τους για αποτελεσματική εφαρμογή των υποχρεώσεών τους, η εναρμόνιση της νομοθεσίας και η ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής ποινικής δικαιοσύνης. Το UNODC μετά από αίτημα της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ, δημιούργησε ένα υπόδειγμα Νόμου με σκοπό να βοηθήσει τα κράτη στην εφαρμογή των διατάξεων που περιλαμβάνονται στο Πρωτόκολλο. Το περιεχόμενο του Νόμου συντάχθηκε μέσα από μια συλλογική προσπάθεια ομάδας εμπειρογνωμόνων και είναι διαθέσιμο στα Αγγλικά, Ισπανικά, Γαλλικά, Ρωσικά και Αραβικά. Το UNODC, σε συνεργασία με την Interpol και την Europol και με χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει επεξεργαστεί την κατάλληλη μεθοδολογία για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών και διοργανώνει σεμινάρια κατάρτισης για τους εισαγγελείς και τις διωκτικές αρχές των χωρών. Έργο του UNODC είναι επίσης η συγκέντρωση της εμπειρίας από την ποινική δικαιοσύνη όλου του κόσμου, η διενέργεια οικονομικών ερευνών για κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των λαθρεμπόρων και δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος, επίσης η ανάλυση όλων των στρατηγικών, επιχειρησιακών και τακτικών πληροφοριών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και, τέλος, η εξέταση των θεμάτων που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία των προσφύγων, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την έρευνα και τη δίωξη της λαθραίας διακίνησης μεταναστών. Η διεθνής κοινότητα αντέδρασε θετικά αναφορικά με την αντιμετώπιση του φαινομένου, ενισχύθηκαν τα συστήματα πρόληψης και αποτροπής και αναπτύχθηκαν διεθνείς συνεργασίες. Δεδομένου όμως ότι το οργανωμένο έγκλημα μεταλλάσσεται ανάλογα με τους τρόπους αντίδρασης που προβάλλει η έννομη τάξη, το ζητούμενο που προκύπτει είναι το πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά θα εφαρμοστούν όλα τα παραπάνω. Η Ελληνική προσέγγιση Με τον υπ΄ αριθμ. 3875 / 2010 Νόμο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τίτλο «Κύρωση και εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και των τριών Πρωτοκόλλων αυτής και συναφείς διατάξεις», το Ελληνικό Κοινοβούλιο με καθυστέρηση δέκα ετών κύρωσε την Σύμβαση κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, που άνοιξε για υπογραφή στο Παλέρμο Ιταλίας στις 12-15 Δεκεμβρίου 2000 και τα τρία Πρωτόκολλα αυτής, μεταξύ των οποίων και το Πρωτόκολλο κατά της Λαθραίας Διακίνησης Μεταναστών από τη Γη, τη Θάλασσα και τον Αέρα. Με τη ψήφιση του ως άνω Νόμου προσαρμόστηκε το ελληνικό νομικό πλαίσιο στις διατάξεις της ως άνω σύμβασης. Κατά την συζήτηση επί των άρθρων του σχεδίου νόμου έγιναν διάφορες τοποθετήσεις: Ο Εισηγητής της Πλειοψηφίας κ. Άγγελος Τόλκας μεταξύ άλλων ανέφερε ότι: «Με το νομοσχέδιο που σήμερα υπερψηφίζουμε, η Ελλάδα αποκαθιστά τη θέση της στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και εκπληρώνει τις διεθνείς της υποχρεώσεις μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια». Η Βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας κ. Διονυσία Αυγερινοπούλου τόνισε την αναγκαιότητα για εκπαίδευση των υπαλλήλων των αρμοδίων υπηρεσιών σε μεθόδους πρόληψης της παράνομης διακίνησης μεταναστών, την ανάγκη για παροχή υλικοτεχνικής συνδρομής σε τρίτα κράτη που είναι χώρες προέλευσης ή διαμετακόμισης μεταναστών και την ανάγκη για ανάπτυξη προγραμμάτων ενημέρωσης του κοινού για τα σχετικά ζητήματα. Επίσης ανέφερε ότι σύμφωνα με τη σύμβαση, αυτές οι δράσεις εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του κράτους μας να τις αναλάβει. Ο Βουλευτής Αττικής του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού κ. Μαυρουδής Βορίδης μεταξύ άλλων ανέφερε σχετικά με την θέση του λαθραία διακινούμενου μετανάστη: «Η αντίρρησή μας είναι ότι αντιμετωπίζεται ως θύμα, ο διακινούμενος μετανάστης. Εγώ θα το δεχόμουν αυτό εάν υπήρχε μία πρόσθετη προϋπόθεση. Αυτήν της βίας. Εάν, δηλαδή, η μετανάστευση ήταν εξαναγκαζόμενη. Εάν, όμως, μέσα σε ένα οργανωμένο κύκλωμα, παράνομο, διεθνούς διακινήσεως μεταναστών, κάποιος έρχεται και το χρησιμοποιεί αυτό