9 Μαΐου 2011

Οι αλλαγές που προωθεί η Τρόικα στο νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για τους συμβασιούχους αντιτίθενται στην οδηγία 1999/70 και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου


ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ




·        
·        Ερώτηση Ν. Χουντή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή

«Οι αλλαγές που προωθεί η Τρόικα στο νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για τους συμβασιούχους αντιτίθεται στο γράμμα και στο πνεύμα της οδηγίας 1999/70 «σχετικά με την συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου» αλλά και στην πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου» αυτό τονίζει οι Ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Χουντής σε ερώτησή που κατέθεσε προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Πιο συγκεκριμένα στην ερώτησή του ο έλληνας ευρωβουλευτής αναφέρεται στα δημοσιεύματα του Τύπου (6/5/2011), σύμφωνα με τα οποία «η Τρόικα ζητά την επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, εστιάζοντας κυρίως στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου αυξάνοντας τον αριθμό των συνεχών ανανεώσεων εργασιακών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και διευρύνοντας τον συνολικό χρόνο απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη, από αυτό που ήδη ισχύει,  προκειμένου να θεωρηθεί ότι η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου»
Συνεχίζοντας την ερώτησή του ο Ν. Χουντής  αφού τονίζει, ότι ο διακηρυγμένος στόχος  της οδηγίας 1999/70 είναι «να αποτραπεί η κατάχρηση που προκύπτει από διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ή συμβάσεις ορισμένου χρόνου» και «να παραμείνουν οι συμβάσεις αορίστου χρόνου ως η βασική μορφή εργασιακών σχέσεων» σημειώνει με έμφαση ότι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, έχουν πολλαπλασιαστεί, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, γεγονός που δείχνει την έλλειψη πολιτικής  βούλησης για ουσιαστική εφαρμογή της οδηγίας.

Καταλήγοντας στην ερώτησή του, ο Ν. Χουντής, κατηγορεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι ο εκπρόσωπός της στην τρόικα δεν νομιμοποιείται να προτείνει τροποποιήσεις της Ελληνικής νομοθεσίας στην κατεύθυνση περαιτέρω διευκόλυνσης των εργοδοτών που ήδη καταχρώνται των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και οι οποίες προφανώς αντίκεινται στο γράμμα και στο πνεύμα τη οδηγίας 1999/70 αλλά και στην πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου»