Στο πλαίσιο διαβούλευσης και κατάθεσης συγκεκριμένων θέσεων και προτάσεων για τη μελλοντική Πολιτική Συνοχής της Ευρώπης, με αφορμή την 5η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την οικονομική, κοινωνική και χωρική συνοχή, το Υπουργείο Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων & Αλιείας κατέθεσε τις θέσεις του για το πλαίσιο πολιτικών σχετικών με τις νησιωτικές περιοχές.
Επισυνάπτεται το σχετικό κείμενο το οποίο έχει αποσταλεί από την ΥφΘΥΝΑΛ, κα. Ελπίδα Τσουρή, στο αρμόδιο, για τη διαμόρφωση της συνολικής πρότασης της ελληνικής κυβέρνησης, υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης & Ανταγωνιστικότητας.
Στο κείμενο, μεταξύ άλλων, επισημαίνονται:
Ø Οι βασικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή ενός τέτοιου πολιτικού πλαισίου για τα νησιά:
o Η δημιουργία ενός επαρκούς πλαισίου παρακολούθησης της εξέλιξης των νησιών σε σχέση με τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης και τους ειδικούς στόχους που έχει θέσει συνολικά η ΕΕ με την ανάλυση στο χωρικό επίπεδο του νησιού (από NUTS 2 μέχρι LAU) ,
o Η καθιέρωση συστήματος αξιολόγησης των επιπτώσεων των ευρωπαϊκών πολιτικών στα νησιά (Islands’ Impact Assessment),
o Η διεύρυνση των χωρικών κριτηρίων επιλεξιμότητας με την υπαγωγή νησιών – τμημάτων αρχιπελαγικών περιοχών (πχ. μικρά νησιά Aland, μικρά νησιά Σκωτίας, μικρά νησιά Αιγαίου).
Ø Τα βασικά συστατικά στοιχεία μιας πολιτικής συνοχής, με έμφαση την εδαφική συνοχή και τις νησιωτικές περιοχές:
o Η διαφοροποίηση των κλαδικών πολιτικών, ειδικά αυτών που έχουν άμεσες χωρικές επιπτώσεις, ώστε να λάβουν υπόψη τους τις διαφορετικές χωρικές πραγματικότητες: η πολιτική διευρωπαϊκών ενεργειακών και μεταφορικών δικτύων, η πολιτική υπαίθρου, η ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική, η περιβαλλοντική πολιτική (διαχείριση νερού, αποβλήτων, βιοποικιλότητας), η πολιτική ενίσχυσης των επιχειρήσεων, η πολιτική ανταγωνισμού, αλλά και η μεταναστευτική πολιτική, πρέπει να λάβουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες των νησιών.
o Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας και των κανόνων επιλεξιμότητας για χρηματοδότηση περιοχών και δράσεων: με δεδομένο το αυξημένο κόστος εφαρμογής της ίδιας ευρωπαϊκής πολιτικής στα νησιά, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και την διαφορετική στρατηγική θα πρέπει να εφαρμοστούν ειδικά κριτήρια επιλεξιμότητας που να συνδέονται τόσο με τις παραμέτρους που καταγράφουν την ελκυστικότητα των νησιών (και όχι μόνο το κατά κεφαλή ΑΕΠ) αλλά και κριτήρια αποτελεσματικότητας των δράσεων.
o Η ταυτόχρονη ενίσχυση των δράσεων ενδογενούς ανάπτυξης με τη συμμετοχή όλων των τοπικά εμπλεκόμενων (οικονομικοί παράγοντες, κοινωνία, τοπικές αρχές, πολίτες) και των δράσεων χωρικής συνεργασίας ώστε να ενισχυθεί η αναζήτηση, εφαρμογή και διάχυση καλών πρακτικών μεταξύ περιοχών με ανάλογα χαρακτηριστικά.
Σημειώνεται ότι είναι η πρώτη φορά, που επιχειρείται ολοκληρωμένη παρέμβαση και συγκεκριμένες προτάσεις στο πλαίσιο της έκθεσης συνοχής, σχετικά με τις νησιωτικές πολιτικές.
ΕΙΔΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ, ΝΗΣΩΝ ΚΑΙ ΑΛΙΕΙΑΣ (Υ.ΘΥ.Ν.ΑΛ) ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Η 5η έκθεση για την οικονομική, κοινωνική και χωρική συνοχή δεν κάνει παρά ελάχιστες αναφορές στις περιοχές με «σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά χαρακτηριστικά όπως είναι οι υπερβόρειες περιοχές που είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένες και οι νησιωτικές, διασυνοριακές και ορεινές περιοχές» παρά τη σχετική πρόβλεψη της συνθήκης της Λισαβόνας (άρθρο 174). Ειδικότερα η ανάλυση της κατάστασης αλλά και τα αποτελέσματα / επιπτώσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών και ειδικά της Πολιτικής Συνοχής δεν έχουν εδαφικές διακρίσεις (διαφοροποιήσεις).
Η Έκθεση αποσιωπά ότι οι περιοχές με ειδικά χαρακτηριστικά και ειδικότερα οι νησιωτικές σχεδόν στο σύνολο τους αποκλίνουν από τους ευρωπαϊκούς στόχους σε ότι αφορά την παραγωγή νέου πλούτου (κατά κεφαλή ΑΕΠ) δεδομένου ότι υστερούν σε ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα, την κοινωνική ευημερία και τον κοινωνικό αποκλεισμό (πρόωρη εγκατάλειψη σχολείου, υψηλό ποσοστό φτώχειας, χαμηλό ποσοστό ενεργού πληθυσμού και υψηλή ανεργία σε γυναίκες και νέους, υψηλό ποσοστό γήρανσης πληθυσμού), ενώ αντιμετωπίζουν υψηλούς περιβαλλοντικούς κινδύνους εξ αιτίας της ευθραυστότητας τους στις κλιματικές αλλαγές. Οι λίγες εξαιρέσεις που υπάρχουν σε ότι αφορά τις οικονομικές επιδόσεις οφείλονται κύρια σε ειδικές πολιτικές μεταφοράς εθνικών πόρων (πχ. το σύνολο των νησιών της Β. Ευρώπης βασίζει περισσότερο από 40% του ΑΕΠ στον ευρύτερο κρατικό τομέα) και στην αξιοποίηση του πλεονεκτήματος της θέσης τους στη ζώνη του ήλιου για τουριστική ανάπτυξη (Βαλεαρίδες, Νότιο Αιγαίο, Κύπρος).
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα νησιά οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στα ιδιαίτερα τους χαρακτηριστικά (μικρό-περιορισμένο μέγεθος, πληθυσμό και αγορά, απομόνωση και περιφερειακότητα, πλούσιο αλλά εύθραυστό φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον) αλλά και στην αναποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών και πολλών εθνικών πολιτικών που δεν λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες τους (ενιαίες πολιτικές ανεξάρτητα χαρακτηριστικών). Για παράδειγμα τα προβλήματα της χαμηλής προσπελασιμότητας και της μικρής αγοράς δεν έχουν τύχει της προσοχής πχ. της ευρωπαϊκής πολιτικής μεταφορών (διευρωπαϊκά δίκτυα χερσαίων μεταφορών) και της πολιτικής ανταγωνισμού, ενώ τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ (Jeremie, Jassica, Jaspers, Jasmine) δεν έχουν πρακτικά καμία θετική επίδραση σ’αυτά.
Τα χαρακτηριστικά των νησιών έχουν επηρεάσει αρνητικά και πολλά από τα στοιχεία που η ίδια η έκθεση θεωρεί προϋποθέσεις για ανάπτυξη και σύγκλιση:
- χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης (ιδιαιτέρα στα τουριστικά νησιά), κατάρτισης και συνεχιζόμενης εκπαίδευσης
- χαμηλό επίπεδο έρευνας και καινοτομίας
- αδυναμία ενδογενούς λειτουργίας του μοντέλου τριπλού έλικα λόγω των αδυναμιών των πολύ μικρών επιχειρήσεων των νησιών, της έλλειψης ερευνητικών δομών και της ασθενούς παρουσίας των θεσμών στα νησιά
- χαμηλό επίπεδο διείσδυσης τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνίας καθώς και χρήσης ευρυζωνικών δικτύων,
- ελλείψεις σε υποδομές οικονομικού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος.
Τα Ευρωπαϊκά Νησιά πρέπει να συμβαδίσουν με τις εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρώπη αντιμετωπίζοντας την βαθειά κρίση, να μειώσουν την ανεργία και τη φτώχεια, ενώ παράλληλα να μετατρέψουν την οικονομία τους περιορίζοντας την παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα. Για το λόγο αυτό η γενική Στρατηγική Ευρώπη 2020 για «ευφυή, βιώσιμη και συνολική μεγέθυνση» πρέπει να εξειδικευθεί σε επιμέρους στρατηγική προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες των νησιών και στις ανάγκες των κατοίκων τους και η Πολιτική Συνοχής να υποστηρίξει την υλοποίηση της. Μια Στρατηγική για «Νησιά Ποιοτικά, Πράσινα και Ισων Ευκαιριών» χρειάζεται πέρα από την κινητοποίηση εθνικών, περιφερειακών, τοπικών αρχών και άλλων εμπλεκόμενων και την κατάλληλη προσαρμογή των ευρωπαϊκών πολιτικών και της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.
Για παράδειγμα η αναγκαία ενίσχυση του στρατηγικού προγραμματισμού με τον συντονισμό των επιμέρους ταμείων (πολυταμειακά προγράμματα) και χρηματοδοτικών εργαλείων, η ενίσχυση της δέσμευσης των συμβαλλόμενων μερών για μια αναπτυξιακή στρατηγική μέσα από τα λειτουργικά προγράμματα με περιορισμένους στόχους δεν μπορεί παρά να αποτυπώνει τους διαφοροποιημένους στόχους για τα νησιά ως αποτέλεσμα διαφορετικών χαρακτηριστικών, αναγκών και συνθηκών. Παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των νησιών και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην επίτευξη της συνοχής, η Εκθεση περιορίζεται στο να προβλέψει «εστιασμένες παροχές» για τις περιοχές αυτές και όχι την εφαρμογή της αρχής ότι «διαφορετικές συνθήκες απαιτούν διαφορετικές πολιτικές» όπως είναι το πνεύμα της αρχής της εδαφικής συνοχής. Αντίθετα προβλέπει ειδική agenda για τις αστικές περιοχές που συγκεντρώνουν σαφώς περισσότερες προϋποθέσεις για να αποτελέσουν «τις μηχανές της ευρωπαϊκής μεγέθυνσης» ισχυροποιώντας την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και διευρύνοντας τις ενδοευρωπαϊκές ανισότητες.
Οι βασικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή ενός τέτοιου πολιτικού πλαισίου για τα νησιά προϋποθέτει: α) τη δημιουργία ενός επαρκούς πλαισίου παρακολούθησης της εξέλιξης των νησιών σε σχέση με τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης και τους ειδικούς στόχους που έχει θέσει συνολικά η ΕΕ με την ανάλυση στο χωρικό επίπεδο του νησιού (από NUTS 2 μέχρι LAU) , β) τη καθιέρωση συστήματος αξιολόγησης των επιπτώσεων των ευρωπαϊκών πολιτικών στα νησιά (Islands’ Impact Assessment), γ) τη διεύρυνση των χωρικών κριτηρίων επιλεξιμότητας με την υπαγωγή νησιών – τμημάτων αρχιπελαγικών περιοχών (πχ. μικρά νησιά Aland, μικρά νησιά Σκοτίας, μικρά νησιά Αιγαίου).
Ένα δεύτερο στοιχείο μιας πολιτικής συνοχής –με έμφαση την εδαφική συνοχή και τις νησιωτικές περιοχές- καλεί σε διαφοροποίηση των κλαδικών πολιτικών, ειδικά αυτών που έχουν άμεσες χωρικές επιπτώσεις, ώστε να λάβουν υπόψη τους τις διαφορετικές χωρικές πραγματικότητες: η πολιτική διευρωπαϊκών ενεργειακών και μεταφορικών δικτύων, η πολιτική υπαίθρου, η ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική, η περιβαλλοντική πολιτική (διαχείριση νερού, αποβλήτων, βιοποικιλότητας), η πολιτική ενίσχυσης των επιχειρήσεων, η πολιτική ανταγωνισμού αλλά η μεταναστευτική πολιτική και πρέπει να λάβουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες των νησιών.
Ένα τρίτο στοιχείο είναι η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας και των κανόνων επιλεξιμότητας για χρηματοδότηση περιοχών και δράσεων: με δεδομένο το αυξημένο κόστος εφαρμογής της ίδιας ευρωπαϊκής πολιτικής στα νησιά, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και την διαφορετική στρατηγική θα πρέπει να εφαρμοστούν ειδικά κριτήρια επιλεξιμότητας που να συνδέονται τόσο με τις παραμέτρους που καταγράφουν την ελκυστικότητα των νησιών (και όχι μόνο το κατά κεφαλή ΑΕΠ) αλλά και κριτήρια αποτελεσματικότητας των δράσεων. Για παράδειγμα 100 μέτρα νέων κρηπιδωμάτων λιμανιού σε ηπειρωτική περιοχή και σε νησί δεν έχει ούτε το ίδιο κόστος κατασκευής, ούτε τον ίδιο αριθμό ωφελούμενων, ούτε τα ίδια αναμενόμενα αποτελέσματα. Αποτελεί όμως στοιχείο επιβίωσης για ένα νησί που δεν έχει εναλλακτικούς τρόπους μεταφοράς ανθρώπων και εμπορευμάτων. Αντίστοιχα παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν στις ιδιωτικές επενδύσεις, στην υγεία, στη κατάρτιση, στη πολιτιστική παραγωγή, στη προστασία του περιβάλλοντος, στην επεξεργασία και τυποποίηση τροφίμων κλπ όπου οι εναλλακτικές δυνατότητες στα νησιά είναι περιορισμένες ή ανύπαρκτες (ειδικά στα μικρά παράκτια νησιά ή στα νησιά σε αρχιπελάγη).
Τέλος ένα επιπλέον στοιχείο της Πολιτικής Συνοχής στα νησιά είναι η ταυτόχρονη ενίσχυση των δράσεων ενδογενούς ανάπτυξης με τη συμμετοχή όλων των τοπικά εμπλεκόμενων (οικονομικοί παράγοντες, κοινωνία, τοπικές αρχές, πολίτες) και των δράσεων χωρικής συνεργασίας ώστε να ενισχυθεί η αναζήτηση, εφαρμογή και διάχυση καλών πρακτικών μεταξύ περιοχών με ανάλογα χαρακτηριστικά.