το κύκλωμα οικειοθελώς για να εισέλθει παρανόμως, γιατί πρέπει αυτός να προστατεύεται; Γιατί είναι αντικείμενο του εγκλήματος; Το αντικείμενο εδώ του εγκλήματος είναι η εσωτερική έννομη τάξη που ρυθμίζει το ζήτημα της μετανάστευσης. Αυτή είναι που προσβάλλεται. Υπό μίαν έννοια αυτό το έγκλημα στρέφεται, δηλαδή η οργανωμένη διακίνηση μεταναστών, ακριβώς κατά της εννόμου τάξεως του κράτους υποδοχέως, του κράτους που δέχεται τη μετανάστευση, που θέλει να ρυθμίσει τη μετανάστευση με έναν ορισμένο τρόπο. Αυτό είναι το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό. Δεν προσβάλλεται εδώ έννομο αγαθό του παράνομου μετανάστη. Ίσα – ίσα εκπληρώνει το κύκλωμα αυτό το σκοπό του» (…) «Εμείς δεν θεωρούμε ότι ο μετανάστης που χρησιμοποιεί το παράνομο κύκλωμα είναι θύμα». Ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς, κ. Θοδωρής Δρίτσας, μεταξύ άλλων ανέφερε: «Η διαδικασία γι’ αυτά τα πρωτόκολλα που συνοδεύουν αυτήν εδώ τη σύμβαση δεν μπορεί να γίνεται χωρίς την ακρόαση εκείνων των κοινωνικών εκπροσώπων τους οποίους αφορά το κάθε ζήτημα. Ακόμα, λοιπόν, κι αν συμφωνούμε σε κάποια ζητήματα που ρυθμίζονται με τα πρωτόκολλα, για λόγους αρχής δεν είναι δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ να δεχθεί την υπερψήφισή τους». Στο ενημερωτικό σημείωμα για το σχέδιο Νόμου επισημάνθηκε η επείγουσα ανάγκη ταχύτατης προώθησης προς ψήφιση του Νομοσχεδίου, δεδομένου ότι είχε περάσει μία δεκαετία από την υπογραφή της σύμβασης από την Ελλάδα και αυτή η υπέρμετρη καθυστέρηση είχε φέρει την χώρα μας σε ιδιαιτέρα δυσμενή θέση απέναντι στην διεθνή κοινότητα. Στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου αναφέρεται ότι σκοπός του Πρωτοκόλλου είναι η πρόληψη και ηωκαταπολέμηση της λαθραίας διακίνησης μεταναστών όταν εμπλέκεται οργανωμένη εγκληματική ομάδα, η προαγωγή της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μερών και η προστασία των δικαιωμάτων των λαθραία μεταφερόμενων μεταναστών. Επίσης στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου υπάρχουν αναφορές σχετικά με την ποινικοποίηση των συμπεριφορών που σχετίζονται με την παράνομη διακίνηση μεταναστών, ενδεικτικά αναφέρονται η σχετιζόμενες με τα κάτωθι άρθρα: Το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. γ΄. Ορίζεται ως αξιόποινη πράξη η παροχή διευκόλυνσης παραμονής σε άτομο που έχει εισέλθει παράνομα στη χώρα και αντιμετωπίζεται με τα άρθρα 84-87 του ν. 3386/2005, στα οποία α) καθορίζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δημόσιες υπηρεσίες, τα ΝΠΔΔ, οι Ο.Τ.Α. και οι υπηρεσίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα υποχρεούνται να μην παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε υπηκόους τρίτης χώρας, καθώς και οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης, β) προβλέπονται οι υποχρεώσεις των συμβολαιογράφων κατά την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων όταν συμβαλλόμενοι ή συμμετέχοντες καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε αυτές είναι υπήκοοι τρίτων χωρών και οι σχετικές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης, γ) προβλέπονται οι υποχρεώσεις των εργοδοτών που απασχολούν υπηκόους τρίτων χωρών και οι σχετικές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης και δ) προβλέπονται οι υποχρεώσεις υπαλλήλων και λοιπών ιδιωτών και οι σχετικές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης, ενώ υπάρχει ρητή πρόβλεψη ποινής φυλάκισης τουλάχιστον 1 μηνός και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 5.000 ευρώ για όποιον διευκολύνει την παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας (άρθρο 87 παρ. 6) ή ποινής φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών, (τροποποιήθηκε ο Νόμος και η πράξη τιμωρείται ως κακούργημα) αν ο δράστης ενήργησε από κερδοσκοπία. Το άρθρο 10 αναφέρεται στη συνεργασία των κρατών μερών για την ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα μετανάστευσης. Αρμόδια αρχή για την συλλογή και ανάλυση των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 10 του Πρωτοκόλλου είναι το Τμήμα Ανάλυσης Εγκληματικότητας της Δ/νσης Δημόσιας Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκπόνηση της έκθεσης για την κατάσταση του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα και το τμήμα Συνοριακής Φύλαξης. Στην παραπάνω αρχή (Δ/νση Δημόσιας Ασφάλειας) και με βάση όσα αναφέρονται στο άρθρο 13 του Πρωτοκόλλου ανατίθεται και ο έλεγχος της εγκυρότητας των ταξιδιωτικών εγγράφων. Στα άρθρα 12 – 13 προβλέπεται η υποχρέωση των κρατών μερών να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την ασφάλεια, τον έλεγχο και την εγκυρότητα των ταξιδιωτικών εγγράφων και των ταυτοτήτων, για τα οποία ισχύουν όσα αναφέρθηκαν στο Πρωτόκολλο. Σχετικά με το άρθρο 14 του Πρωτοκόλλου, η Ελλάδα έχει αναλάβει πρωτοβουλίες για την εκπαίδευση των στελεχών των αρμόδιων υπηρεσιών δίωξης της λαθρομετανάστευσης, κυρίως των στελεχών του Υπουργείου Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης και ΥΕΝ/ΔΑ, για τον ορισμό συναντήσεων εκπροσώπων του Υπουργείου Εσωτερικών και Προστασίας του Πολίτη με αντίστοιχους γειτονικών χωρών για θέματα λαθρομετανάστευσης και για την διοργάνωση σεμιναρίων στην Αστυνομική Ακαδημία μέσω της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας για μεταφορά εμπειρίας και τεχνογνωσίας. Επίσης στο ολοκληρωμένο πρόγραμμα δράσης, στα υποπρογράμματα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 66 και αφορούν στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, προβλέπεται η ενημέρωση της κοινής γνώμης και για τους κινδύνους από την παράνομη μετανάστευση από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες. Η κύρωση του πρωτοκόλλου κατά της λαθραίας διακίνησης μεταναστών, παρέχει ένα πρακτικό πλαίσιο για την αντιμετώπισή του φαινόμενου και καθιστά τους μηχανισμούς ισχυρότερους. Πρέπει όμως να βελτιωθεί περαιτέρω η συνοχή, η αποτελεσματικότητα και ο συντονισμός σε διεθνές, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο σε συνδυασμό με μια ολιστική προσέγγιση όλων των παραγόντων που επηρεάζουν την λαθρομετανάστευση, (ανεργία, κακές συνθήκες διαβίωσης, ανεξέλεγκτος υπερπληθυσμός, επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας, σε συνδυασμό με τις συνεχώς επιδεινούμενες επιπτώσεις του φαινομένου του θερμοκηπίου). Όλα τα δεδομένα πρέπει να αντιμετωπιστούν με ολοκληρωμένο τρόπο που να βασίζεται σε μια πολυδιάστατη εταιρική σχέση μεταξύ των παραγόντων της κοινωνίας των πολιτών, της ακαδημαϊκής κοινότητας, των μέσων μαζικής ενημέρωσης, των κρατικών θεσμών και των διεθνών οργανισμών. Το πρόβλημα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σε γραφειοκρατικά πλαίσια αλλά με πρακτικό πνεύμα σε συνδυασμό με μία διαδικασία εξωτερίκευσης, διότι οι εσωτερικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση και την καταπολέμηση των εγκληματικών ομάδων και των δραστηριοτήτων που υπερβαίνουν κατά πολύ τα σύνορα, δεν αρκούν. Είναι επιτακτική η ανάγκη προσέγγισης και συνεργασίας των εθνικών αρχών, η οποία πρέπει να γίνει γρήγορα, ώστε να μη χαθεί έδαφος στην καταπολέμηση των εξελιγμένων εγκληματιών ανταγωνιστών της έννομης τάξης. Σήμερα η συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων υστερεί της συνεργασίας μεταξύ των δικτύων του οργανωμένου εγκλήματος. Η διαφορά διευρύνεται όσο οι εγκληματίες γίνονται σταδιακά όλο και περισσότερο ευέλικτοι, ενώ οι αρχές της ποινικής δίωξης πολλές φορές δίνουν την μάχη τους με μέσα και πρακτικές άλλων ξεπερασμένων εποχών. Τέλος πρέπει να αναγνωριστεί ο πρωταρχικός ρόλος των Ηνωμένων Εθνών και το έργο που παράγεται από το γραφείο του ΟΗΕ ( UNODC ) για την καταπολέμηση του εγκλήματος. Η καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών, αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο για την Ελληνική Πολιτεία και την Ελληνική Κοινωνία. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει αυξημένες πιέσεις από τα κυκλώματα διακίνησης και χρειάζεται οργανωμένη πολιτική για τη αντιμετώπιση του φαινομένου. Αυτό δηλαδή που έλειψε στο άμεσο παρελθόν όταν αντιμετωπίστηκε σαν ένα πρόβλημα παροδικό και υιοθετήθηκαν αποσπασματικές αποφάσεις και ξεπερασμένες πρακτικές. |